Μαίρη Σιδηρά
If I was in Βαρώσια [1]
Κατά την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, ο Τεύκρος, ήρωας του τρωικού πολέμου και αδελφός του Αίαντα του Τελαμώνιου, εδιώχθη κατά την επιστροφή του στην πατρίδα του Σαλαμίνα από τον πατέρα του βασιλιά Τελαμώνα, διότι δεν απέτρεψε τον αδελφό του από την αυτοκτονία και δεν εκδικήθηκε τον αδόκητο θάνατό του. Εξόριστος από τα μητρικά εδάφη, κατευθύνθηκε με προτροπή χρησμού στην Κύπρο όπου ίδρυσε, κοντά στην Αμμόχωστο, τη νέα Σαλαμίνα.
Να τα δω, ρε παιδί, να τα δω…, μου είπε, μα εγώ είχα κουραστεί και τον έκοψα. Έλα, Τζώρτζη, μη σκας, θα πας στον τόπο σου και θα τα δεις όλα. Όχι, μου είπε σοβαρός, να φτάσω είν’ το σωστό, να αξιωθώ να φτάσω. Ε, το ίδιο δεν είναι; Όχι, αφού ολοένα παγαίνω. Κατάλαβα, ξεστόμισα όσο πιο ήσυχα μπορούσα για να μην τον ερεθίσω σε νέα επανάληψη. Θα γίνει, το δίχως άλλο. Σ’ αφήνω τώρα, με περιμένει κι η Ελπίδα… Να προσέχεις και να μην κάθεσαι πολύ στον ήλιο, έτσι; Άντε γεια, μου πέταξε κι έφυγε πρώτος.
Τον κοίταζα… Κλοσάρ, υπόλειμμα χίπη, ακόμη τη βρίσκει με Hendrix και τους The Mamas and the Papas. Κοντός και, παρά τον ανέστιο επί της ουσίας βίο του, σωματικά δεμένος. Του Hendrix μιμούνταν ηχητικά την κιθάρα μόνο. Όταν έπιανε όμως το California Dreamin, τραγουδούσε και τις δυο φωνές. All the leaves are brown -all the leaves are brown/ And the sky is gray -and the sky is gray… Φτάνοντας ωστόσο στο τέλος της στροφής, δεν έλεγε I’d be safe and warm/ If I was in L.A., μα άρθρωνε κάτι κατ’ αυτόν ορθό, αν κρίνω απ’ την αυτοπεποίθηση και τη σοβαρότητα της ερμηνείας, αν και απολύτως άγνωστο, κάτι σαν ανεπαίσθητο κααα, χααα, βααα ή γααα, που κατόπιν, με χειραφετημένη ορμή, σηκωνόταν σ’ ένταση και νότα, για ν’ ακουστεί πια ξεκάθαρα «–ρόσια». Ήμουν πεπεισμένος πως στα νιάτα του ήταν κομμουνιστής και το προσκύνημα στη Μόσχα τον είχε στοιχειώσει για τα καλά… Ήθελε να γυρίσει στον τόπο του, το μεγάλο νησί, όπως έλεγε. Κύπρο ή Κρήτη, λέγε, ρε, από πού είσαι, τον πείραζα παλιότερα, πριν καταλάβω ότι θα μπορούσε να είναι και απ’ την Ταραμπούρα Πατρών κι απ’ τα νότια προάστεια των Αθηνών, εκπεσών απ’ την επέλαση μιας μοίρας βίαιης, έτσι λαϊκός και κοσμοπολίτης, με εκλάμψεις μιας πάλαι ποτέ πολιτικής συγκρότησης και σημάδια μιας κάποιας ιστορικής και περί την τέχνη, ιδίως τη λογοτεχνία, κουλτούρας.
