Μαρία Καντ (Καντωνίδου)
Έσσω μου*
Συνέβη τότε. Τον είχε καλέσει ξαφνικά. Ο τόπος μη τόπος του. Έχω να σε δω από τότε, του μήνυσε άπνους. Από τότε, συναίνεσε άπνους και άυπνος. Τρομαγμένος ταξίδεψε υποφέροντας. Υπό και φέροντας και αποζητώντας. Χώμα και μια ανεμόσκαλα. Στην επιφάνεια του χώματος και την έσυρε. Λοξά σε ένα βαθούλωμα στην επιφάνεια του χώματος και την έσυρε. Σαν από άλγος να την ανέβει ολόκληρος. Σαν από άλγος να την ανέβει ολόκληρη. Σαν από άλγος. Με την πλάτη γυρισμένη στα πατήματα και ανέβηκε, φτέρνα-πέλμα-κουντεπιέ-δάκτυλα και ξανά, και ανέβηκε και δυνάμωνε τα μέλη του και ανέβαινε και τα δυνάμωνε και τα μετρούσε και μετρούσε τα πατήματα με τέμπο και ανέβαινε, μισό αιώνα και συνέχιζε, πάτημα-στοπ-κενό-ανάμνηση-ρίχτι και πάλι, και η πλάτη του τριβόταν στα γαλβανιζέ πατήματα και την χάραζαν. Στο τελευταίο κάθισε και κοίταξε τα πόδια του κάτω. Ενήλικα τώρα φορούσαν σκαρπίνια. Ένα κορδόνι δεμένο σταυρωτά, ένα λυμένο, δήσε το εφώναζεν η μάνα, θα ππέσεις κάτω και θα σκοτωθείς, δετά σκαρπίνια και τα κοίταξε και κοίταξε χάμω και χαμαί και απέναντι και τα κοίταξε και στα ορύγματα κείτονταν μνήμες. Και τόποι. Οι τόποι μη τόποι του. Σεντόνια εκρού στα μπαλκόνια, τα ντεπόζιτα νερού, τα μάτια του και τα λεμόνια – τόσο ενδημικά γλυκά, τόσο ολόγλυκα. Από κάτω οι μνήμες. Οι μνήμες μου στα χέρια τους, είπε και η ανεμόσκαλα κουνήθηκε επικινδύνως, οι μνήμες μου στα χέρια τους, επανέλαβε. Άπνους και άυπνος. Χωρίς ούτε ένα βλεφάρισμα, εκούσιο ή ακούσιο ή, έστω, στιγμιαίο, όπως όταν η ανεμόσκαλα αρχίζει να κουνιέται πέρα-δώθε επικινδύνως. Όπως όταν ανέβαινε η αντηλιά. Λάμπουσα την έλεγαν τότε (τώρα αλλιώς).
Στο μπαλκόνι εκείνο το βράδυ οι τρεις μας, ο πατέρας, η μάνα κι εγώ, ο πατέρας μου κάπνιζε εγγλέζικα Rothmans και η μάνα μου έκανε ουφφφ και ο πατέρας γελούσε και τον έπιανε βήχας και η μάνα κουνούσε πέρα-δώθε τα χέρια της να διώξει τον καπνό, κάνει κακό στις λεμονιές, έλεγε, και ο πατέρας γελούσε και έλεγε πήγαν καλά και φέτος και η μάνα εκείνο το βράδυ τού χάιδεψε την πλάτη και συναίνεσε και είπε και φέτος και γύρισε από την πλευρά του περβολιού και τις εσταύρωσε και είπε δις και του χρόνου, και ύστερα είπε θα κατέβω στην κουζίνα να φτιάξω κι άλλες λεμονάδες, ναι, αυτό ακριβώς είπε εκείνο το βράδυ επί της Εσπερίδων και η θάλασσα είχε γεμίσει πλοία που κάπνιζαν, πολλά πλοία απέναντι, είπε, καπνίζουν, και φορούσε μπλε σαγιονάρες θαλάσσης και μια ρόμπα σπιτιού και κατέβηκε στην κουζίνα και τις έφερε, τρεις σε δίσκο με δισκόπανο δαντέλα, και ο πατέρας είπε τη δροσιά τους να ’χεις και μπήκε μέσα και έβαλε στο γραμμόφωνο τον Γούναρη και άρχισε να τραγουδά μαζί του για ένα βράδυ πού ’βρεχε, βράδυ πού ’βρεχε προχωρημένο