Ευσταθία Δήμου
Χρήστος Μαυρής, Επιτάφιοι των αφανών, Λευκωσία 2022
Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Χρήστου Μαυρή, Επιτάφιοι των αφανών, διαμορφώνει με τον τίτλο του μια ευθεία σύνδεση με τον Επιτάφιο του Περικλή, όπως τον διασώζει (ή τον δημιουργεί εξ αρχής) ο Θουκυδίδης στο δεύτερο βιβλίο των Ιστοριών του. Ανακαλεί, συγκεκριμένα, την περίφημη φράση «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος» με την οποία ο ρήτορας ανυψώνει τη θυσία των νεκρών Αθηναίων σε έναν επίπεδο ιδεατό και καθιστά την αξία της αναγνωρίσιμη από όλους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ισχυρίζεται ο Περικλής, δεν έχει σημασία ο τόπος, γιατί ο κόσμος των Ιδεών δεν ορίζεται συγκεκριμένα. Η κατοικία τους είναι το ανθρώπινο πνεύμα, η ανθρώπινη ψυχή και σ’ αυτήν διατηρείται η μνήμη. Κάθε άνθρωπος, σ’ όποιο μέρος της γης και να βρίσκεται, μπορεί να αναγνωρίσει, να εκτιμήσει και να αισθανθεί το μεγαλείο των πράξεων, όπως η θυσία για την πατρίδα, που εμπνέονται από τις Ιδέες.
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου και με την καθοριστική γνώση ότι τα ποιήματα της συλλογής του Μαυρή προέκυψαν από την οδυνηρή εμπειρία της Κυπριακής τραγωδίας, μπορεί ο αναγνώστης να ρυθμίσει την ανάγνωσή του κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να της δώσει τον χαρακτήρα μιας περιήγησης μέσα -κυριολεκτικά- σε ένα δραματικό έργο, ένα ανεπανάληπτο και, ταυτόχρονα, επαναλαμβανόμενο έργο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο ποιητής, με γλώσσα λιτή και αιχμηρή, τεχνουργεί εικόνες καταστροφής και ολέθρου, εικόνες θανάτου και ακινησίας, στιγμιότυπα που ξεπερνούν το ανθρώπινο μέτρο και την ανθρώπινη φαντασία και έρχονται για να εναποτεθούν μέσα στο ποίημα και να το πλουτίσουν με μια σειρά αποχρώσεων του μαύρου. Πρόκειται για σκηνές και στιγμές ενός ιδιαίτερα σκληρού και πικρού βιώματος που τροφοδοτεί τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του ποιητή ο οποίος δίνει στα ποιήματά του έναν χαρακτήρα φρίκης και παραμυθιού ταυτόχρονα. Δεν είναι μόνο οι μορφές και οι περιγραφές, οι ήχοι και τα σχήματα, είναι και οι συνδέσεις που πραγματοποιεί ο ποιητής με αρχετυπικές εικόνες και πρόσωπα, με διηγήσεις λαϊκές και επώνυμες, που πιστοποιούν αυτή τη συνύπαρξη του πλασματικού με το αληθινό –το εξωπραγματικά πραγματικό.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο διάλογος που ανοίγει ο ποιητής με μορφές των αρχαιοελληνικών τραγωδιών –τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Προμηθέα– που έρχονται για να νοηματοδοτήσουν το παρόν του κυπριακού δράματος, το παντοτινό παρόν του ανθρώπινου δράματος. Άλλοτε ειρωνικός και οξύς, άλλοτε παρηγορητικός, άλλοτε παραπονούμενος και θρηνών ο ποιητής συνθέτει μια ευρεία γκάμα από ποιητικές αντιδράσεις οι οποίες έχουν στο κέντρο και τον πυρήνα τους, ως ερέθισμα, το αντίκρισμα του θανάτου, του αδόκητου και άδικου θανάτου που μοιάζει να άπλωσε το πέπλο του όχι μόνο επάνω στους ανθρώπους αλλά και πάνω στον τόπο και τον χρόνο, πάνω στον φυσικό κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά από τα ποιήματα του Μαυρή εμφανίζεται ο ήλιος και το φως του, ένα στοιχείο που προσλαμβάνει έναν καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Πρόκειται ουσιαστικά για τον μάρτυρα στο έγκλημα που διαπράχθηκε, για τον οφθαλμό εκείνο που, σε πρώτο επίπεδο, παρακολουθεί τα όσα γίνονται και, σε δεύτερο, υπόσχεται την τιμωρία και την αποκατάσταση της ηθικής τάξης.