Η σκηνή αυτή είχε επαναληφθεί τουλάχιστον άλλες 10 φορές σε διάστημα μιας πενταετίας. Από καιρού εις καιρόν «πήγαινε» στο νησί του και την άλλη μέρα τον βλέπαμε στο κοινό μας στέκι, το καφενεδάκι που, χάρη στον χρόνο που μου έδωσε η έγκαιρη σύνταξη, επισκεπτόμουν καθημερινά, δίνοντας το παρόν στην παλιοπαρέα και συζητώντας μετά καφέ ή ούζου και μεζέ θέματα κυρίως πολιτικής επικαιρότητας και ιστορίας. Ωστόσο, αυτή τη φορά η απουσία του μας προβλημάτισε. Τρεις μέρες άφαντος, πολλές για τα δεδομένα της παραλιακής μας κωμόπολης, που μόνο το καλοκαίρι επέτρεπε μια κάποια αφάνεια, λόγω υπερπληθώρας τουριστών από χώρες βαλκανικές και εκδρομών των ντόπιων σε «παρακείμενες πολίχνες» –εδώ να πω ότι η αδυναμία που είχα στον Τζώρτζη οφειλόταν εν μέρει στην κοινή λογοτεχνική μας αγάπη, τον Παπαδιαμάντη, και, είναι αλήθεια, χαιρόμουν τις συζητήσεις μαζί του για την τέχνη και τις ιστορίες του Σκιαθίτη των γραμμάτων μας. Έπιανε βαθιά τα λογοτεχνικά ζητήματα, μα δεν του άρεσε να τα πολυσυζητάει. Ενδιαφερόταν περισσότερο για τον κινητήριο παλμό της συγγραφικής αγάπης προς τον απόκληρο, τον χαμένο άνθρωπο. Μάλιστα, συγκινούνταν απροκάλυπτα όταν συζητούσαμε τα πάθη του μπάρμπα Γιαννού απ’ την αλύγιστη στον έρωτά του γειτόνισσα, την «πολυλογού», την καμωματού και ψεύτρα…
Την τέταρτη μέρα, το απομεσήμερο, αποφάσισα να τον επισκεφτώ. Ζούσε σε ισόγειο διαμέρισμα «καλοκαιρινού τριώροφου», μια πρόχειρη κατασκευή του ’80, οίκημα που ζωντάνευε από το Πάσχα, μαζί με το πρώτο τουριστικό κύμα. Μπροστά άμμος. Στο πίσω οικόπεδο κακόβατα που καθαρίζονταν μόνον τους τουριστικούς μήνες και σύριζα σ’ αυτό, ο δρόμος που αγκάλιαζε το μεγάλο παραλιακό μέτωπο της πόλης. Κάποτε η κοινότητα είχε ασχοληθεί με την περίπτωση του Τζώρτζη – κι εγώ είναι αλήθεια – και βρέθηκε ένα σπίτι, κληροδότημα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, να ζήσει ανθρώπινα, χωρίς νοίκι, τίποτα, όλα τα τέλη θα τα πλήρωνε η κοινότητα, ούτε καν θα πήγαιναν τα χαρτιά σ’ αυτόν. Ανένδοτος, δε δέχτηκε. Θα πήγαινε… «Ολοένα παγαίνω»… Πού είσαι, μωρέ Γιωργή, ψέλλισα, στρέφοντας το παλαιομοδίτικο πόμολο στο ξεκλείδωτο σπίτι… Μέσα ψυχή… Πάγωσα. Σα να τον άκουγα να τραγουδά, μα η φωνή του σχηματιζόταν εντός μου. I’ve been for a walk – I’ve been for a walk/ On a winter’s day – on a winter’s day…
Κύκλωσα με μια ματιά τον χώρο και κατευθύνθηκα προς το τραπέζι. Στην επιφάνειά του φωτογραφίες, κάρτες, γράμματα, αποσπάσματα από εφημερίδες κι αποκόμματα περιοδικών. Σάλεψα τον σωρό αμήχανος, ταραγμένος κι έπιασα, σχεδόν ψαρεύοντας, μια κουρελού ταυτότητα με θαμπή πλαστικοποίηση. Τεύκρος – Γεώργιος. Αμμόχωστος. 1953. Ένιωθα τους παλμούς μου ν’ ανεβαίνουν. King George, Σεφέρης. Σ’ αγαπώ, Τεύκρο, Ειρήνη. Στην Αθήνα κάνει κρύο, Τευκρί μου, να θυμάσαι τη μάνα σου. Με το που θα ’ρθείς με το πτυχίο, θα ’χεις δουλειά, ο πατέρας σου Κυριάκος. Έγκωμη. Όταν συνέλθουμε απ’ τα γεγονότα θα στήσω την πρώτη μου μονάδα. Όι μπροστά, μα πε με, κάλιο τα μέσα στα Βαρώσια, να μην κολλά ολούθε η άμμος, ο φίλος σου Πάμπος. Αρχαία Σαλαμίνα. Πού είσαι; Έλα, επειγόντως. Ο αδελφός σου κατατάχτηκε. Οφείλεις να βοηθήσεις. Δεν ακούς, δε διαβάζεις; Ο πατέρας σου, Κυριάκος. Διάβασα Virginia Woolf, «Στο φάρο», συγκλονίστηκα, Τεύκρο…, άμποτε να σωθεί το νησί και να περάσω του χρόνου, να σπουδάσω κι εγώ φιλολογία, η φίλη σου Άντρη. Ο αδελφός σου σκοτώθηκε. Εκεί ’σαι ακόμα, δε χαμπαριάζεις; Ο πατέρας σου Κυριάκος. Η Ειρήνη κλονίστηκε. Την έχουν στη Nicosia. Έλα, καμένε μου, κι εγώ δεν αντέχω. Πάμπος. Μη με λησμόνει, Ειρήνη.
