Γιάννης Πάσχος
Για γέλια και για κλάματα
Είχαμε τελειώσει με την εξεταστική στο πανεπιστήμιο και φύγαμε διακοπές για τον Βάλτο της Πάργας. Καλοκαίρι του ΄74. Ήταν ωραία παραλία ο Βάλτος, με υπέροχα νερά κι ελιές που κατέβαιναν μέχρι κάτω στην ακτή, καμία σχέση με το όνομα. Εκεί, ανάμεσα στις ελιές, στήσαμε τις σκηνές και απλώσαμε το τζαβαλιό μας κι εκεί την βγάζαμε όλη μέρα και το βράδυ ανεβαίναμε λίγα μέτρα πιο πάνω, σε μια υπαίθρια ντισκοτέκ. Καλαμιές γύρω-γύρω, καφάσια για τραπέζια και καθίσματα και ένα δίχτυ πελώριο από πάνω -για ντεκόρ υποτίθεται- προχειράντζα του κερατά, μα δεν μας ένοιαζε τίποτε. Εκεί ξημεροβραδιαζόμασταν παρέα με τους Rolling Stones, τους Led Zeppelin και τους Pink Floyd.
Ένα μεσημέρι που είχαμε αποκάμει από το μπάνιο και τις μπύρες, εμφανίσθηκε ένας τύπος με ποδήλατο και φώναζε, σχεδόν ούρλιαζε: «Επιστράτευση, οι Τούρκοι, επιστράτευση οι Τούρκοι στην Κύπρο». Τον ακούσαμε αλλά κανείς μας δεν συγκινήθηκε, μόνο κάνα δυο του φώναξαν, πάρε τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους και τράβα… Δεν πέρασε πολύ ώρα και δυο γνωστοί χουντοχωροφύλακες σταμάτησαν στις πρώτες σκηνές, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, έριξαν μια ματιά σε μας, τα πτώματα που λιάζονταν στον ήλιο αποχαυνωμένα και είπαν: Η γιάφκα κλείνει, διακοπές τέρμα κομούνια, μαζέψτε τα και δρόμο, έχουμε επιστράτευση, οι Τούρκοι μπήκαν στη Κύπρο, εμπρός, στις πόλεις σας να παρουσιαστείτε.
Φοιτητές είμαστε, ξεστόμισε ο Θωμάς ο τανάλιας, φοιτητής στο πολυτεχνείο.
Φοιτητές, ξεφοιτητές, μαζέψτε τα, έχουμε πόλεμο ρε, δεν καταλαβαίνετε; Θα περάσετε γρήγορη εκπαίδευση και στο μέτωπο, είπε ο χωροφύλακας και μάλλον το ευχαριστιόταν.
Αφού έγινε μια μικρή αναμπουμπούλα, αρχίσαμε να μαζεύουμε τις σκηνές και με τη συνοδεία των μπάτσων πήγαμε στην χώρα, οι μισοί γελώντας προκλητικά και οι άλλοι μισοί προβληματισμένοι και φοβισμένοι. Εκεί ήταν αραγμένα τρία-τέσσερα φορτηγά ανατρεπόμενα, από αυτά που κουβαλούν τα μπάζα, σχεδόν γεμάτα με επίστρατους, άλλοι καθιστοί χάμω στην καρότσα κι άλλοι όρθιοι. Στριμωχτήκαμε κι εμείς σε ένα, μαζί με τις σκηνές και τους σάκους, τις κιθάρες και τα ακορντεόν, με σκοπό να πάμε στα Γιάννενα να παρουσιαστούμε.
Και φοβόμασταν και γελούσαμε, μαζί μας βέβαια γελούσαν και οι επίστρατοι στα χάλια που ήμασταν και μερικοί από αυτούς για να ξεδώσουν από την αγωνία άρχισαν να μας πειράζουν: Τι έγινε ρε λεβέντες, σας τη χαλάσαμε; Δεν πιάνετε κανένα τραγουδάκι για το καλοκαιράκι..
Ήταν τέτοια η ανοργανωσιά που ούτε νερό δεν υπήρχε να πιούμε κι όταν σταματήσαμε στον δρόμο να κατουρήσουμε ζαλισμένοι από τον ήλιο και σταθήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στη σειρά, κοιτώντας μακριά το άπειρο, σκεπτόμασταν όλοι το ίδιο πράγμα, τους Τούρκους να έρχονται μιλιούνια καταπάνω μας, όπως στις ελληνικές ταινίες για το 1821 και μας κόπηκε και το κατούρημα και η λαλιά.
