Βασίλης Ρούβαλης
(ΚΥΠΡΟΣ: Λευκωσία)
ΟΛΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΔΥΝΗΤΙΚΑ στη στενή κυπριακή λωρίδα. Τα συρματοπλέγματα δεν περιορίζουν τη θέα. Οι ταμπέλες των μαγαζιών παραμένουν στη θέση τους˙ τα ωραία γραμμένα ελληνικά τους σκουριάζουν, κ’ άλλωστε, πια, δεν τα συναντούν αρκετά βλέμματα˙ οι έποικοι της άλλης πλευράς είναι αναλφάβητοι κυρίως, ενώ οι παλιοί ιδιοκτήτες τους έχουν κιόλας ξεχάσει εκείνο το παρελθόν, κατοικούν στις νέες ακριβές γειτονιές της πόλης κι ούτε καν πλησιάζουν στην «πράσινη γραμμή». Σκέφτομαι τους στίχους του Dante. Από τότε κιόλας, η Φαμαγούστα και η Λευκωσία κλαίνε… «Για το άνομο θεριό τους, και μουγκρίζουν, που απ’ τ’ άλλα θεριά δεν ξεμακραίνει»,[1] όπως σχολίασε ο ποιητής κι όπως το βλέμμα μου διατρέχει τα απέναντι δίπατα σπίτια, απροσέγγιστα, με τη ράθυμη όψη τους, την αλήθεια τους που δεν σβήνει από τους χρόνους των Λουζινιάν έως τον Αττίλα.
Σημειώνω στο χαρτί με ταχύτητα παραληρήματος… Το κάστρο με τους καρδιόσχημους προμαχώνες του είναι το μοναδικό σταθερό σημείο στον ορίζοντα. Ο Πενταδάχτυλος απέναντι, θλιβερός και ξηραμένος, σημαιοστολισμένος με κοκκινόασπρες πέτρες, «δεν επιτρέπεται να τον αγγίξεις». Τα βενετσιάνικα βήματα της Καταρίνα Κορνάρο[2] σαλεύουν στ’ αφτιά μου – λείπουν πάντοτε τα πρόσωπα κι ο λογισμός τους, η φαντασία μου ανασταίνει τα παιανίσματα της όμορφης βασίλισσας… Επανέρχομαι απότομα στο παρόν: ακούγονται οι ωραίες νότες της μελωδικής ιδιολέκτου αλλά κι ο βόμβος από τα εγγλέζικα στρατιωτικά οχήματα που σήμερα πηγαινοέρχονται νευρικά από την τάφρο έως κάτω το Κάβο Γκρέκο. Όλοι γύρω μου εκθειάζουν τον αληθινό εχθρό τους. Παραδοξότητα ή ανιστόρητη αφέλεια; Οι Άγγλοι γεννούν διαρκώς τον θαυμασμό κι εκπέμπουν το δέος της κοινοπολιτείας τους. Ενώ οι «Ελλαδίτες», οι παλαιοέλληνες ή καλαμαράδες, προκαλούν έναν αδιόρατο φθόνο μετά το ’74, ατελή αλλά κάπως εξηγήσιμο στους Κύπριους Έλληνες. Τουλάχιστον, ο εθνικός ύμνος παραμένει με τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού.
Δεκάδες τουρκόφωνοι, από την Ανατολία φερτοί κι όχι ντόπιοι, κάθονται στη μεγάλη πλατεία «Ατατούρκ» της κατεχόμενης Λευκωσίας. Φαίνονται κακοντυμένοι και νωθροί αλλά κατασταλαγμένοι, με εμφανή ικανοποίηση για την απραγία τους. Καπνίζουν και συνομιλούν. Για ώρες χαζεύουν Γερμανίδες τουρίστριες που πηγαινοέρχονται με τα ξώπλατα και τα κοφτά υφασμάτινα σορτσάκια τους. Τρώνε ελάχιστα, πίνουν ρακή περισσότερο. Θέαμα και υπαινιγμοί. Ενώ, στους μεσαιωνικούς λουτήρες –με ωραία μαρμάρινα σκαλίσματα στον διάκοσμο, συνταιριασμένα με ανοιχτοπράσινη κιτς λαδομπογιά στους τοίχους– ένας Τουρκοκύπριος υπάλληλος, με ιδρωμένο πουκάμισο και άπλυτα γυαλιστερά χέρια, κόβει εισιτήρια για την είσοδο σε ξένους περαστικούς ζητώντας πέντε ευρώ το άτομο κι επαναλαμβάνοντας συνεχώς –έως αυτογελοιοποίησης– τη φράση «τουρκ, τουρκ χαμάμ, γουελκάμ Αβρούπα».