I’ve been for a walk – I’ve been for a walk/ On a winter’s day – on a winter’s day…
Έκλεισα με θόρυβο την πόρτα και κατέβηκα τρέχοντας στην άμμο. Δεν πήρε ταυτότητα, άρα δεν μπορεί να πήγε μακριά, παρηγοριόμουν. Η σκέψη μου είχε σφαλίσει κι όμως έτρεχα ώρα πολύ κατά μήκος της ακτής, σα νευρόσπαστο, σαν άλλος να με κινεί. Ο ήλιος βυθιζόταν και τα χρώματα βάθαιναν μαζί του. Λάμποντα πορτοκαλοκίτρινα αυλάκια φωτός από περιοδεύον λούνα παρκ διέσχισαν κάποτε την αμμουδιά και με αποπροσανατόλισαν, μα κοιτούσα έντονα, προσπαθώντας να διακρίνω κάτι, ανομολόγητο ακόμη μέσα μου. Συνέχισα περπατώντας. Πέρασα το πρώτο παραθαλάσσιο χωριό – θέρετρο προς Θεσσαλονίκη, 15 λεπτά με το αυτοκίνητο από το δικό μας. Η νύχτα έστειλε τους προπομπούς της, μια γριζομόβ σκιά παντού, θα νύχτωνε πολύ γρήγορα, σαν σεντόνι, σαν να κλείνει μια ζωή, μου πέρασε απ’ τον νου. Έπεσα στην άμμο. Ούτε να κλάψω δεν μπορούσα. Θα έπαιρνα μια ανάσα και θα ’βγαινα στον δημόσιο δρόμο για να καλέσω ταξί, να επιστρέψω. Ανασηκώθηκα και ίσα που πρόλαβα να πιάσω μια λάμψη 20 – 25 μέτρα αριστερά μου. Λάμψη μεταλλική.
Φορούσε μια στολή αρχαίου πολεμιστή ή μάλλον υπολείμματα αυτής, κοντό χιτώνιο και σανδάλια. Δίπλα του μια περικαλλής περικεφαλαία, οπωσδήποτε όχι βραβείο από το παρακείμενο λούνα παρκ. Αυτή τον πρόδωσε. Έβαλα το πρόσωπό μου κοντά στα χείλη του να νιώσω την ανάσα του, του πήρα παλμούς. Ήταν ζωντανός και, μάλιστα, έδειχνε να κοιμάται βαθιά. Ξάπλωσα δίπλα του και σχεδόν αυτόματα με πήρε ο ύπνος.
Ανδρέα, Ανδρέα, ο Τεύκρος είμαι. Ξύπνα, τον άκουσα να μιλά, σκουντώντας με απαλά. Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Το πρώτο εωθινό φως επιχειρούσε ροδαλά περιγράμματα. Ο Τεύκρος είμαι, συνέχισε, το ξερα πως είσαι ζωντανός, τώρα μη φοβάσαι πια τίποτα. Θα είμαστε μαζί, θα… θα ιδρύσουμε μαζί μια νέα Σαλαμίνα. Με κοίταξε εκστατικός. Του ένευσα όσο πιο ενθαρρυντικά μπορούσα. Το ήξερα πως θα σε έβρισκα στην άμμο…, Αμμόχωστος, βλέπεις, συνέχισε… Κι εγώ του ψιθύρισα. Το ήξερα πως θα ’ρθεις. Έκλεισα τα μάτια μα οι σκέψεις μού ρίχτηκαν ως διάττοντες αστέρες. Τι να κάνω; Να πάρω με τρόπο τηλέφωνο τους φίλους να έρθουν κατ’ αρχάς εδώ και να συναποφασίσουμε κατόπιν αν θα τον πάμε στο Νοσοκομείο Κατερίνης ή στο σπίτι του; Με την επίβλεψή μας, βέβαια. Με βάρδιες. Ή έπρεπε επειγόντως να τον εξετάσει ειδικός; Τον κοίταξα με ανησυχία. Το αντιλήφθηκε. Μη φοβάσαι τίποτα σου λέω. Όχι, γιατί δεν ήθελα να νομίσει ο πατέρας πως δε σε βοήθησα. Κι οι δυο Τελαμώνιοι, καταλαβαίνεις. Θα τα καταφέρουμε…
Σφράγισα το στόμα μου για να μην ακουστεί ο λυγμός που ξεχυνόταν ανεξέλεγκτος. Τεύκρε, άρθρωσα μαγκωμένος απ’ τη συγκίνηση. Θες να τραγουδήσουμε; Βέβαια, να το γιορτάσουμε, και με κοίταξε με λατρεία. Mamas and Papas; Ρώτησα δειλά, φοβούμενος κάποιο αρκαδοκυπριακό μέλος ως αντιπρόταση. Ε, ναι, τι άλλο;
Η αυγή έτρεχε σέρνοντας την ανατολή, όταν αρχίσαμε να τραγουδάμε. Κι ήταν η πρώτη φορά που δε χρειάστηκε να τον ρωτήσω για να πούμε με πάθος κι οι δυο, σωστά και ευκρινώς, το τελευταίο δίστιχο:
I’d be safe and warm – I’d be safe and warm
If I was in Βαρώσια – If I was in Βαρώσια…
[1] Το περίκλειστο και σφραγισμένο από τους Τούρκους (1974) κεντρικό τμήμα της Αμμοχώστου.