Scroll Top

50 χρόνια από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο | Ευγενία Μπογιάνου

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Αυτόν τον Ιούλιο συμπληρώνονται 50 χρόνια από το πραξικόπημα του δικτατορικού καθεστώτος των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Το culturebook θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στο πολύπαθο νησί και, κυρίως, να επαναφέρει στη μνήμη μας  μ έ σ ω   τ ης  Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ς  την Κυπριακή τραγωδία, ετοίμασε αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς, ποιητές, ποιήτριες, μελετητές, καθηγητές και καθηγήτριες Πανεπιστημίου τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Κύπρο. Τα κείμενά τους (ποιήματα/πεζά/μαρτυρίες/δοκίμια), τα οποία θα παρουσιαστούν διαδικτυακά από τις 15 έως και τις 22 Ιουλίου 2024,  είναι ειδικά γραμμένα για την Κύπρο και φυσικά άπτονται του θέματος της τραγωδίας και των συνεπειών που αυτή προκάλεσε. Μετά τη δημοσίευσή τους θα εκδοθούν σε έναν ειδικό τόμο από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, ο οποίος θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία στις αρχές του φθινοπώρου.

Γνωρίζοντας πως η Ιστορία –δυστυχώς–  δεν διδάσκει, ελπίζω το παρόν αφιέρωμα να αποτελέσει ένα έναυσμα ιστορικού αναστοχασμού και ευαισθητοποίησης σχετικά με τα γεγονότα –ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου– που οδήγησαν το καλοκαίρι του 1974 στην εθνική αυτή τραγωδία.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Ευγενία Μπογιάνου

