Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου
Ευθεία βολή
Ήταν συμμαθητής μου στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Η δουλειά του πατέρα του στη Λευκωσία και η δυσκολία να πηγαινοέρχεται με το κομβόι έφερε την οικογένειά τους στη Δευτερά. Τον Σεπτέμβρη που θα πηγαίναμε στο Γυμνάσιο, μετακόμισαν πίσω στο σπίτι τους, στην Κερύνεια. Συναντηθήκαμε ξανά τυχαία στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου σε μια σχολική εκδρομή στην Ελλάδα. Καλοκαίρι του ’72. Αύγουστος στην Αθήνα το ’77 και η τύχη το έφερε να πάρουμε το ίδιο λεωφορείο. Με το που χαιρετηθήκαμε έκπληκτοι για την απρόσμενη συνάντηση με ρώτησε αμέσως:
-Πηγαίνεις στη θάλασσα; Για μπάνιο;
-Καμιά φορά…, απάντησα χαμογελώντας.
Και πριν προλάβω να διερωτηθώ, αν ήταν το μπλουζάκι και η ψάθινη τσάντα στον ώμο που τον έκανε έτσι στα ξαφνικά να με ρωτήσει κάτι τέτοιο σε ένα λεωφορείο για την Κυψέλη, πρώτη κουβέντα μετά από τόσα χρόνια που είχαμε χαθεί, συνέχισε. Ευθεία βολή, όπως και η ερώτηση.
-Εγώ δεν κολυμπώ! Δεν είναι θάλασσες αυτές. Για μένα θάλασσα είναι μόνο η θάλασσα της Κερύνειας. Ορκίστηκα. Μόνο αν γυρίσω.
Κάτι στα μάτια του, κάτι στον θλιμμένο τόνο της φωνής του κι αυτή η κοφτή, δίχως πολλά λόγια, βαθιά εξομολόγηση μέσα σε μερικά μόνο λεπτά διαδρομής, μού έφερε στεναχώρια. Δεν είπα λέξη.
Κατέβηκε σε κάποια στάση πριν από εμένα. Χαθήκαμε.
Πληροφορήθηκα πριν αρκετά χρόνια από συμμαθητές μας πως πέθανε από κάποια ασθένεια, που πρώτα τον άφησε για κάποιο διάστημα παράλυτο. Ήταν, υπολογίζω, πριν ανοίξουν ακόμη τα οδοφράγματα.
Λυπάμαι για τον πρόωρο θάνατό του, λυπάμαι που χάνονται οι φίλοι, οι άνθρωποι και οι τόποι. Λυπάμαι για την πίκρα του, όταν μου έλεγε πως για εκείνον τέλειωσε η θάλασσα και το κολύμπι στα δεκαεννιά του χρόνια με την εισβολή το ’74. Κι όσο περνούν τα χρόνια πιο πολύ λυπάμαι που στάθηκα ανάξια εκείνη τη στιγμή να υποδεχτώ τέτοια κατάθεση ψυχής.
Και τώρα τελευταία θέλω πολύ να μάθω, αν κάποια στιγμή είχε μαλακώσει ο θυμός κι ο πόνος του, αν είχε κολυμπήσει, έστω μια μόνη φορά σε κάποια θάλασσα. Πριν βουτήξει για πάντα στην τελευταία θάλασσα του αιώνιου ύπνου, αν είχε βρει μια άλλη θάλασσα. Ίσως… αν έμοιαζε έστω και λίγο με τη δική του θάλασσα, της Κερύνειας.
(Ίσως κάποιος, που το διαβάζει τώρα, γνωρίζει να μου πει. Για τον Πανίκο Γεωργίου από την Κερύνεια.)
Σημειώσεις
*Κομβόι: Οργανωμένη μετακίνηση αυτοκινήτων. Λεωφορεία και ιδιωτικά οχήματα ξεκινούσαν κάθε πρωί από την Κερύνεια στις εφτά το πρωί για τη Λευκωσία για όσους δούλευαν ή ήθελαν να πάνε στην πρωτεύουσα. Το ίδιο δρομολόγιο γινόταν από Λευκωσία προς την Κερύνεια. Τα αυτοκίνητα συνοδεύονταν από αυτοκίνητα της UNFICYP. Η επιστροφή γινόταν το απόγευμα. Αν δεν ήθελες να μπεις σε αυτή τη διαδικασία, έπρεπε να πάρεις άλλους δρόμους, που δεν περνούσαν μέσα από τον τουρκοκυπριακό θύλακα αλλά χρειαζόταν πολύ περισσότερη ώρα για να διανύσεις αυτή την απόσταση. Οι τουρκοκυπριακοί θύλακες δημιουργήθηκαν μετά από τα αιματηρά γεγονότα του 1963 και τη χάραξη της Πράσινης Γραμμής στη Λευκωσία. Το μέτρο θα ήταν προσωρινό αλλά τελικά η Πράσινη Γραμμή με την Εισβολή του 1974 μοιράζει ακόμη από άκρη σε άκρη το νησί.
**Ο συμμαθητής μου Παναγιώτης Γεωργίου, από την Κερύνεια, που τον φωνάζαμε Πανίκο και ζωγράφιζε εκπληκτικά σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο, έζησε τα τελευταία του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό Ανθούπολης στη Λευκωσία.
***Δευτερά: Χωριό κοντά στη Λευκωσία.
****Τα πρόσωπα είναι πραγματικά και τα γεγονότα κατατίθενται, όπως ακριβώς έγιναν.