Γιώργος Χαριτωνίδης
Μέρα απελευθέρωσης αιχμαλώτων
23- 9-1974
Νιώσαμε ότι επανήλθαμε στη ζωή. Οι αιχμάλωτοι πολέμου έχουμε δύο ημερομηνίες γενεθλίων. Την ημερομηνία γέννησής μας και την ημερομηνία απελευθέρωσής μας από τη κόλαση των Τουρκικών φυλακών.
Η ανταλλαγή αιχμαλώτων συμφωνήθηκε να γίνει στην ουδέτερη ζώνη στο Λήδρα Πάλας. Ο περίβολος του ξενοδοχείου ήταν το μαιευτήριο της επαναγέννησής μας. Σκύβανε οι αιχμάλωτοι και προσκυνούσαν το ελεύθερο κυπριακό μας χώμα. Ευτυχίας δάκρυα και άρωμα ελευθερίας.
Η μέθη της χαράς των στιγμών άρχισε σιγά-σιγά να εναλλάσσεται με αισθήματα θλίψης και απόγνωσης. Χαρούμενοι οι γονείς των απελευθερωμένων έπαιρναν τα παιδιά τους και έφευγαν. Μένανε οι απελπισμένοι. Ο ορίζοντας διαμορφωνόταν σε σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Σαν μια παράσταση που η μοίρα έδινε ρόλους σε θίασο. Με τις μάνες των αγνοουμένων στον χορό. «Είδατε τον γιο μου;» να ρωτούν κοιτώντας απεγνωσμένα, καθώς σταματούσαν κάθε απελευθερωμένο που πλησιάζε. Σαν δεν έβλεπαν το παιδί τους ή δεν μάθαιναν κάτι, ο πόνος έμενε σαν πέτρινο ανάγλυφο στο πρόσωπό τους.
Έβλεπες γριές με τις μαύρες μαντήλες στο κεφάλι να σηκώνουν τα χέρια ψηλά με τα λεπτά μακριά δάκτυλα και τις φλέβες των χεριών τους στον ήλιο να ξεχωρίζουν ανάγλυφα. Όρθιες με υψωμένα τα χέρια γονάτιζαν μετά και ακουμπούσαν τις παλάμες στο έδαφος και «τίμαζαν» : «Ας όψουνται τζιείνοι που μας τα κάμασιν» Με μια κίνηση λες και μάζευαν κομμάτια ουρανού με αγάπη και τα φύτευαν με θυμό στη γη.
Μας οδήγησαν στη ξενοδοχειακή σχολή όπου μας έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσουμε, αφού κάνουμε μπάνιο. Τρίβαμε το κορμί μας με σαπούνι και νερό- όμως η κρούστα από την βρωμιά δεν ξεκολλούσε από το σώμα. Η πείνα μας θέριζε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, μας είπαν να περάσουμε στην τραπεζαρία όπου υπήρχαν διάφορα εδέσματα. Κυριαρχούσε τόσο μεγάλη ένταση και συγκίνηση που με το ζόρι κατάφερα να καταπιώ μια ρόγα σταφύλι. Σκεφτόμαστε τους αιχμάλωτους που αφήσαμε πίσω στην Τουρκία και στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων αποφεύγαμε να δηλώνουμε τα μαρτύρια και τις κακοποιήσεις που είχαμε υποστεί. Τέλος, μας έδωσαν από δύο λίρες και πήραμε το δρόμο για να αρχίσει το βάσανο και η απίστευτη ταλαιπωρία για την επιβίωση.
Δεν ξεπερνιέται η αιχμαλωσία, αντίθετα, με τον χρόνο που περνά το σακάτεμα της ψυχής που μας άφησε, αποκτά νευρώνες και αισθήσεις και αντιδρά σαν μια δεύτερη καρδιά.
ΣΟΥΒΕΝΙΡ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ
η Αμμόχωστος
η Μόρφου
η Κερύνεια
θρηνούν και οδύρονται
πενήντα χρόνια σκλάβες.
Κτυπούν απελπισμένα
τις ουρές τους στα βράχια.
Κομμάτια από τη σάρκα τους
εκτοξεύονται στην άμμο.
Έποικες γυναίκες
τα μαζεύουν
τα δένουν περίτεχνα
με θραύσματα οβίδων.
Τα πωλούν για κοσμήματα
σε επισκέπτες και τουρίστες.