Ηρώ Νικοπούλου
Το βουνό
Πακτωμένο ζωντανό
βαρύ γλυπτό πλάστη παράφορου
λυγίζουν ανταριάζονται
τα σύδεντρα εκεί δίχως αέρα
Με τα τρία κάνουν τα παιδάκια τον σταυρό
με τα πέντε τσιρίζει η σιγαλιά
στ’ ασβεστοβούνι
όταν τα βράδια φωσφορίζει χημική
μισόν αιώνα τώρα
σερνάμενη φέτα κόκκινης σελήνης
Κι αυτός που γέρασε δεν άντεξε
μια μέρα το ‘χτισε
το βορινό παράθυρο
το πιο ωραίο του σπιτιού
να μη το βλέπει το κακό
στου βουνού τ’ αγαπημένο σώμα
να χάφτει
Σύσκληπο Αι Ερμόλαο Κυθραία
Μονάχος πια κάθε ξημέρωμα
ήλιος μικρός αμούστακος
τα λαβωμένα τρυφερεύει λατομεία
οργώνει απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί
να βρει δροσιές να βρει λαλιές
φίλους να ‘βρει ξένους κι ελλαδίτες
Ξένοιαστα βλέπει στις σεζλόνγκ άσφαιρα
νιάτα αστραφτερά κι υπνωτισμένα
που ήρθανε
δεν ξέχασαν
κι ας είναι μακριά η Κύπρος
Αργά τ’ απόγευμα γλιστρά
βαρύς σε λιακωτά και ησυχάζει
με τα τζαμλίκια όλα ορθάνοιχτα
Μόρφου Αμμόχωστο Κερύνεια
ώσπου ξεχνιέται κι αλαφραίνει
σηκώνεται πάλι
και πετά φύλλο φτερό
πάνω από τη θάλασσα
βουνό νησί και σπίτι