Τέσυ Μπάιλα
Λευκή φανέλα
Σε βλέπω καθισμένη δίπλα σε εκείνο το κουτί. Μοιάζει κάποιον να περιμένεις. Λέξη δεν βγαίνει από το στόμα σου κι από τα γέρικα μάτια σου δεν τρέχουν δάκρυα, λες και ο μεγάλος πόνος τα άφησε σπαρακτικά στεγνά. Μόνο μια θλίψη. Απέραντη. Η πίκρα που δεν στερεύει. Στέκομαι απέναντί σου και σε κοιτώ. Σου φωνάζω μα άηχη βγαίνει η φωνή μου. «Είμαι εδώ, γύρισα πια. Είναι καιρός να ξαποστάσω». Μα δεν σαλεύεις. Καρφωμένα είναι τα μάτια σου σε εκείνο το κουτί.
«Με βλέπεις; Φορώ ξανά το λευκό πουκάμισο, εκείνο που φορούσα σαν έφυγα από το σπίτι, θυμάσαι; Μοιάζει σαν χτες. Κι ακούω ακόμα τη φωνή σου σαν κατηφόριζα το δρομάκι να μου φωνάζει:
«Γύρνα πίσω, τη φανέλα σου δεν πήρες».
«Τι να την κάνω τη φανέλα εκεί που πάω, κατακαλόκαιρο είναι».
«Γύρνα πίσω, μ ακούς;»
«Θα γυρίσω».
Κι έφυγα. Πήρα ένα άγνωστο μονοπάτι της ζωής και χάθηκα, μόνο που εκεί όπου βρέθηκα το καλοκαίρι είχε στερέψει. Ο ήλιος φρυγάνιζε το μέτωπό μου, η ζέστη του Ιούλη στο νησί είναι καταραμένη, κι εκείνα τα έρμα τα χέρια μου βάρυναν ξαφνικά από το τουφέκι που μου έδωσαν να κρατώ. Μα εκεί βαδίζαμε και πολεμούσαμε. Ανάμεσα σε βόμβες που έπεφταν από τον ουρανό, σε νάρκες που ίσα που προλαβαίναμε να περάσουμε προτού σκάσουν. Πατούσαμε πάνω σε πτώματα και βιασμένα κορμιά, σε πόλεις που άξαφνα ερήμωσαν. Κι ολόγυρά μας η θάλασσα. Κόκκινη και φλογισμένη σαν αίμα. Απορημένη κι αυτή πώς χύθηκε από τα σπλάχνα της ο θάνατος. Πώς ξεχύθηκε η απελπισία. Τόση πολλή που έκαψε τα σωθικά όλων μας.
Εκείνο το απόγευμα βαδίζαμε στον Πενταδάκτυλο. Έπρεπε, λέει, να φτάσουμε στην άλλη πλευρά, να αναλάβουμε εκεί το πρόχειρα στημένο φυλάκιο. Ήμασταν βρώμικοι, κουρασμένοι, άυπνοι. Και πεινούσαμε πολύ. Μα συνεχίζαμε να βαδίζουμε χωρίς να μιλά κανείς. Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκε εκεί μπροστά μας η τουρκική διμοιρία. Μόνο τις φωνές θυμάμαι να τρομάζουν τα αγριοπούλια του βουνού που πέταξαν βιαστικά από τις φωλιές τους, για να κρυφτούν στον ουρανό. Ύστερα τίποτα. Η γραμμή του ορίζοντα φάνηκε πιο λαμπερή και ο ήλιος έκαψε τα μάτια μας. Μόνο τα μάτια του Τούρκου πολεμιστή καρφωμένα επάνω μου, λίγο προτού με χτυπήσει με το όπλο του στο κεφάλι, θυμάμαι. Θα ’παιρνα όρκο πως ήταν του Ναντίρ. Στην ίδια αυλή μεγαλώσαμε. Αχώριστοι από παιδιά. Κλωτσούσαμε τη μπάλα τα απογεύματα στην αλάνα, χαλούσαμε τον κόσμο από τις φωνές. Σαν μεγαλώσαμε ξαπλώναμε στην ακροθαλασσιά της Κερύνειας κι ονειρευόμασταν τι θα γινούμε στη ζωή ή μιλούσαμε για τα όμορφα μάτια της Αϊσέ της γειτόνισσά μας. Κι ονειρευόμασταν πως κερδίζαμε την αγκαλιά της. Και τότε τσακωνόμασταν και φιλιώναμε μεμιάς. Κι ύστερα γυρίζαμε σπίτι αγκαλιασμένοι και σκασμένοι στα γέλια. Τώρα τα μάτια του γυάλιζαν στο μισοσκόταδο. Έμοιαζε φυλακισμένη η ματιά του, τυλιγμένη στην εχθρική στολή. Άραγε εκείνος με αναγνώρισε; Πρόλαβε να δει τα δικά μου μάτια; Μπα, έτσι σκυφτός που ήμουν, πεσμένος στα γόνατα, μουτζουρωμένος και λασπωμένος, τίποτα δεν είδε. Ύστερα εκείνη η λάμψη του ορίζοντα έσβησε κάθε βλέμμα. Θυμάμαι μόνο πως δεν πεινούσα πια, δεν ήμουν φοβισμένος κι η κούραση μεμιάς χάθηκε. Ύστερα σιωπή.
Αλλά τώρα γύρισα. Είμαι ξανά εδώ μπροστά σου και σου μιλώ, γιατί δεν με ακούς; Χαμένη στις σκέψεις σου είσαι. Και θέλω τόσα να σου πω, μα φτάνει που μπορώ και σε κοιτώ. Μυρίζω ακόμα το άρωμά σου, βλέπω τις λευκές άκρες των μαλλιών σου κάτω από τη μαύρη μαντίλα σου. Και θέλω να αγγίζω τα χέρια σου∙ το πρόσωπό σου. Και σου φωνάζω, «γύρισα, ρε μάνα, είμαι εδώ» μα εσύ δεν ακούς.
Σηκώνεσαι με δυσκολία. Ένα παλικάρι έρχεται και σε βοηθά. Φορά ένα λευκό πουκάμισο. Κάνει να πιάσει το κουτί, για να σε βοηθήσει. Μα εσύ απλώνεις τα χέρια και το παίρνεις.
«Όσο ακόμα με βαστούν τα πόδια μου, εγώ θα το κρατώ. Είναι το χρέος μου», του λες κι εκείνος δεν μιλά. Μονάχα σε στηρίζει.
«Γιαγιά, σου είπαν τι έχει μέσα το κουτί;»
«Δυο κόκκαλα μονάχα έχει κι ένα δόντι. Αυτά βρήκανε, αυτά μου δώκανε. Τα τύλιξα κι εγώ στην άσπρη τη φανέλα του, κείνη την κεντημένη, που κάθε χρόνο την έβγανα και την έπλενα να μοσχοβολά σαν θα γυρίσει, και τα ξανάβαλα στο κουτί, παιδί μου. Έβανα και τη φωτογραφία του μέσα. Ξεθώριασε πια, έσβησε κι αυτή με τα χρόνια».
Και μένω εκεί να τους κοιτώ να απομακρύνονται με αργά, μισοσβησμένα βήματα.