Στην τουρκογειτονιά, τα γυφτάκια κοιμούνται στριμωγμένα πάνω σε πικεδένια κουβέρτα, τυλιγμένα σαν γατιά στο πάτωμα ενός παλιού, ρημαγμένου αρχοντικού. Η οσμή καμένης ζάχαρης και γάλακτος είναι αποτρεπτική σ’ εμένα. Βιάζομαι ν’ αναχωρήσω απ’ εκεί. Άλλωστε, είναι η ώρα της μεσημεριανής προσευχής και του ύπνου γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Απ’ έξω περνάει ένα πολυτελές αυτοκίνητο με ελληνοκυπριακές πινακίδες. Γυαλιστερό, φαρδύ, ίσα που χωράει στα στενά. Ο οδηγός μαρσάρει σε μια επίδειξη μηχανοκίνητης επιβολής. Ξυπνάει τους πάντες, ενοχλεί τη θαλπωρή τους.
Το μπουκωμένο μεγάφωνο του μιναρέ σκεπάζει τη λάουντζ μουσική της παρακείμενης καφετέριας, σε μόλις λίγα μέτρα απόσταση από τη ζώνη του ΟΗΕ. Οι σερβιτόροι είναι άφραγκοι νεαροί Ευρωπαίοι που περιστασιακά διαμένουν στο νησί αδιαφορώντας επιδεικτικά για το σκηνικό της Ιστορίας και της πολιτικής, των συμφερόντων ένθεν κ’ εκείθεν. Στην άλλη πλευρά των συρμάτων, η Αγία του Θεού Σοφία, η κάποτε καθολική μητρόπολη με τα γότθικα στολίδια του δέκατου τέταρτου αιώνα, αφουγκράζεται τα λόγια-αινίγματα του ντόπιου ποιητή: Κύριε ελέησον / Μας σπρώξανε τόσο άσχημα / που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως / αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.[3] Ποιος θ’ απαντήσει;
Κλείνω τα βλέφαρά μου σφιχτά. Το σκοτάδι δεν απαλύνει την περιέργειά μου. Διατρέχω ένα πανάρχαιο αχάρακτο σταυροδρόμι με πολλές στάσεις. Η πόλη ζει λιγότερο με τις μνήμες της διαφεύγοντας προς το μέλλον. Ιδού, τα παλιά κτήρια έχουν μειωθεί σιγά σιγά. Εμφανίζονται πλέον μεταμοντέρνες, πανύψηλες οικοδομές ωσάν απομιμήσεις του αμερικάνικου ονείρου. Ανάμεσά τους κυκλοφορούν κυριλέ μαφιόζοι, υπάλληλοι εξωχώριων εταιρειών, βρετανοσπουδαγμένοι μεσοαστοί κι άλλοι νεόπλουτοι. Σίγουρα, οι ουρανοξύστες θα σκεπάσουν αργότερα τον ορίζοντα του νότου, μαζί μ’ εκείνους που πενθούν Κερύνειες, τη φωνή του «Δεν ξεχνώ» κι άλλες σκέψεις περί τύχης και κατάρας. (από το υπό επεξεργασία βιβλίο Σημεία πλεύσης: Μεσόγειος)
[1] Από τη Θεία Κωμωδία (Παράδεισος), ΙΘ (143-148), Αθήνα: Κύκλος (1934), μτφ.: Νίκος Καζαντζάκης.
[2] Τελευταία βασίλισσα της Κύπρου (1474-1489), βενετικής καταγωγής.
[3] Από την ποιητική συλλογή του Παντελή Μηχανικού, Παρεκκλίσεις (1957).