Κυριάκος Δημητρίου
Νυχτερινή επίσκεψη
Φέρω το βάρος της μνήμης μου, όπως κάθε άνθρωπος, ένα βάρος που μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια και γίνεται αβάσταχτο. Τα βράδια με αιφνιδιάζουν ακόμα οι μεγάλες μνήμες εκείνου του καλοκαιριού, σαν κουρασμένες προσευχές. Ξαναγυρίζω στα παιδικά μου χρόνια, ξαναγυρίζω στην έρημο του κυπριακού κάμπου· τώρα όλοι έχουν πεθάνει, και τα δικά μου πράγματα, ό,τι αληθινά μού ανήκει είναι οι απώλειές τους και η απουσία τους που χύνεται μέσα μου και βαθαίνει.
Από τις αρχές του θέρους ένιωθα πως η φύση μάς μιλούσε – και η φύση δεν ξέρει να προσποιείται, ξέρει να ζυγιάζει την ιστορία: τα πηγάδια ξεράθηκαν, οι λίμνες στράγγισαν, ο αέρας από τον βορρά κουβαλούσε πηχτή αρμύρα, αψάδα και μια μυρουδιά από σκουριά και αίμα. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με σκληρές μολυβένιες αναθυμιάσεις· ο κάμπος έλιωνε στο λιοπύρι, πλημμύριζε με ψιλή κίτρινη σκόνη. Θυμάμαι τα κρωξίματα της κουκουβάγιας, η μάνα μου σταυροκοπιόταν· στον τόπο που γεννήθηκα όλοι έτρεμαν το χαροπούλι και τον θρήνο του, τον φοβερό αγγελιοφόρο του θανάτου. Εννιά χρονών τότε, φανταζόμουν, με το φτωχό μου μυαλό, πως οι άνθρωποι επινόησαν τις νύχτες μονάχα για ν’ αφουγκράζονται τον άνεμο και το σκοτάδι μήπως ακούσουν το κλάμα της κουκουβάγιας και τον λυγμό της. Στη παιδική μου νόηση η νύχτα δεν θα υπήρχε χωρίς τις κουκουβάγιες. Οι νύχτες στον τόπο μου είναι φτιαγμένες για εφιάλτες.
Λίγο πριν το μεγάλο κακό σμήνη από ακρίδες ταξίδεψαν από την ανατολή σαν μαυριδερά σύννεφα, όρμησαν πάνω στα στερνά φύλλα, ύστερα ροκάνισαν τους τρυφερούς κορμούς, κι έμεινε η γης ορφανή και παντέρημη. «Όταν έρχονται οι ακρίδες φεύγουν οι άνθρωποι», μουρμούριζε η γιαγιά μου και σταυροκοπιόταν. Αυτή είναι η μνήμη μου από την πατρίδα: Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, αχνισμένη έρημος, ασβεστόχρωμη, πετρωμένα φυτά και χτικιάρικα ζώα, στοιχειωμένα γιοφύρια, αναμαλλιασμένοι θάμνοι, ραγισμένη γη από την αβροχιά και γυναίκες, πολλές γυναίκες, να ξεπροβάλλουν από τα ερείπια και τα νεκροταφεία, με σκουροπράσινα κουρέλια να κρέμονται στα ισχνά τους κορμιά, ν’ ανεμίζουν στον λίβα, ουρλιάζοντας σαν πληγωμένα ζώα.
Κοιμόμασταν τότε στον κάμπο – όλο το χωριό κοιμόταν στον κάμπο – δίπλα στις θημωνιές, πάνω στις αποκαλάμες (τις μύτες των σιτηρών που έμεναν στη γη μετά τον θερισμό) από τον φόβο των βομβαρδισμών. Έμενα ξάγρυπνος, μαγεμένος από τον κατακλυσμό των αστεριών, και κάθε βράδι τράβαγα ένα δεμάτι από τη θημωνιά, κι ακόμα ένα, κι έφτιαχνα ένα στρώμα για να κοιμηθώ.
