Μαρία Χριστοδούλου
Μαρτυρία από τη Βασιλική Μιχαήλ πρόσφυγα από την Αμμόχωστο.
Ξημερώματα 14ης Αυγούστου 1974. Πανικός στο ραδιόφωνο. Η δεύτερη τούρκικη εισβολή ήταν πλέον γεγονός.
«Να ξυπνήσουμε τα μωρά… Γρήγορα…», φώναζα στον σύζυγό μου. Μόνο που το ξανασκέφτομαι βουρκώνω. «Ξύπνα και τα πεθερικά σου, Μιχάλη» συνέχισα με φωνή που έσπαζε από την αγωνία. Οι γονείς μου έμεναν στα βοηθητικά, πίσω από το σπίτι μας. Είχαν έρθει από το χωριό –τον Άγιο Ηλία Αμμοχώστου– μετά το πρώτο χτύπημα του Αττίλα, για περισσότερη ασφάλεια. Η μάνα μου κουβάλησε και τα προικιά της. Επέμενε να την αφήσω να τα βάλει στο σέντε*, για να μην τα μαγαρίσουν οι Τούρκοι. Υποχώρησα μπρος στην επιμονή της. Εξάλλου, δεν είχα χρόνο για λογομαχίες. Έτρεχα δεξιά-αριστερά να μαζέψω ρούχα, τρόφιμα για όλη την οικογένεια και γάλα για το βρέφος μου. Νεοβάπτιστο ήταν! Είχε τηλεφωνήσει ο ξάδερφός μου από την Ελλάδα: «Βαφτίστε το μωρό, γιατί οι Τούρκοι θα ξαναχτυπήσουν, μην πάει αβάφτιστο». Τα μυροπάνια ακόμα περιμένουν στο μπάνιο του σπιτιού…
Ετοιμάσαμε τα παιδιά στο πι και φι. Ξάφνου, χάθηκε η μικρή μου κόρη. Την ψάχναμε. Την βρήκαμε σκυμμένη δίπλα από το κρεβάτι της να μαζεύει κάλτσες. Ήθελε να τις πάρει μαζί της. Το ίδιο και την τσαντούλα με τα κρόσσια, το καινούριο απόκτημα των γενεθλίων της. Την κρατούσε και πήγαινε πέρα δώθε. Ένιωθε σαν μικρή κυρία. Θύμωσα. «Τι να κάνεις τη τσάντα μέσα στα χωράφια; Εκεί θα μείνουμε». Φώναζε και ο άντρας μου: «Για τρεις μέρες θα φύγουμε, για τρεις… Δεν θα πάρουμε περιττά πράγματα μαζί μας». Στεναχωρέθηκε η μικρούλα μου. Την πήρα αγκαλιά. Μήνες μετά, μου εκμυστηρεύτηκε, πως ήθελε να έπαιρνε και την κούκλα της με τα μεγάλα γαλάζια μάτια και τα στρογγυλά σκουλαρίκια. Πού να τολμήσει να μας το ζητήσει κι αυτό…
Αυτοκίνητο δεν είχαμε. Μόνο το φορτηγό της δουλειάς του άντρα μου. Ήταν όμως βαρυφορτωμένο. Δεν θέλαμε να το ρισκάρουμε. Έτσι μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο μιας γειτόνισσας. Οκτώ άτομα στοιβαγμένα σαν σαρδέλες στο σαρδελοκούτι. Προορισμός το πιο κοντινό χωριό. Λίγο πριν την αναχώρηση, ένα τούρκικο αεροπλάνο ξέσχισε τον αέρα. Ευτυχώς δεν βομβάρδισε. Η Αγία Ζώνη σκέπασε την ενορία της.
Στη διαδρομή βασίλευε σιωπή. Παγωμένοι από τον φόβο και τη λύπη για όλα όσα συνέβαιναν δεν αρθρώσαμε λέξη. Φτάσαμε, μετά από ενάμιση ώρα στην Ορμήδεια, σε ένα περιβόλι με πορτοκαλιές. Ο γολγοθάς της προσφυγιάς είχε αρχίσει. Κόσμος πολύς… Κάθε οικογένεια είχε την πορτοκαλιά της. Κοιμόμασταν πάνω σε πατανίες**. Για τουαλέτα ή μπάνιο είχαν στήσει έναν ξύλινο χώρο ντυμένο με σακούλες από καναβάτσο. Ο Ερυθρός Σταυρός φρόντιζε να έχουμε τα βασικά, ψωμί και γάλα. Η μαμά μου με το βρέφος κοιμόντουσαν αγκαλιά στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να το προστατέψουμε. Τα βράδια, τα ποντίκια έστηναν γλέντι. Τα μικρά παιδιά τρόμαζαν… Ευτυχώς ο ιδιοκτήτης του περιβολιού, μεγάλη καρδιά, πρόσφερε το σπίτι του για να κοιμούνται τα γυναικόπαιδα. Ακολούθησαν δύσκολες μέρες. Σιγά σιγά οι ελπίδες για γυρισμό εξανεμίζονταν, οπόταν έπρεπε να βρούμε μια πιο αξιοπρεπή στέγη.
