Ευάγγελος Αυδίκος
Το ψάθινο καπέλο και η κότα
Ο ήλιος βάραγε κατακούτελα. Η ζέστη βαριά, μύριζε μούχλα. Μπορεί και να ήμουν προκατειλημμένος, πρόσεχε τη ζέστη στη Λευκωσία, μου είπε ο κουμπάρος μου . Δεν έδωσα σημασία, συνηθισμένοι οι Δυτικοελλαδίτες από την πηχτή υγρασία που δυσκολεύει την ανάσα, αναλογιζόμουν. Να περπατάς και να νιώθεις πως είσαι αιχμάλωτος μιας πηχτής υδάτινης κρούστας που στρογγυλοκάθεται σε όλο το κορμί. Έχω μάθει να κολυμπώ μέσα στο υγροσύννεφο της ηλιοκάψας. Η απάντηση.
Η φωνή του δημοσιογράφου ακούγεται αγχωμένη. Εστιάζω την προσοχή μου στο ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων, ο ρεπόρτερ μεταδίδει τον αποτροπιασμό του για την αδιανόητη δολοφονία τόσων γυναικών. Που διάβηκαν στέπες και θάλασσες, να χαράξουν νέα χνάρια. Οι ταξιδευτές του ονείρου, το αίμα των αδύναμων ταϊζει την κοιλιά των ισχυρών.
Η Λευκωσία βουτηγμένη στο νέφος της. Ένα πέπλο υγρασίας απλώνεται πάνω από την πόλη, δεν έχει υποχρέωση να πάρει άδεια από τα οδοφράγματα. Κάποιες ηλιαχτίδες ξεγελάνε το υγρό αδιαπέραστο τείχος, μια απ’ αυτές δηλώνει την παρουσία της βρίσκοντας αναπαυτική θέση στη μύτη μου.
Στην οδό Λήδρας το βήμα γίνεται βαρύ. Εκεί που αναπνέει η μνήμη της Λευκωσίας. Η κραυγή της ιστορίας πνίγεται από το αχόρταγο βλέμμα του τουρίστα. Από τη βιασύνη του να αποκτήσει δεσμούς με τον τόπο. Να έχει γευστικές διαδρομές για τις ιστορίες της επιστροφής. Αγοράζω γυαλιά ηλίου να μη βλέπω τις λιχουδιές. Κι ένα καπέλο, πλεγμένο από ψαθί, πράσινο, ασορτί με την πράσινη γραμμή της πόλης, το χειρουργικό εργαλείο για τον ακρωτηριασμό της. Που σκόρπισε τις ζωές στους τέσσερις ανέμους.
Νιώθω κάποιον να με σκουντάει, έχασα την ισορροπία μου, το καπέλο κύλησε προς τη μεριά της Πράσινης Γραμμής. Γυρίζω εκνευρισμένος, καταπίνω τα λόγια του θυμού στη στιγμή. Είμαι μόνος στον δρόμο, η γυναίκα μου βηματίζει πιο μπροστά. Νιώθω αμηχανία. Ας πάει και το παλιάμπελο, ξεκούτιανα. Λες να;
Αποδιώχνω τη σκέψη. Αφουγκράζομαι τη σιωπή των κτιρίων, τους ψιθύρους που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Βγάζω από την τσάντα μου τις κέρινες ωτασπίδες, τις βάζω στα αυτιά, να βάλω φραγή στις φωνές που βρίσκουν διάδρομο για το κεφάλι μου. Που θέλουν να μιλήσουν μαζί μου. Του κάκου. Οι φωνές είναι σαν τα κεφάλια της λερναίας ύδρας. Πιάνω τα μελίγγια μου. Η γυναίκα μου με πλησιάζει ανήσυχη. Εκείνη την ώρα ξεσηκώνεται ένα ανεμοσούρι. Ήρθε σου αντζελόσσιαση [1] , αποφάνθηκε η Δήμητρα, στην αυλή, το βράδυ, εν μέσω χαλουμιού και σεφταλιάς. Μπορεί να έχει δίκιο. Αλά από τι αντζελοσσιάστηκα; Ήταν η ταραχή της ιστορίας και όσων ζύμωσαν τη σκέψη μου; Η γυναίκα μου ανησύχησε, με έπιασε σφιχτά από το μπράτσο, πήρες το χάπι της πίεσης, δεν θυμάμαι να σου το έδωσα το πρωί. Την καθησύχασα.
Κοντεύαμε στο ξενοδοχείο Λήδρα, ούτε εκατό μέτρα δεν απείχαμε. Ένιωσα την πλάτη μου να φουρφουρίζει. Ανακουφίστηκα, η ζέστη και η υγρασία είχαν βαρύνει τη διάθεση. Το φουρφούρισμα όμως δυνάμωσε, ένιωσα μια πίεση αέρα που συνεχώς ανάβαινε, έφτασε στο ριζάφτι και αυτοστιγμεί το ψαθί καπέλο άρχισε να ημιπεριστροφικές κινήσεις, να φύγει από το κεφάλι μου. Ξαφνιάστηκα. Το καπέλο σου. Θα το χάσεις, οι φωνητικοί φθόγγοι της γυναίκας μου πνίγηκαν στη στοματική κοιλότητα. Το καπέλο βγήκε από το κεφάλι κι άρχισε να μετεωρίζεται στην οδό Λήδρας.