Το παιδικό εκείνο σπιτάκι το θυμάμαι σαν μέσα σ’ όνειρο: μοιάζει με πελώρια αιγυπτιακή πυραμίδα φτιαγμένη από δεμάτια, δίχως πόρτες ή παραθύρια· κρυβόμουν μες στην καρδιά της θημωνιάς, σαν σε κελί στενό, βαθύ και άπειρο. Πίστευα πως το σκοτάδι θα με αποκοίμιζε, μα έμενα ξάγρυπνος για ν’ ακούω τα τρυφερά συρίγματα των φιδιών, τ’ αλαφροπερπατήματα από τις σαύρες, τα τριξίματα των σκορπιών στα άχυρα, τ’ ακοίμητα μυρμήγκια. Τα πρόβατα ήταν ξαπλωμένα καταγής στον θερισμένο κάμπο, μηρυκάζοντας τα όνειρα της σελήνης. Τα γαϊδούρια στέκονταν γυμνά με νυσταγμένα μάτια. Ο παππούς Κυπριανός, ψηλός, λυγερός, γαλανομάτης, έστεκε καταμεσής στον κάμπο ξάγρυπνος, σκεφτικός, αμίλητος, όπως πάντα, ακουμπισμένος στη μαυριδερή του μαγκούρα από ξύλο ελιάς, φοβόταν μη ξομακρύνουν τα ζα και τα καταπιούν τα ρουμάνια και τα ξεροπήγαδα.
Μεσάνυχτα, μαγεμένη ακίνητη σιγαλιά. Κάποιος τραβάει το δεμάτι, ανοίγει το κελί μου. Στέκεται μπροστά μου ο θείος μου ο Νικολής, ξερακιανός, ντυμένος στο χακί, υψώνεται σαν γίγαντας, το πρόσωπό του σαν πέτρινη προτομή στολισμένη μ’ ένα παχύ λεβέντικο μουστάκι, χαραγμένο από τον πόνο και την αγωνία· ένα ολοκόκκινο θεόρατο φεγγάρι στάζει αίμα στα μαλλιά του, στον ώμο έχει κρεμασμένο ένα ντουφέκι, σαν γκρίζα φτερούγα, έτοιμος να πετάξει. «Παιδί μου» μου είπε με γλυκιά ήρεμη φωνή, «θέλω αύριο να πεταχτείς στη θεια σου την Αντιγόνη, να της μηνύσεις πως είμαι καλά και να προσευχηθεί για μένα, να κάνει τάμα στην Παναγιά την Ελεούσα. Πριν λίγο ήρθε “το σήμα”, πρέπει να πάμε στην Κερύνεια να πολεμήσουμε τους Τούρκους». Σιώπησε για λίγο, βαριανάσαινε, έζεχνε λασπουριά και πίκρα. «Να πεις της θειας σου πως πίσω από το ερμάρι, μέσα σε μια κρυψώνα στον τοίχο, θα βρει πενήντα λίρες, αν σκοτωθώ να τις χρησιμοποιήσει καλά, να μεγαλώσουν τα παιδιά, και της πεις να ποτίζει τις ελιές που κρατάνε τις ρίζες της γης δεμένες με τους ανθρώπους και τις ψυχές των προγόνων μας». Ύστερα έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του μια ταμπακέρα σκουριασμένη. «Εδώ μέσα είναι η βέρα μου, ένα αγιοταφίτικο φυλακτό, και η ταυτότητά μου. Αν σκοτωθώ δεν θέλω να τα μαγαρίσουν οι Τούρκοι, τούτη την ταμπακέρα να τη δώσεις στην Αντιγόνη, είναι δική της».
Ξύπνησα καταϊδρωμένος, η ζεστή αυγή φωτίζει αμυδρά τα ξεφτισμένα χρώματα του κάμπου, τα πρόβατα βελάζουν αγουροξυπνημένα, το νερό στις ποτίστρες ραγίζει, ρυτιδώνει στην πρωινή πάχνη. Κοιτάζω στον νότο, ο πρωινός ήλιος σπιθίζει στους λόφους, ροδίζουν τρυφερά, σιγομουρμουρίζουν, μα στις πλάτες τους στρογγυλοκάθονται σεισμοί και σκότη. Σε λίγο ξεκινούν οι βομβαρδισμοί, οι κανονιές, το πυροβολητά, τα αεροπλάνα – πόσο μοιάζουν με τα χελιδόνια με τις ψαλιδωτές ουρές – σκίζουν τον αέρα, χαμηλώνουν, κι από τις κοιλιές τους ξεγεννάνε φωτιές, πορτοκαλιές λάμψεις κι ατσάλινους κρότους. Τρέχω πάνω κάτω να μαζέψω τα ζώα, τρέχει και το τσοπανόσκυλο σαν τρελό γαυγίζοντας δείχνοντας τους τα κοφτερά του δόντια. Τα πρόβατα τρομάζουν, αφηνιάζουν, απλώνονται στον κάμπο σαν άσπρες σημαδούρες ώσπου χάνονται μέσα σ’ ένα στενό κατάξερο φαράγγι. Καυτό απομεσήμερο του Ιουλίου, ένας πελώριος ήλιος θρονιάστηκε καταμεσής στον ουρανό, στο κεφάλι φοράει το χρυσό στέμμα του Χάρου, ο ιδρώτας κολλάει πάνω μου, ο κάμπος τυλίχτηκε στην κόκκινη καταχνιά, ζέστη κυματιστή, τόσο χειροπιαστή που μπορούσα να την κλείσω στη φούχτα μου. Ξαφνικά ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει σαν την καρδιά του ζαρκαδιού. Θυμήθηκα το χρέος μου, θυμήθηκα την αποστολή μου. Η παιδική μνήμη είναι το ίδιο θαυμαστή με την προφητεία. Τα παιδιά είναι οι δάσκαλοι των μάγων. Από αυτά κλέβουν τη μνήμη τους και το μακρινό τους βλέμμα.
