Μίνα Πετροπούλου
Ιούλιος 1974 – Ιούλιος 2024:
Μισός αιώνας από την διχοτόμηση της Κύπρου- Μικρό Χρονικό.
Συμπληρώνονται φέτος, Ιούλιο του 2024, πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το ξεχωριστό νησί της Ανατολικής Μεσογείου με τη μακρά και περίπλοκη ιστορία έχει γνωρίσει πολλούς κατακτητές και διάφορες κυβερνήσεις. Η διχοτόμηση της το 1974 αποτελεί το σημαντικότερο πρόσφατο ιστορικό γεγονός που έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι. Οι άνθρωποι που ζουν εκεί, τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι, έχουν τις δικές τους ιστορίες και εμπειρίες, που αντικατοπτρίζουν τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητα της κατάστασης.
Το Ιστορικό της Σύγκρουσης
Το 1960 υπογράφηκε η ανεξαρτησία της Κύπρου και ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959. Η Κύπρος σταματούσε πλέον να αποτελεί αποικία της Βρετανίας και γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Στο Σύνταγμα της χώρας οριζόταν ως δικοινοτικό κράτος και προβλέπονταν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις: Ελλάδα, Βρετανία και Τουρκία. Κατοχύρωνε δηλαδή την Κύπρο ως μια ανεξάρτητη, αλλά όχι ως μια ενιαία χώρα: αναγνωριζόταν ως μια χώρα με δύο κοινότητες, που αποτελούσαν συστατικά μέρη της, με ιδιαίτερες εξουσίες μέσα στα πλαίσια του ίδιου κράτους. Έτσι ουσιαστικά δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για μια μελλοντική διαίρεση/διάσπαση. Αναπόφευκτα οι εντάσεις μεταξύ των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κοινοτήτων του νησιού ήταν συνεχείς.
Η διακοινοτική βία της δεκαετίας του 1960 είχε αύξουσα δυναμική. Η ελληνική πλευρά με το πραξικόπημα των Ελλήνων εθνικιστών κάτω από την υποκίνηση, συμβολή και στήριξη της χουντικής κυβέρνησης του Ιωαννίδη στις 15 Ιουλίου το 1974, παραβίασε το Σύνταγμα. Η Τουρκία χρησιμοποίησε το γεγονός της παραβίασης προκειμένου να παρέμβει με βάση τα συνταγματικά της δικαιώματα στην Κύπρο. Υποστηρίζεται από την Τουρκία πως η εισβολή της στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου «στόχευε» στην προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις Αττίλας Ι και Αττίλας ΙΙ οδηγηθήκαμε στην de facto διχοτόμηση του νησιού και στην ύπαρξη ζώνης ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που διαχωρίζει τις δύο κοινότητες. Αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι η Τουρκία δεν πραγματοποίησε την εισβολή για να αποκαταστήσει την συνταγματική τάξη όπως διατυμπάνιζε, αλλά χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα προκειμένου να πάρει, κυρίως με την β΄ φάση της τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο του 1974 το 40% των κυπριακών εδαφών, το οποίο έκτοτε βρίσκεται στην κατοχή της.
Ακολούθησε εκτοπισμός χιλιάδων ανθρώπων. Οικογένειες χωρίστηκαν, περιουσίες κατασχέθηκαν και κοινότητες αναγκάστηκαν να μετακινηθούν βίαια. Ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός του νησιού διαλύθηκε. Και αυτό δεν έγινε χωρίς σκληρότητα, βαναυσότητες, βιασμούς, δολοφονίες, θάνατο. Ποιος από μας μπορεί να διαγράψει από τη μνήμη του τις υπέργηρες μαυροφορεμένες μανάδες με τις φωτογραφίες των στρατευμένων παιδιών τους στα χέρια, που για χρόνια ζητούσαν τη διεθνή παρέμβαση για τους αγνοούμενους γιους τους – στρατιώτες που χάθηκαν στη διάρκεια της εισβολής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το διαπεραστικό πονεμένο βλέμμα τους και τη θλίψη για τον άδικο χαμό των παιδιών τους. Ποιος μπόρεσε να ελαφρώσει την ψυχή τους, αφού δεν κατάφεραν ούτε να θάψουν τα αγόρια τους με την φροντίδα και την τιμή που τους άρμοζε. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι 1.600 περίπου αγνοούμενοι, στην πραγματικότητα δεν είναι αγνοούμενοι, αλλά νεκροί που εκτελέστηκαν μετά τη σύλληψή τους.
Η Επίδραση της Διχοτόμησης στους Ελληνοκύπριους – η Διεθνής Πολιτική Σκηνή – Η Εξέλιξη
Πολλοί Ελληνοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στο βόρειο μέρος του νησιού και να μετεγκατασταθούν στο νότιο μέρος. Αυτή η μετακίνηση προκάλεσε εκτεταμένο τραύμα και απώλεια στον πληθυσμό των Ελληνοκυπρίων, καλλιεργώντας αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας για το μέλλον. Αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις στην προσπάθεια να ανασυγκροτήσουν τις κοινότητες τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Αγωνίστηκαν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και προσπάθησαν να διαχειριστούν τη σωματική τους κατάρρευση, και τη μόνιμη ματαίωση αλλά και τα βαθύτατα ψυχικά τραύματα που τους δημιουργήθηκαν.