Ο ποιητικός κόσμος του Μαυρή, έτσι όπως συγκροτείται από σάρκα –ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινα οστά– και από φως –εγκόσμιο φως– προσφέρεται στον σύγχρονο αναγνώστη ως ένα εξαιρετικό δείγμα ποιητικής του θανάτου, ποιητικής της ιστορίας και, κυρίως, ποιητικής της δικαιοσύνης. Γιατί στο εσωτερικό και στον ορίζοντα όλων των ποιημάτων φέγγει πάντα η επισήμανση της αδικίας και το αίτημα για δικαιοσύνη. Βεβαίως, οι ποτισμένοι με θάνατο στίχοι μοιάζουν να αναδεικνύουν το τελεσίδικο και αυτό είναι κάτι που δεν θα πρέπει να αγνοείται ή να παραβλέπεται. Από αυτή την άποψη, η ποίηση του Μαυρή προσεγγίζει τον θρήνο. Έναν θρήνο, όμως, που μπολιάζεται με τη μνήμη για να γίνει υπόσχεση. Yπόσχεση αθανασίας όλων όσων θυσιάστηκαν κατά την τραγική αυτή στιγμή.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο αξίζει να επανέλθει κανείς στον Επιτάφιο του Περικλή. Γιατί και ο Μαυρής έναν επιτάφιο συνθέτει ουσιαστικά, μια ποιητική κατάθεση προς τιμήν των νεκρών που επέλεξαν την (αυτο)θυσία ως υπέρτατη εκδήλωση του δεσμού τους με την ιδιαίτερη παρτίδα τους, του δεσμού τους με τους ανθρώπους της, μα πάνω απ’ όλα του δεσμού τους με τα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αυτή η ποιητική κατάθεση ή, καλύτερα, συνεισφορά του Μαυρή δεν περιορίζεται απλώς στο να υπενθυμίζει όσα έγιναν, αλλά αποκτά τον χαρακτήρα μιας υποθήκης. Γίνεται, ουσιαστικά ιστορική μνήμη και κιβωτός της υπέρτατης αυτής πράξης που υπήρξε μια κατάφαση στο δίκαιο, στον άνθρωπο, στη ζωή. Από αυτήν ακριβώς την υψηλή ενατένιση, από αυτήν την αίσθηση της βαθιάς σημασίας που είχε η συγκεκριμένη ιστορική στιγμή όχι μόνο για την Κύπρο ή την Ελλάδα, αλλά για όλη την ανθρωπότητα, προκύπτει η υψηλή, επίσης, εκφραστική του Μαυρή. Ο λόγος του είναι ιδιαίτερα πυκνός, χωρίς, όμως, να γίνεται δύσκολος ή ερμητικός, αλλά και ιδιαίτερα «ποιητικός» χωρίς να εκπίπτει στην τεχνική –αλλά χωρίς ψυχή– αρτιότητα. Ίσα ίσα που κινείται σε μιαν αξιοζήλευτη ισορροπία ανάμεσα στην έκφραση του πόνου και του πένθους, της οδύνης και της αγωνίας για μια πληγή που δεν κλείνει και στον λεπταίσθητο συνδυασμό των λέξεων έτσι ώστε αυτές να ακτινοβολούν από τη δύναμη που έχει η ποίηση πάντα να διεκδικεί και πάντα να κερδίζει:
Επιτάφιοι των Αφανών
Αυτά τα μικρά φέρετρα τα σκεπασμένα με τη γαλανόλευκη
θα γίνουν κάποτε μυθικά καράβια και θ’ αρμενίσουν
στα παγωμένα νερά των σκοτεινών θαλασσών
μ’ ένα αντάρτη Ήλιο να κυματίζει στο πιο ψηλό κατάρτι-τους.
Ετοιμόρροπα καράβια που θ’ αντιμάχονται με λύκαινες θάλασσες
κατάφορτα με μαύρο πόνο, οργισμένο αίμα και οστά γεγυμνωμένα.
Κατάφορτα με σπασμένα μάρμαρα και εντάφιες πλάκες
επιτάφιοι του πληρώματος κάτω από το μελανιασμένο φως
έχοντας στ’ ανεμοδαρμένα κατάρτια-τους –αντί άσπρα πανιά–
τις τεράστιες μαύρες φτερούγες πουλιών και αρχαγγέλων
για να τα ελαύνουν αργά αργά προς το ατελεύτητο ταξίδι-τους.
17.1.2018, Του Αγίου Αντωνίου