Μαρία Ιωάννου
Γιατί δεν κατάφερες να γράψεις μια ιστορία για την εισβολή
Το ήθελες. Αν και δεν έζησες τον πόλεμο και την προσφυγιά ήθελες πολύ να γράψεις μια ιστορία για την εισβολή, αφού η τραγικότητα ρέει στο αίμα σου, από κούνια, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, κατακάθεται σε καφέδες, στομάχια, έντερα, εγκεφάλους χρόνια ολόκληρα, ποιος άνθρωπος δεν θα ήθελε να γράψει μια ιστορία για την εισβολή για να νιώσει, ίσως, λιγότερες τύψεις που δεν έζησε τη φρίκη, που δεν έχασε άνθρωπο, που δεν έχασε σπίτι, γη, τον εαυτό του. Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που κάποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας σου θα βίωνε την τραγωδία από πρώτο χέρι, προσθέτοντας το λιθαράκι του σε ένα αφήγημα άρρηκτα συνδεδεμένο με το συλλογικό τραύμα και την ιστορία. Σε πρόλαβε, όμως, η αρρώστια της μάνας σου. Κάτι βαθιά προσωπικό, διόλου μυθοπλαστικό, ομφάλιος λώρος. Και δεν κατάφερες να γράψεις μια ιστορία για την εισβολή τελικά, ούτε στη διάλεκτο ούτε στην κοινή νεοελληνική, γιατί τις μέρες που κανονικά θα έγραφες μια ιστορία για την εισβολή με τις σωστές και κατάλληλες λέξεις, το δικό σου ύφος και στυλ, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, το μυαλό σου βρέθηκε χωρίς λέξεις, να θρηνεί μια μάνα που δεν είχε ακόμη χάσει. Το απότομο, αυτό σκεφτόσουν δυο εβδομάδες στο νοσοκομείο, την πραγματική ουσία της λέξης «εισβολή», την ταχυκαρδία, τον πόνο που κατασκηνώνει, τα δάκρυα που σφηνώνουν, δεν έχει πιο ύπουλο πράγμα από την ελπίδα, δεν έχει πράγμα πιο κλισέ, το απότομο σκεφτόσουν, τα πόδια που βαραίνουν μα δεν πατούν στη γη, το πώς αφήνει κάποιος τον κήπο του, τα πιάτα στο τραπέζι, το παράθυρο ανοικτό, τη δύσπνοια τού δεν πρόλαβα, δεν πρόλαβα να μιλήσω, δεν πρόλαβα να δείξω, δεν πρόλαβα να πω ευχαριστώ μάνα που με γέννησες. Όλα αυτά και άλλα πολλά σκεφτόσουν δυο εβδομάδες στο νοσοκομείο την ώρα που κανονικά θα έγραφες μια ιστορία για την εισβολή, που δεν την έγραψες τελικά γιατί σχεδόν έχασες τη μάνα σου δυο με τρεις φορές, και μετά ξανά από την αρχή, πόσα να αντέξει το σώμα σκεφτόσουν, άμα χάνει άνθρωπο πενήντα χρόνια, άμα χάνει άνθρωπο κάθε μέρα για πενήντα χρόνια, άμα ελπίζει πως δεν έχει χάσει άνθρωπο κάθε μέρα για πενήντα χρόνια, αφού εσύ δυο εβδομάδες ίσα που άντεξες να χάνεις ή να μη χάνεις άνθρωπο κάθε μέρα. Όλα αυτά και άλλα πολλά σκεφτόσουν την ώρα που έβλεπες τα προφυλακτικά σε στοίβα στο περίπτερο, τους τουρίστες να περπατούν υπερβολικά αργά στην παραλιακή, την ακτινογραφία με το στριφτό, μπλοκαρισμένο έντερο της μάνας σου, όλα αυτά και άλλα πολλά, περιμένοντας κάτι να αλλάξει, κάτι να σωθεί, το μυαλό να επιστρέψει, το στόμα-κραυγή να κλείσει, τον πυρετό να πέσει, και τη γειτόνισσα που σκουπίζει μέρα νύχτα το πεζοδρόμιο, και τη γειτόνισσα σκεφτόσουν, τις δυο εβδομάδες που δεν μπορούσες να κοιμηθείς, όταν δεν άντεχες να βλέπεις τη μάνα σου, όταν δεν άντεχες να μυρίζεις πάνω σου το νοσοκομείο, τη γειτόνισσα που σκουπίζει το πεζοδρόμιο μέρα νύχτα, που ο ήχος της σκούπας της έχει μεταμορφωθεί σε ήχο φυσικό, που τον έχετε συνηθίσει, που σας νανουρίζει για να κοιμηθείτε, να κοιμηθείτε γλυκά εσείς, χωρίς πραγματικά μεταπολεμικά τραύματα, τη γειτόνισσα που σκουπίζει το πεζοδρόμιο μέρα νύχτα λες και θα ανοίξει ολόκληρη τρύπα από την τριβή, να χώσει το χέρι της μέσα και να τραβήξει τον άντρα της πίσω! Ναι, αν γράψεις ποτέ μια ιστορία για την εισβολή να γράψεις για εκείνην. Για εκείνην και τον άντρα της, πενήντα χρόνια κάτω από τη γη.
Photo: Μαρίτα Λοϊζίδου