Ιούλη; είπε η μάνα και γέλασε και ο πατέρας σήκωσε τη βελόνα και την έβαλε πιο κάτω και ο Γούναρης άρχισε να τραγουδά πού να ’σαι τώρα αγαπημένη, και η μάνα είπε εδώ, αυτό ακριβώς είπε εκείνο το βράδυ επί της Εσπερίδων και ο πατέρας γέλασε και της χάιδεψε την πλάτη και η μάνα είπε πρόσεχε μη μου λερώσεις το δισκόπανο και ο πατέρας συναίνεσε και η μάνα είπε και σε μένα το ίδιο και εγώ είπα εντάξει και ο Μαψ άρχισε να γαυγίζει στην αυλή και κατέβηκα να του χαϊδέψω την πλατούλα και ο Μαψ άρχισε να κουνάει πέρα-δώθε την ουρά σαν από χαρά, σαν από λύπη και όταν ανέβηκα ο δίσκος έκανε γκρρρ να αλλάξω τη βελόνα; ρώτησε ο πατέρας και πήρε μια από το κουτάκι με το σκυλί στο καπάκι και την άλλαξε και είπα αυτό το κουτάκι όταν αδειάσει το θέλω και ο πατέρας είπε αργεί, έχει πολλές ακόμα μέσα και η μάνα συναίνεσε και την επόμενη μέρα έπεσαν βόμβες από τον ουρανό και τις σκόρπισαν, πού να τις βρίσκω τώρα στις μπιγκόνιες – δύσκολα καθαρίζεται το ξεραμένο αίμα, θα έλεγε η μάνα μου αν έβλεπε το δισκόπανο στο χώμα.
Οι μνήμες μου στα χέρια τους, επανήλθε, χωρίς ούτε ένα βλεφάρισμα, εκούσιο ή ακούσιο ή, έστω στιγμιαίο, όπως όταν η ανεμόσκαλα αρχίζει να κουνιέται πέρα-δώθε επικινδύνως και η αντηλιά να δυναμώνει το ίδιο και παρότι ο ήλιος και ο τόπος μη τόπος του επιμόνως στο βάθος απέναντι, Λάμπουσα τη λέγανε παλιά (τώρα αλλιώς), έσσω μου, είπε στον έποικο που πρόβαλε από τις κομμένες λεμονιές και το αλλαγμένο σπίτι και το αλλαγμένο μπαλκόνι και την αλλαγμένη πόρτα και τα αλλαγμένα παράθυρα και τους ίδιους αλλαγμένους τοίχους, το έχουν αυτό οι αλωμένοι, και κοίταξε τον έποικο στα μάτια και τον κάρφωσε και ο έποικος μάζεψε μια παχιά ροχάλα και την έφτυσε και η ροχάλα κύλησε στο γκρι τσιμέντο της αυλής και στη θάλασσα, ούτε που είχε αλλάξει και πόσο και αυτός είπε έσσω μου πάλι ξανά, σαν από ξόρκι και ξόδι και σαν από άλγος, και ο έποικος άρπαξε ένα λάστιχο ποτίσματος σπιράλ, φαινόταν ολοκαίνουριο, και το έσυρε στον αέρα και πλατάγισε και αυτός είπε έσσω μου και Μαψ και πατέρας και μάνα και δισκόπανο και ο έποικος είπε λέξεις στη γλώσσα του και αυτός άπλωσε τα χέρια του στον τοίχο και τα άφησε και τα έσυρε πέρα-δώθε και ψαχούλεψε, πίσω από ’κει τα όξινα και τα αναλγητικά, και έσυρε τα χέρια και ακούμπησε τον τοίχο και τον χάιδεψε, κάπου σε ξέρω, του απευθύνθηκε επί της Εσπερίδων (τώρα αλλιώς), κάπου με ξανακούμπησες, συναίνεσε επί της Εσπερίδων (τώρα αλλιώς), αν ήμουν ο Μαψ θα σου κουνούσα πέρα-δώθε την ουρά, αν μόνο ήσουν, και οι παλάμες του τρίφτηκαν στον τοίχο και τις χάραξε και ο έποικος σήκωσε το λάστιχο ποτίσματος ψηλά και το πλατάγισε – σκάσε μνήμη, της είπε και η ανεμόσκαλα έγειρε και παρ’ ολίγο να πέσει.
*κυπριακή διάλεκτο = σπίτι μου