Κωνσταντίνα Σιαχάμη
ΤΕΛΟΣ
Στο τέλος όλα ξαναρχίζουν. Φως αλλόφρον της τελευταίας νύχτας. Αναπολώντας αίμα και ηλιοτρόπια. Φως χαρούμενο δεν με πατεί εμένα, τρυφερέ μου. Μόνο η σπονδυλική μου στήλη καθώς ανοίγει τα χρόνια σαν χαρτόκουτα. Με λένε Αρτεμισία, δεν θέλησα ποτέ τον τελευταίο σου ασπασμό, μον’ φτιάχνω φανουρόπιτες να ξαναφιληθούμε, στην δεξιά μεριά του κρεβατιού, με το παγούρι το νερό, και αυτό δεν είναι παραμύθι, εγέρασα η χλωρή να περιμένω, μπρούμυτα να περιμένω όπως αρέσει και στους δυό μας, στα δυό σου μεσοδάχτυλα βροχή ο χρόνος
αλλά ο χρόνος κρατά τσεκούρι του χαμού
Αν έρθω, θα μου φορέσεις κόκκινο βαθύ; Θα μου πετάξεις κατάμουτρα τα γκάζια του θανάτου; Θα ξαναπαίξουμε απ’ την αρχή της μοίρας το παιγνίδι; Πλατύφυλλη εγώ, να σου ξαναγελάσω.