Οι ερωτήσεις

Το όνομα κάτι της θύμιζε, μια μνήμη μακρινή, ταλαιπωρημένη, μια μνήμη μισή λήθη, μια μνήμη που δεν έχει κανένα λόγο να ξεβολεύεται τώρα για κάτι αμφίβολο, για κάτι άνευ σημασίας, ίσως και άνευ νοήματος, πού να τα βάζεις με τη λήθη, σκέφτηκε, πού να εξαναγκάζεις τώρα τη μνήμη να αφυπνιστεί; το όνομα όμως, η οικειότητα του ήχου του, αυτή η εντύπωση πως κάτι γνώριμο υπάρχει, στον τόνο, στη μουσικότητα, λες και τα γράμματα μπήκαν σε αυτή τη σειρά και όχι σε άλλη για να την εξαναγκάσουν να θυμηθεί, σ’ αυτήν απευθύνονταν τα γράμματα, κάτι της έλεγαν, κάτι ήθελαν να της πουν, δεν βρέθηκε τυχαία αυτό το όνομα μπροστά της, αλλά ακόμη κι όταν άρχισε να γράφει  στη μηχανή αναζήτησης, ακόμη και τότε δεν ήξερε αν ήθελε να συνεχίσει, το όνομα δεν ήταν ακριβώς κοινό, αλλά ούτε και σπάνιο ήταν, πόσες γυναίκες θα βγάλει τώρα η Google μ’ αυτό ακριβώς το όνομα; αλλά όχι, οι γυναίκες με το ίδιο όνομα δεν ήταν πολλές, μια ήταν η γυναίκα με ακριβώς το ίδιο όνομα, έτσι, χωρίς ούτε ένα γράμμα να διαμαρτύρεται, να διαφοροποιείται, ένα όνομα που αντιστοιχούσε σε μια δεκάδα φωτογραφίες, όλες παραπλήσιες, όλες πορτρέτα, τραβηγμένες από τη μέση και πάνω, άλλες εμφανώς στημένες για να δείχνουν σοβαρότητα, άλλες αυθόρμητες, με τη γυναίκα να κρατά μικρόφωνο και να απευθύνεται σε  ένα «κάπου» που δεν χώρεσε μέσα στο κάδρο, σ’ αυτές η γυναίκα είναι πιο ελκυστική, πιο αληθινή, στις άλλες, τις στημένες, έχει ένα βλέμμα μελαγχολικό, άδειο, όσο και αν προσπαθεί να το κρύψει με αυτό το σοβαρό, αδιαπέραστο ύφος, προτιμά τις αυθόρμητες φωτογραφίες, αν και οι άλλες, οι στημένες, κάπως σαν να την επηρεάζουν περισσότερο, σαν να συνεχίζουν να παίζουν μαζί της το παιχνίδι της οικειότητας, αυτή την εντύπωση πως κάτι γνώριμο κρύβουν, κάτι γνώριμο περιγράφουν, αλλά τι σχέση μπορεί να έχει αυτή με τη γυναίκα με το συγκεκριμένο όνομα και τη συγκεκριμένη εικόνα; την εικόνα που συνθέτουν οι καμιά δεκαριά διαφορετικές πόζες, μια γυναίκα μεσήλικη με γκρίζα μαλλιά κάποτε μαύρα, με ένα βλέμμα σκοτεινό, και μετά της έρχεται στο μυαλό η άλλη εικόνα, ξέρει πως κάπου υπάρχει η φωτογραφία, σ’ ένα φωτογραφικό άλμπουμ με κιτρινισμένα φύλλα,  άλλα στη θέση τους ακόμα, άλλα να αιωρούνται αφήνοντας τις φωτογραφίες ακάλυπτες, υπάρχει η φωτογραφία του κοριτσιού με τα μαύρα μαλλιά, ένα τσιμπιδάκι, ελάχιστο στολίδι, τα συγκρατεί στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού, το κορίτσι με το σκυθρωπό βλέμμα, με την αδύνατη ευγενική φιγούρα, το κορίτσι που της μιλούσε σε εκείνα τα γράμματα, περισσότερο τυπικά και λιγότερο αβίαστα, με ζεστασιά και απόγνωση, τη μακρινή δεκαετία του 80, όπου ως έφηβες αντάλλασαν γράμματα, φίλες δια αλληλογραφίας, το κορίτσι από την Κύπρο δεν της έλεγε πολλά, η Λευκωσία, η εισβολή, ο θάνατος, η προσφυγιά, λέξεις που ποτέ δεν γράφτηκαν σε εκείνα τα γράμματα, να ξυπνάς ένα πρωί και τίποτε να μην είναι το ίδιο ξανά, έννοιες που δεν εξηγήθηκαν, ο πατέρας αγνοούμενος, ένας μη πιστοποιημένος νεκρός, ένας εσαεί ζωντανός, αλλά χαμένος, και ο μπαμπάς σου; την είχε ρωτήσει, και το κορίτσι από την Κύπρο με το τσιμπιδάκι στα μαλλιά έπρεπε να μάθει να απαντά σε αυτές τις ερωτήσεις, αλλά ήταν έφηβη και αυτό που την ένοιαζε ήταν μόνο η αφίσα που είχε κολλήσει στο φύλλο της ντουλάπας, αλλά ο πατέρας, ζωντανός, όχι νεκρός, πόσα χρόνια μπορείς να περιμένεις να γυρίσει ένας νεκρός; προσπαθεί να θυμηθεί τι απάντησε; τι κατάλαβε εκείνη; προσπαθεί να θυμηθεί πότε σταμάτησαν να αλληλογραφούν; η φωτογραφία του κοριτσιού παρέμεινε στο άλμπουμ με τις παιδικές αναμνήσεις, που και που τις κοιτούσε, όσο περνούσε ο καιρός όλο και πιο αραιά, δεν ήταν άνθρωπος της νοσταλγίας, αλλά όταν, σπάνια, έπεφτε το μάτι της πάνω στη φωτογραφία του κοριτσιού, η εντύπωση του ανεπανόρθωτου την κατέκλυζε, κάτι οδυνηρό κρυβόταν μέσα στο βλέμμα του μελαχρινού κοριτσιού με εκείνο το τσιμπιδάκι που συγκρατούσε τα μαύρα μαλλιά στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού, και τώρα αυτό το όνομα, το ίδιο που ήταν γραμμένο έξω από τους αεροπορικούς φακέλους που τέτοιοι μάλλον δεν υπάρχουν πια, και η φωτογραφία της γυναίκας να απευθύνεται με αυτοπεποίθηση σε ένα κοινό που δεν φαίνεται, αλλά που σίγουρα είναι εκεί, η γυναίκα κρατάει το μικρόφωνο και κάνει μια χειρονομία με το χέρι της,  τα μάτια της, έντονα και πυρετικά, ίδια με εκείνα του κοριτσιού στην ένταση της θλίψης τους, ψάχνει στο facebook, τη βρίσκει, κι άλλες φωτογραφίες, πιο ανέμελες, πιο χαλαρές, ανοίγει το messenger, Φανούλα, εσύ είσαι; της γράφει, η γυναίκα βλέπει το μήνυμα και κάτι αρχίζει να πληκτρολογεί, ο αεροπορικός φάκελος αντικαταστάθηκε από τρεις τελείες που ανεβοκατεβαίνουν, αυτό σκέφτεται, νιώθει αδικαιολόγητη αγωνία, πριν ακόμη λάβει το μήνυμα σκέφτεται πως οι ερωτήσεις δεν έχουν κανένα νόημα πια, ποτέ δεν είχαν αλλά έμοιαζαν αναπόφευκτες, ίσως και αναγκαίες, και μετά φεύγει από την εφαρμογή, ο χρόνος δεν είναι πάντα γενναιόδωρος, και αυτή μπορεί και δικαιούται να τον εκβιάσει.

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη

Βιογραφικό Ευγενία Μπογιάνου