Φτάσαμε στα Γιάννενα στο στρατόπεδο Βελισσαρίου και περάσαμε την πύλη. Εκεί συνειδητοποιήσαμε για τα καλά ότι η πλάκα τελειώνει και ότι θα πάμε στον πόλεμο που έκανε η χούντα και όχι η πατρίδα -έτσι σκεφτόμασταν- μας γύρισαν τα άντερα και κρύος ιδρώτας μας έκοψε. Ήμασταν σίγουροι ότι θα κάναμε την εκπαίδευση στα όπλα και θα φεύγαμε για το μέτωπο. Όταν μας είδε ο αξιωματικός, που σαν κοτόπουλα τον κοιτούσαμε μεταξύ απορίας, φόβου και αηδίας -παρομοίως και αυτός εμάς – μας είπε: Αι στο διάολο μαλακισμένα, στο σπίτι σας, ποιος ηλίθιος σας είπε να έρθετε;
Ο χωροφύλακας, είπαμε, από την Πάργα.
Έβρισε πάλι ο αξιωματικός κι εμείς μαζέψαμε τα μπαγκάζια μας στα γρήγορα και την κάναμε, αφήνοντας άλλους να φυλάξουν την πατρίδα. Ποιους άλλους δηλαδή, που όλοι οι επίστρατοι ήταν αραγμένοι και ακίνητοι σαν να είχαν πετρώσει μαζί με το πατριωτικό φρόνημα κάτω από τα δένδρα του στρατοπέδου και περίμεναν μάταια να τους δώσουν στρατιωτικό υλικό και όπλα. Το βράδυ που περάσαμε ξανά από εκεί, πάλι αραχτοί ήταν, κάπνιζαν αρειμανίως και πολλοί από αυτούς είχαν μαζευτεί στο απέναντι μπακάλικο που έφτιαχνε ομελέτες και λουκάνικα και είχαν πέσει με τα μούτρα στις μπύρες, ενώ τα ραδιοφωνάκια που κουβαλούσαν πάνω τους μιλούσαν για την ετοιμότητα του στρατού και την επιτυχία της επιστράτευσης. Την επομένη, τους συναντήσαμε στο κέντρο της πόλης, στο κτίριο του ΟΤΕ, ξαπλωμένους στα μάρμαρα για δροσιά, μερικοί περίμεναν στη σειρά να πάρουν τηλέφωνο και άλλοι κοιμόνταν του καλού καιρού με τα γυμνά πόδια τους να αερίζονται μπροστά από τους ανεμιστήρες και τις σαγιονάρες σκόρπιες εδώ κι εκεί.
Σε μερικούς από μας, τους παραλίγο πολεμιστές, είχε γίνει έμμονη ιδέα η επιστράτευση και κάθε μέρα μπαίναμε από τα σύρματα στο στρατόπεδο και χαζεύαμε τον ελληνικό στρατό ξαπλωμένο και αραχτό, άλλοι με στρατιωτικά ρούχα, άλλοι με κοντομάνικα μπλουζάκια διαφόρων χρωμάτων, φόρμες στρατιωτικές και ξεχαρβαλωμένα άρβυλα, ενώ άλλοι είχαν ακόμη τα πολιτικά τους ρούχα. Πηγαινοέρχονταν σωρηδόν στο απέναντι μπακάλικο και μερικοί έφευγαν κατά ομάδες προς τα μαγαζιά της πόλης. Γύρω από το στρατόπεδο παπάδες από διάφορες ενορίες και κυρίες θρησκευόμενες μοίραζαν σάντουιτς, νερά και κουβέρτες, μικροπωλητές έψηναν σουβλάκια δίπλα από την πύλη και πουλούσαν χαρτιά υγείας και οι πουτάνες από την γύρω περιοχή είχαν πιάσει τα μεγάλα πεύκα στην βόρεια πλευρά του στρατοπέδου και με τους φακούς στα χέρια έκαναν σήματα μορς στους επίστρατους, όλα αυτά την ίδια ώρα που οι Τούρκοι προέλαυναν στην Κύπρο.
Πόσο καιρό πηγαινοέρχονταν οι επίστρατοι μισοντυμένοι, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι δεν θυμάμαι, γιατί κι εμείς βαρεθήκαμε και φύγαμε πάλι με ωτο-στοπ για Πάργα. Φύγαμε, αλλά όλοι είχαμε μια πικρή γεύση στο στόμα και όσο ακούγαμε τα νέα από την κατάσταση στην Κύπρο, κόμπος ο λαιμός, κάτι δεν κατέβαινε κάτω με τίποτα… Για χρόνια πολλά μετά…