Ταυτόχρονα, λόγω των βιωμένων γεγονότων και των συνθηκών που προέκυψαν, κατανοούσαν πλήρως πως η έμπρακτη διαχείριση και δρομολόγηση μιας ειρηνικής και δίκαιης λύσης για το Κυπριακό, μιας λύσης που να σέβεται τα δικαιώματα και τις φιλοδοξίες όλων των Κυπρίων, ήταν υπερβολικά δύσκολο επίτευγμα. Εντούτοις συνειδητοποιούσαν με τον σκληρότερο τρόπο πως η διχοτόμηση της Κύπρου αποτελούσε πλέον ένα ακόμη πιόνι στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες διαφόρων διεθνών δυνάμεων. Η καινούρια ιστορική συνθήκη κατέστησε το νησί εκ νέου σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων, με τους περισσότερους κυνικά να χρησιμοποιούν το Κυπριακό ζήτημα για να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα. Η διεθνής πολιτική εκμετάλλευση του Κυπριακού ζητήματος περιέπλεξε περαιτέρω την κατάσταση, αφήνοντας τους κατοίκους να αισθάνονται περιθωριοποιημένοι και ξεχασμένοι, γιατί όχι και εγκαταλειμμένοι από τη διεθνή κοινότητα.
Η διχοτόμηση της Κύπρου το 1974 δημιούργησε ένα φυσικό εμπόδιο μεταξύ των δύο κοινοτήτων, καθιστώντας δύσκολη τη ελεύθερη μετακίνηση των Ελληνοκυπρίων στο νησί. Οι τελευταίοι όμως επέδειξαν αντοχή και αποφασιστικότητα στο να διατηρήσουν την παρουσία τους στο νησί και να διαχειριστούν τα εμπόδια που θέτει η διχοτόμηση του. Μέσω της εκπαίδευσης, της πολιτιστικής διατήρησης, της κοινωνικής ανθεκτικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, οι Ελληνοκύπριοι εργάζονται και επιμένουν για ένα φωτεινότερο μέλλον για τους ίδιους και τις κοινότητές τους. Οι προσπάθειες να ξαναχτίσουν τις ζωές τους στο νησί αποτελούν μαρτυρία της δύναμης και της επιμονής τους απέναντι στις αντιξοότητες. Κοινωνικοί θεσμοί, κοινοτικά κέντρα και τοπικές οργανώσεις έχουν παίξει ζωτικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνοκυπριακής κοινότητας και στην παροχή υποστήριξης σε όσους έχουν ανάγκη.
Χαρακτηριστικό είναι πως έχουν διατηρήσει την πολιτιστική τους κληρονομιά και τις παραδόσεις τους, οργανώνοντας φεστιβάλ και εκδηλώσεις που είναι σημαντικές για την ταυτότητά τους. Συχνά γίνονται με ξεχωριστά φροντισμένη αισθητική εκθέσεις ντοκουμέντων, ιστορικού υλικού και αντικειμένων που βοηθούν να μην ξεχαστούν αφενός και να τιμηθούν αφετέρου όσοι χάθηκαν κατά την εισβολή. Λόγου χάρη έκθεση ρούχων κάποιων σκοτωμένων στρατιωτών στη Λευκωσία αποτέλεσε μια βαθιά συναισθηματική και εντυπωσιακή εμπειρία με ρίγη συγκίνησης. Προκάλεσε έντονα συναισθήματα θλίψης, σεβασμού, ενσυναίσθησης και στοχασμού. Επιπλέον, είχε σημαντικό κοινωνικό και πολιτιστικό αντίκτυπο, διατηρώντας τη μνήμη των στρατιωτών ζωντανή, βοηθώντας το -όχι μόνο κυπριακό – κοινό να κατανοήσει και ταυτόχρονα προωθώντας την ειρήνη και τη συμφιλίωση.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι πως οι Ελληνοκύπριοι επένδυσαν σημαντικά στην εκπαίδευση, χτίζοντας σχολεία και πανεπιστήμια στο νότιο μέρος του νησιού. Σκοπός τους από τη μια να εξασφαλίσουν για τις μελλοντικές γενιές πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση και ευκαιρίες για προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη και απ’ την άλλη να προσελκύσουν νέους ανθρώπους από την υπόλοιπη Ευρώπη. Επίσης έχουν επικεντρωθεί στην οικονομική ανάκαμψη και εξέλιξη ως μέσο προώθησης της ανάπτυξης και ευημερίας στο νησί. Η κυβέρνηση της Κύπρου έχει εφαρμόσει πολιτικές για να προσελκύσει επενδύσεις, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να στηρίξει τις μικρές επιχειρήσεις στο νότιο μέρος του νησιού. Αυτές οι προσπάθειες έχουν οδηγήσει σε αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και των ευκαιριών για τους Ελληνοκύπριους αλλά αποτελούν πλέον και πόλο έλξης για αρκετούς Έλληνες και Ευρωπαίους που αποφασίζουν να ζήσουν και να δραστηριοποιηθούν στο νότιο μέρος του νησιού.