Επόμενος σταθμός, η Ξυλοτύμπου. Εκεί έμεναν οι συγγενείς του συζύγου μου. Δυστυχώς, δεν ήταν όλοι καταδεχτικοί στην παρουσία των προσφύγων. Υπήρχε μια ιδιαίτερη ένταση και συχνοί καβγάδες. Γι’ αυτό σύντομα ακολούθησε τρίτη μετακίνηση. Αυτή τη φορά προς τη Ξυλοφάγου.
Στο χωριό αυτό, η οικογένειά μου φιλοξενήθηκε σε ένα σπίτι χωρίς πόρτες και παράθυρα. Βάζαμε πρόχειρα ξύλα για να προστατευθούμε. Μοιραζόμασταν εφτά άτομα ένα υπνοδωμάτιο Τον χειμώνα το κρύο τσουχτερό. Δεν θα ξεχάσω το πόσο κοντά κοιμόμασταν ο ένας στον άλλο για να ζεσταινόμαστε. Ούτε το τρίξιμο των δοντιών των παιδιών μου όταν τα έλουζα στη λεκάνη. Άσε που ξεκίνησαν οι παιδικές ασθένειες (ιλαρά, ανεμοβλογιά κ.ά.). Τις ανάγκες μας σε τρόφιμα και ρουχισμό συνέχισε να τις καλύπτει ο Ερυθρός Σταυρός. Στη Ξυλοφάγου μείναμε έναν χρόνο, μέχρι που λάβαμε ειδοποίηση να μετακομίσουμε στον καταυλισμό Άμμο Τέμπο.
Έτσι ξεκίνησε η ζωή στον προσφυγικό καταυλισμό. Εκατοντάδες αντίσκηνα… Άσπρα και μπλε καραβόπανα στέγαζαν χιλιάδες πρόσφυγες.
Ο χώρος του κάθε αντίσκηνου χωρούσε μόνο τα κρεβάτια εκστρατείας για τον ύπνο. Όλα τα υπόλοιπα γινόντουσαν έξω, μαγείρεμα, πλύσιμο ρούχων… Ο Μιχάλης πήγαινε να πάρει τρόφιμα από το κοινό συσσίτιο. Πώς και πώς περιμέναμε αυτό το φαγητό. Ηλεκτροδότηση δεν υπήρχε στην αρχή και το πρόβλημα, ειδικά όταν προχωρούσε ο χειμώνας και οι νύχτες διαρκούσαν περισσότερο, μεγάλωνε. Ούτε και παροχή νερού είχαμε. Γεμίζαμε ό,τι δοχείο είχαμε στη διάθεσή μας από την υδροφόρα.
Υπήρχαν κοινόχρηστες τουαλέτες και ντους. Το νερό μόνιμα παγωμένο. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα , πολλά αντίσκηνα έκαναν φτερά, λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών. Χαώδεις καταστάσεις…
Λίγα χρόνια μετά, τα αντίσκηνα τα διαδέχτηκαν οι παράγκες. Μείναμε μέσα στις παράγκες για ακόμα δύο χρόνια μέχρι που ήρθε η ειδοποίηση για σπίτι σε συνοικισμό. Από την ενορία της Αγίας Ζώνης, Τσαϊκόφσκι 5, Αμμόχωστος, βρεθήκαμε στον συνοικισμό Αγίων Αναργύρων, Φιλίας 2, Λάρνακα. Η προσωρινή κατοικία απέκτησε μόνιμο χαρακτήρα. Οι τρεις μέρες έγιναν πενήντα χρόνια και ακόμα περιμένουμε … Ίσως τα παιδιά ή τα εγγόνια μας επιστρέψουν, γιατί ο Μιχάλης, ο άντρας μου, πέθανε με τον καημό τής προσφυγιάς… Ίσως…
*σέντε= αποθηκευτικός χώρος πάνω από το μπάνιο
**πατανίες= κουβέρτες