Ανηφόρισα κατά το χωριό, χωρίς να σκέφτομαι που πηγαίνω, και με κλειστά τα μάτια θ’ ανέβαινα στο χωριό – οσμιζόμουν τα λαγκάδια, τα χνώτα των αλεπούδων, τα γλυφά απόνερα, τον πυρετό της πέτρας – δίχως ν’ αργοπορήσω. Ανηφόρισα τη βραχώδη χαράδρα, την κατακίτρινη, έναν ξεραμένο νεροσυρμό, μια βαθιά αυλακιά γεμάτη ξασπρισμένες πέτρες ανάμεσα σε δύο τραχιά τοιχώματα, αναμερίζοντας τους αγκαθωτούς θάμνους, και τις λυγαριές, τις γυμνές μοσφιλιές· το σώμα μου βυθίστηκε στη στυφή σάρκα της άμμου σαν να διαμελίστηκε η ψυχή μου μέσα σε μια άνυδρη πληγή.
Το δείλι έφτασα στο ορεινό χωριό της θειας μου, ξεσκόνισα τα παπούτσια μου, ξεδίπλωσα το μαγικό χαλί με τα βήματα των προγόνων μου για να περπατήσω. Η καμπάνα χτυπούσε λυπητερά, αντιλαλούσε ο θρήνος της στα κορφοβούνια. Στο προαύλιο της εκκλησιάς οι μαυροφορεμένοι γέροντες καπνίζουν ασταμάτητα, ανασαίνουν βαριά την πηχτή ζέστη, ο καπνός σχηματίζει τούφες, αργυρά δαχτυλίδια, και ταξιδεύει προς τον ουρανό. Με κοιτάζουν μια στιγμή κι ύστερα γυρίζουν το άδειο βλέμμα τους σε αδιανόητες εικόνες. Στριμώχνομαι ανάμεσα στις γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια, είμαι μικρόσωμος, σαν νάνος, ίσαμε που φτάνω στη μέση τους. Στο μισοσκόταδο της εκκλησίας, λίγα αναμμένα κεριά στο μανουάλι, μυρίζει λιβάνι και καμένα φρύγανα. Ο παλιός πολυέλαιος δεν ήταν αναμμένος, μοιάζει ενταφιασμένος μέσα στο γύψινο ταβάνι. Η Αντιγόνη στέκεται αγέρωχη δίπλα από ένα ανοιχτό φέρετρο, αδάκρυτη, σαν να στέκει στον εξώστη της ιστορίας. Ο Νικολής, ντυμένος στο χακί, κοιμάται γαλήνια, με σταυρωμένα τα χέρια. Στον δείχτη του αριστερού του χεριού γυαλίζει η βέρα του, το φυλακτό είναι καρφιτσωμένο στο στήθος του με μια παραμάνα. Επέστρεψα στον κάμπο προτού νυχτώσει· επέστρεψα στην έρημό μου. Ο ήλιος πυρπολούσε τον ορίζοντα, ο ουρανός άχνιζε ματωμένος. Ο θείος μου ο Νικολής είχε σκοτωθεί στη μάχη πριν λίγες μέρες. Ο Ερυθρός Σταυρός έφερε το λείψανο στο χωριό, το παρέδωσε στην οικογένεια. Στη τσέπη του η Αντιγόνη βρήκε την ταμπακέρα. Θα πήγαινα μια άλλη μέρα να της πω για την κρυψώνα και τις ελιές κι όλα τ’ άλλα. Μα πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια, και ποτέ δεν πήγα. Ξεψαχνίζω τη μνήμη μου και βρίσκω πάντοτε αυτή την ενοχή. Δεν μπορώ ακόμα να προσδιορίσω πού οφειλόταν η πράξη μου, ή, για να είμαι ακριβής, η απραξία μου. Ίσως γιατί δεν θα με πίστευαν, ίσως γιατί ήταν περιττό να το κάνω, ίσως γιατί ένιωθα πως πια δεν είχε σημασία. Οι νεκροί είναι πλάσματα της φαντασίας μας και μονάχα στα όνειρά μας τους ανασταίνουμε.