Περπατώντας στα Κατεχόμενα της Κύπρου
Βέβαια, η περίφημη “πράσινη γραμμή”, η γραμμή κατάπαυσης του πυρός που χωρίζει το νησί στα δύο, είναι δυστυχώς πάντα παρούσα. Περνώντας την εισέρχεσαι και περπατάς στα κατεχόμενα της Κύπρου, βιώνοντας μια ποικιλία συναισθημάτων και εντυπώσεων, καθώς αυτά τα εδάφη είναι φορτωμένα με ιστορία, συγκρούσεις και αναμνήσεις. Η βόρεια Κύπρος, σταθερά υπό τουρκική κατοχή, αποτελεί μια μοναδική και συχνά σοκαριστική εμπειρία. Και αυτό, γιατί υπάρχουν τόποι-σημεία αναγνωρίσεως και προσδιορισμού της που συγκλονίζουν.
Σημαντική πόλη η Κερύνεια (Girne),παραλιακή με το γραφικό λιμάνι και το κάστρο της. Το κάστρο φιλοξενεί μουσείο που παρουσιάζει την ιστορία της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της εισβολής. Όπως και η Αμμόχωστος (Famagusta), πόλη που κάποτε ήταν ένας από τους κύριους τουριστικούς προορισμούς της Κύπρου. Σήμερα, η περιοχή Βαρώσια παραμένει ερημωμένη και αποκλεισμένη, αποτελώντας ένα σύμβολο της σύγκρουσης και της εγκατάλειψης. Η δε Λευκωσία (Nicosia) είναι η τελευταία διχοτομημένη πρωτεύουσα στον κόσμο. Η πράσινη γραμμή χωρίζει την πόλη στα δύο, με το βόρειο τμήμα να είναι υπό τουρκική κατοχή. Οι επισκέπτες μπορούν να δουν τα σημεία ελέγχου και τις διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών.
Η πολιτιστική κληρονομιά στα κατεχόμενα περιλαμβάνει βυζαντινές εκκλησίες και μοναστήρια, πολλά από τα οποία έχουν μετατραπεί σε τζαμιά ή έχουν εγκαταλειφθεί. Αυτά τα μνημεία αποτελούν υπενθύμιση της πλούσιας ιστορίας και της πολιτιστικής ποικιλότητας της Κύπρου αλλά και της βίαιης συνθήκης που τα οδήγησε στη σιγή.
Περπατώντας στα κατεχόμενα, η αντίθεση μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος είναι έντονη. Τα κατεχόμενα εδάφη διατηρούν πολλά ίχνη του παρελθόντος, με εγκαταλελειμμένα σπίτια και χωριά, που μαρτυρούν τις τραγικές συνέπειες της σύγκρουσης. Οι τοίχοι αυτών των σπιτιών, φορτωμένοι με ιστορία και αναμνήσεις, φαίνεται πως μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την παρελθοντική πραγματικότητα. Στα ερείπια και τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, οι τοίχοι αφηγούνται ιστορίες της εισβολής, της σύγκρουσης και της ανθρώπινης τραγωδίας που συντελέστηκε. Αυτές οι μνήμες μπορεί να μην είναι ζωντανές με την ίδια ένταση όπως στο παρελθόν, αλλά οι τοίχοι συνεχίζουν να αποτελούν μάρτυρες των γεγονότων που έλαβαν χώρα. Οι μνήμες μπορεί να ξεθωριάζουν με τον καιρό, αλλά δεν φεύγουν εντελώς. Η φθορά των υλικών στοιχείων δεν μπορεί να σβήσει την ιστορία που διατηρούν. Οι τοίχοι, οι δρόμοι, τα κτίρια κουβαλούν κομμάτια του παρελθόντος και υπενθυμίζουν τα ιστορικά γεγονότα.
Οι μνήμες και οι φωνές δεν φεύγουν εντελώς. Μπορεί να μεταμορφώνονται και να εξασθενούν, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν με διαφορετικούς τρόπους. Οι τοίχοι παραμένουν μάρτυρες της ιστορίας, και οι φωνές, ακόμα και αν σωπαίνουν, συνεχίζουν να ηχούν στις καρδιές και τις μνήμες των εναπομεινάντων. Η μνήμη είναι ένα ισχυρό εργαλείο που διατηρεί ζωντανό το παρελθόν και συνδέει το χθες με το σήμερα. Περπατώντας, λοιπόν, στα κατεχόμενα της Κύπρου, αναπόφευκτα κανείς αισθάνεται τη βαρύτητα της ιστορίας, τη βιαιότητα του ξεριζωμού, το δράμα των ανθρώπων που έζησαν την εισβολή αλλά και εξακολουθούν να βλέπουν διχοτομημένο το νησί τους. Δεν παύει όμως και να θαυμάζει τον επίμονο αγώνα τους για διεκδίκηση των αυτονόητων στη διεθνή πολιτική σκηνή και για αποκατάσταση του νομικά και ηθικά δίκαιου, όπως και την επιθυμία τους για ένα καλύτερο μέλλον.