Μαρία Μαραγκουδάκη
Ένας από τους 1619
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
(Κώστας Μόντης)
Λυμένος και ο τελευταίος κάβος, η θάλασσα γυαλί, είναι η θάλασσα της Κερύνειας κι ας μην πήγα ποτέ εκεί. Είναι όμοια με τη θάλασσα στην καρτ-ποστάλ -φυλαγμένη την έχω στην κασετίνα με τα σκαλισμένα λουλουδάκια στο καπάκι. Ένα τσαλακωμένο πακέτο Marlboro επιπλέει στο γυαλί της θάλασσας. Κάτι πουλιά, ίσως αεροπλάνα, δεν υπάρχει βεβαιότητα (ποτέ δεν υπήρξε), αιωρούνται. Ωστόσο το καράβι παραμένει ακίνητο. Μια άπνοια ανυποχώρητη. Όλα ακίνητα. Όλα μέσα σ’ ένα κενό αέρος. Όλα άηχα. Σε διακρίνω θολά στο κατάστρωμα μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού εντελώς ακινητοποιημένο. Στην πλώρη διακρίνω το γκρι κουστούμι του Μόντη χωρίς τον Μόντη. Κι ο ήχος άηχος Με πόση απουσία παριστάμεθα/ με πόση απουσία παρακολουθούμε προσεχτικά!
Δεν ανασαίνω μην σπάσει η κρούστα. Μην σπάσει η κρούστα και βουλιάξουμε. Μάλλον θα ζεις, ίσως όμως είσαι νεκρός και το ‘χεις ξεχάσει. Φαίνεσαι πιο λίγος; Το πιθανότερο να έχεις πεθάνει, ο θάνατος λιγοστεύει τους ανθρώπους. Επιμένεις να φοράς το σκούφο, ως κάτω απ’ τα αυτιά, εκείνον το ίδιο, στο χρώμα της θάλασσας. Βγάλε τον, σου το ‘λεγα από τότε, παλιά, πολύ παλιά, ο σκούφος σε ασχημαίνει, κι εσύ εκεί το γινάτι σου, τον κατέβαζες επίτηδες χαμηλά ως κάτω από τ’ αυτιά. Μου παίρνει ο αέρας στη μηχανή τα μαλλιά, και να, δες, κρύβει και τα γαϊδουρινά μου αυτιά, έλεγες και γελούσες κακαριστά. Μη γελάς, μη γελάς… Πάμε μια βόλτα; Στις κατηφορικές στροφές της Πάρνηθας θα γέρνουμε μια δεξιά, μια αριστερά… Τάξε μου… τάξε μου…
Είναι όνειρο, σκέφτομαι, μέσα στο όνειρο. Κι ένα όνειρο γεννά πολλά όνειρα, το ένα μέσα στο άλλο. Όνειρα μπαμπούσκες. Ας έχει άπνοια. Ας μην ανασαίνω.
Όχι, όχι, δεν ανοίγω τα μάτια. Κι ας έρχεται η πραγματικότητα να τρυπάει με σουγιά κλειστά βλέφαρα.
Μελετούσε αθλητικές εφημερίδες, να το παίξω στάνταρ ένα θα πιάσουμε λες δεκατριάρι, αναρωτιόταν, κι έξυνε με το μολύβι το κεφάλι πάνω από το σκούφο, λέγε που; Παρίσι… Λονδίνο…, δε βαριέσαι… καλή δεν είναι και η παραλία, ή τα βραχάκια στο Καβούρι, ε; Αδειάζαμε κάθε τρεις και λίγο τα ξέχειλα τασάκια με γόπες Marlboro. Λέγαμε να το κόψουμε. Τώρα και χρόνια το ‘χω κόψει, τρέμω το θάνατο.
Παλιά, πολύ παλιά, τότε που διάβαζα Μηχανική των Στερεών Σωμάτων, έλεγα στη μάνα μου πως πάω στο αναγνωστήριο. Καταλάβαινε το ψέμα, εγώ δεν καταλάβαινα το δικό της (παλιά καραβάνα η μάνα μου, μην πω κάτι άλλο) «μην το ξενυχτίσεις πάλι», δεν μπορούσα να καταλάβω πως και με γυρισμένη την πλάτη διάβαζε το βλέμμα μου, το μέσα μου.
Εκείνο το βράδυ σιδέρωνα μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Κάτι έπρεπε να κάνω. Ασπρόμαυρη τηλεόραση, σκοτεινές ειδήσεις, οι πάντες μιλούσανε για πόλεμο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ διέφυγε προς την Πάφο και ανακοίνωσε μέσω ραδιοφώνου πως είναι ζωντανός. Πρόεδρος της νέας κυβέρνησης τοποθετήθηκε ο Νίκος Σαμψών, ο οποίος ανακήρυξε την «Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου».
Σιδέρωνα ένα κόκκινο πουκάμισο. Δεν είναι εύκολη δουλειά να σιδερώνεις το κατακαλόκαιρο ένα πουκάμισο και μάλιστα κόκκινο, ειδικά όταν οι φήμες οργιάζουν για επιστράτευση, ακόμη ειδικότερα όταν τα κουμπιά είναι το ένα κοντά στο άλλο κι εσύ δεν μπορείς να χώσεις το σίδερο ανάμεσά τους.
19 Ιουλίου ο ναύαρχος Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια «Τρίτων», «Γλαύκος» και «Νηρεύς», να πλεύσουν στις περιοχές Ρόμιο-1, Ρόμιο-2 και Ρόμιο-3, προκειμένου να βρίσκονται εγγύτερα στην Κύπρο.
Δεν κουνιόταν φύλλο, έβραζα μακαρόνια σκέτα, μόνο για μένα. Με μια κίτρινη μυγοσκοτώστρα στο χέρι κυνηγούσα, εκτός από μύγες, ό,τι βρισκόταν μπροστά μου. Από τις πέντε και βηματίζοντας πάνω-κάτω περίμενα κάθιδρη τις ειδήσεις των οκτώ.
22 Ιουλίου ολοκληρώθηκε η μεταφορά τουρκικού εφοδιασμού. Με την ενίσχυση σε βαρύ οπλισμό, ξεκίνησε η επίθεση στην Κερύνεια, η οποία ήταν σχεδόν άδεια. Οι τουρκικές δυνάμεις, με αεροπορική και ναυτική υποστήριξη, ξεκίνησαν την επίθεση εναντίον δυνάμεων καταδρομών και πεζικού τα οποία χωρίς αντιαρματική κάλυψη ήταν αδύνατον να αντισταθούν ουσιαστικά
Αγνοούμενος από τον Ιούλιο του 1974, ένας από τους 1619. Ήσουνα στα είκοσι επτά, ήμουνα στα είκοσι τέσσερα και το τεστ κυήσεως θετικό. Η Ροδούλα έχει τη μύτη σου… α…ξέχασα και το γινάτι σου… κι έχει πιαστεί από τον Μόντη όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του.
Η ζέστη αφόρητη. Λιώνουν και οι μνήμες. Και στον καθρέπτη του ανσανσέρ οι ρυτίδες βαθαίνουν. Όλα έγιναν αναμνήσεις. Έχουν περάσει, άλλωστε, τόσα καλοκαίρια. Και τι κατάφερα; Σκοτώνω κάθε καλοκαίρι εκατοντάδες μύγες, και όχι μόνο, με την ίδια εκείνη κίτρινη μυγοσκοτώστρα.