Πηνελόπη Αλιβιζάτου
Με φωτογραφίες ζωγράφισαν τον πόνο
Μέρα κι αυτή, πάει κι έρχεται από τον προηγούμενο αιώνα και δεν σιγά, δεν ηρεμεί, δεν ξαποσταίνει. Για την 20 του Ιούλη του 1974, λέω. Για τότε που πρόσθεσαν άλλη μία αποφράδα μέρα στον ελληνισμό. Δεν είχα συμπληρώσει ακόμα τα 16. Η εφηβεία, μας είχε συναντήσει σε δύσκολους κι ακατανόητους καιρούς. Ανάμεσα σε ψιθύρους και μισόλογα, λέξεις σκόρπιες έπιανε το αυτί μας, άγνωστες σε μας ως προς την ουσία τους, σημαντικές όμως των τότε ημερών, χούντα, προδοσία, εισβολή, παρακράτος, Αττίλας, πραξικόπημα…. Ανατριχιάζαμε από διαίσθηση του κακού κι όχι από γνώση. Και μετά ήρθαν οι εικόνες που στοίχειωσαν τις ζωές μας. Οι αγνοούμενοι. Κορίτσια μικρά, κοπέλες, γυναίκες, γιαγιάδες, με μία φωτογραφία στο χέρι αναζητούσαν το παιδί, τον αδελφό, τον άντρα, τον πατέρα, τον συγγενή. Μαυροφορεμένες, με τον πόνο λαξεμένο στο πρόσωπό τους, με την αγωνία να κυριεύει το βλέμμα, με τη ψυχή στεγνή. Τότε συνειδητοποίησα τις παραμέτρους της απώλειας. Λίγο πριν τα 16 αποδέχτηκα ότι ο θάνατος είναι πιο καθαρός, πιο τίμιος, πιο συμπονετικός. Είναι το γεγονός, εμπεριέχει τη διαβεβαίωση, δεν σου στερεί το δικαίωμα να πενθήσεις. Όλες εκείνες οι γυναίκες, τι κενό απέκτησαν στη ζωή τους, τι αϋπνία στις νύχτες τους, τι αγωνία στη μπουκιά που δεν κατεβαίνει, τι προσμονή και τι διάψευση!
Στα επόμενα χρόνια πολλές είναι οι φορές που όταν διαβάζω ή ακούω τη λέξη αγνοούμενος, αυτή παίρνει συγκεκριμένη μορφή και εικόνα. Πολλές, πάρα πολλές είναι οι φορές που αυτές οι γυναίκες, που έμειναν με τις άδειες αγκαλιές, οι πενθούσες χωρίς να πενθούν, οι κλαίουσες χωρίς να μοιρολογούν, περπατούν στη σκέψη μου και ανακατεύουν τα συναισθήματά μου. Είναι πολλές οι φορές που είχα την επιθυμία να τις συναντήσω μία μία ξεχωριστά και να τις ρωτήσω και να αφήσω τα δάκρυα να τρέξουν και να συναντηθούν, τα δικά μου με τα δικά τους.
Κι ακόμα αναρωτιέμαι, πόσες άραγε έμαθαν; Πόσες είχαν την «τύχη» να πενθήσουν, πόσες έμειναν με μια φωτογραφία στο στήθος σε όλη τους τη ζωή; Κι αυτή η ζωή, σε τι συρματοπλέγματα κινήθηκε;