Ακολούθησε ένας ανεμοστρόβιλος, το καπέλο τραμπαλιζόταν ανάλογα με τη δύναμη του αέρα. Ναι , Δήμητρα, έχεις δίκιο , αυτό έκανα. Έμπηξα το βούρος [2] . Κυνηγούσα το καπέλο, να το προλάβω. Αυτό έκανε μια βόλτα στον αέρα, δοκίμασε μια κάθετη πτώση και πριν προλάβω να το πιάσω έκανε κάθετη άνοδο και μετά προσγειώθηκε στην ταράτσα του ξενοδοχείου Λήδρα.
Ξέχασέ το, ο καταστηματάρχης με τα αθλητικά είδη ήταν απόλυτος.
Δεν μπορώ να το ξεχάσω, αντέτεινα. Μόλις το αγόρασα. Είναι ένα ενθύμιο. Να έχω κάτι, να θυμάμαι την Κύπρο.
Ξέχασέ το, κουμπάρε, επέμενε ο μαγαζάτορας, ο τόνος της φωνής του πικραμύγδαλο. Το καπέλο σου ανήκει τη δικαιοδοσία των κυανόκρανων. Θα εξεταστεί προσεκτικά μήπως έχει ενσωματωμένη κάποια κάμερα και παραβιάζει τις αρχές των συμφωνιών. Και μετά θα απευθύνετε αίτημα, διά της επισήμου οδού, ίσως μέσω της ελληνικής πρεσβείας, να επιστραφεί το καπέλο.
Στο «Αιγαίον» του Βάσου έχει βασιλέψει. Τα λόγια μας εξομολογητικά, ανακατεύονται με την προσευχή του Μουεζίνη. Μπροστά μας, στα πενήντα μέτρα, βαρέλια στη σειρά, βαμμένα κιτρινόμαυρα. Από πάνω κουλούρα με αγκαθωτό σύρμα και στην κορυφή η προειδοποίηση alt.
Αυτό είναι σκλαβιά, ο Βάσος μονολογεί. Πέρα από τα σύρματα, κι εδώ, ήταν μια γειτονιά. Σε μια συκιά, στην άλλη πλευρά, απέκτησα τα πρώτα σημάδια στο δεξί μου γόνατο, είχε κάτι σύκα, μαύρα, μεγάλα. Έσπασε το κλαδί, σωριάστηκα στο χώμα, γέμισε αίμα το χώμα. Ανησύχησε η γειτόνισσα η Αϊσέ, καθάρισε την πληγή, έριξε οινόπνευμα, να μην ανησυχήσει η μάνα σου, είπε. Θυμάμαι τα γαλανά της μάτια, την καλοσύνη της. Είναι σκλαβιά αυτό. Ώρες ώρες, βγαίνω στον δρόμο μας και τρέχω πάνω κάτω. Ένα απόγευμα σωριάστηκα μπροστά από το στοιχειωμένο σπίτι, το άφησαν πανικόβλητοι οι άνθρωποί του εκείνον τον Ιούλιο.
Όσο ήμουν πεσμένος μπρούμυτα άκουσα κακαρίσματα. Παραξενεύτηκα. Σηκώνομαι όρθιος.
Αλήθεια είναι, επιβεβαιώνει η Δήμητρα, δεν είναι λαφαζάνης [3].
Που λες, κοιτάζω ολόγυρα. Μια κότα είχε κάνει αβγό στην αυλή. Τίναξε τα φτερά της, κακάρισε με ικανοποίηση. Τι είναι αυτό, αναρωτιόμουν. Το σπίτι είχε στοιχειώσει για σαράντα περίπου χρόνια. Κι αναπάντεχα απέκτησε ζωή. Μια γέννα σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι. Η κότα έκανε κάποια βήματα στην αυλή και μετά πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ξαφνιάστηκα περισσότερο με ό,τι ακολούθησε. Η κότα πέρασε στην άλλη πλευρά, μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στα βαρέλια.
Πήρα το αβγό, το έβαλα στο εικονοστάσι. Σαν να αναστήθηκε η παλιά γειτονιά. Από εκείνο το απόγευμα, κάθε μέρα ήμουν, την ίδια ώρα, έξω από το σπίτι. Έπαιρνα τις προφυλάξεις μου, δεν ήθελα να την προγκήξω. Ερχόταν κάθε μέρα, πότε ένα και κάποτε δύο αβγά. Ώσπου μια μέρα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού ο Ρετζέπ, είμαι εγγονός της Αϊσέ, συστήθηκε. Ήταν ο καιρός που άνοιξαν τα οδοφράγματα.
Ήρθα για τα αυγά της κότας. Σκέφτηκα να τη σφάξω, όμως δεν θα κέρδιζα τίποτε, είπε ο Ρετζέπ. Τον κέρασα ό,τι είχε το σπιτικό μας, στη μνήμη της Αϊσέ. Ήπιαμε ρακί κι όταν ήρθε η ώρα να γυρίσει στην άλλη πλευρά, τα συμφωνήσαμε. Θα μοιράζαμε τα αβγά.
Το καπέλο έμεινε στην ταράτσα του ξενοδοχείου Λήδρα. Ενημέρωσα την ελληνική πρεσβεία. Στην πτήση της επιστροφής κρατούσα στα χέρια μου ένα αβγό της κότας.
[1] Πήρες τρομάρα.
[2] Άρχισα να τρέχω
[3] ο φαφλατάς, που μιλάει με υπερβολές