Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Αντώνης Δ. Σκιαθάς | Γράφει η Δέσποινα Παπαστάθη

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του ’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη:

Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Αυτόν τον Μάιο έχουμε αφιέρωμα  στον ποιητή Αντώνη Δ. Σκιαθά.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Δέσποινα Παπαστάθη, Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας Ε.ΔΙ.Π., Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Κτερίσματα του Βίου στην Ποίηση του Αντώνη Σκιαθά

Προλεγόμενα

Ο κύκλος έχει αρχίσει να κλείνει εδώ και κάποιους μήνες. Σε μια εποχή που τα πάντα ορίζονται από το ξενόγλωσσο e, όπως το eshop, elearning, e-banking, e-sex, ο τρόπος του βίου μου έγινε δυσβάσταχτος και η αισθητική της καθημερινότητας γίνεται κολασμένη στην ανυπαρξία του κάλλους. Η οδοιπορία στο μη φως ανύπαρκτη και η συνέχεια αδύνατη. Κάποιος θα έλεγε, για να δικαιολογηθεί στους κλαίοντες στην τελετή, ότι ήρθε το τέλος του κόσμου. Μα για ποιο τέλος μιλάμε όταν η αρχή είναι το τέλος και η όποια λήξη στο άχρονο του σύμπαντος ορίζει μια νέα αρχή; Άλλωστε ο επιστάτης που μυθοποιεί και το ναύλο για την απ’ εκεί ακτή, όπως λένε και οι σελίδες στα δερματόδετα βιβλία των προγόνων, είναι άυλος και σιωπηλός, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ότι άχρονα γίνεται το ταξίδι.[1]

Ταξίδι στο ά-χρονο και συνάμα στο σαφώς ορισμένο παρελθόν και παρόν, ανίχνευση του βατού και υπερ-βατού χώρου, σε μια προσπάθεια αισθητοποίησης μέσω της γραφής της κλειστής μοναξιάς και ανάγνωσης, αλλά και της περιπέτειας του Ανθρώπου μέσα στην καταλυτική ροή της Ιστορίας, συνιστούν η ποίηση και η «ποιητική» πεζογραφία του Αντώνη Σκιαθά. Πολυσχιδής προσωπικότητα, ποιητής, ανθολόγος και κριτικός λογοτεχνίας, δημιουργός του Patras World Poetry Festival, του Γραφείου Ποιήσεως, των Βραβείων ποίησης Jean Moréas και του βιότοπου πολιτισμού Cultrure Book –για να αναφέρουμε κάποιες μόνο από τις δράσεις του– εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή Παραμεθόριο Νεκροταφείο, το 1983. Έκτοτε έχει δημοσιεύσει περισσότερες από δέκα ποιητικές συλλογές –η πιο πρόσφατη είναι το Ημερολόγιο θηριοδαμαστή (Ιωλκός, Αθήνα 2024)– ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες, ενώ η συλλογή Αρχιτεκτονική της Σιωπής συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2023.

Ποίηση του Ιδιωτικού Οράματος

Έχοντας πρωτοεμφανιστεί με ποιητική συλλογή τη δεκαετία του 1980 και γεννημένος το 1960, ο Αντώνης Σκιαθάς πληροί τις «τυπικές» προϋποθέσεις που θέτουν οι κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας για ένταξη του έργου του στο χρονολογικό κάδρο της λεγόμενης «γενιάς» του «Ιδιωτικού Οράματος». Ο Ηλίας Κεφάλας, εμπνευστής του όρου, πολιτογραφεί στην εν λόγω «γενιά» ποιητές που γεννήθηκαν από το 1956 μέχρι το 1967, υποστηρίζοντας πως «οι χρονολογίες αυτές είναι σημαδιακές για τις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της χώρας μας»[2] και πως «το 1956 είναι το όριο της προηγηθείσας γενιάς του ’70, όπως έχει ορισθεί από τον Αλ. Ζήρα και το οποίο δέχτηκαν όχι μόνο για τις σημαντικές συγκυρίες του 1956 αλλά και αναγκαστικά, γιατί κάπου θα πρέπει να χαράσσονται τα όρια της κάθε περιοχής».[3] Άλλωστε, «οι επιφυλάξεις, που αφορούν τις ληξιαρχικές κατατάξεις στην ποίηση, μας οδηγούν καμιά φορά στον φόβο μήπως η αυθαιρεσία με την οποία συνήθως γίνονται, ζημιώνουν τελικά την ίδια την ποίηση. Αν σκεφτούμε, όμως, ότι τα αληθινά ληξιαρχικά στοιχεία κάθε ποιητή φυλάγονται μέσα στο ποίημα και πουθενά αλλού, θα γίνουμε λιγότερο επιφυλακτικοί απέναντι στις κατατάξεις αυτού του είδους και θα δούμε ότι αυτές οι τελευταίες δεν εξυπηρετούν παρά μεθοδολογικούς σκοπούς».[4] Η κριτική –παρά τις σοβαρές και καθόλου ανεδαφικές επιφυλάξεις που τίθενται πλέον σχετικά με τη νομιμότητα των όποιων «γενιών» στη λογοτεχνία– αποδέχεται πως ο όρος «γενιά» είναι εύχρηστος μιας και παραπέμπει στις «ιστορικογενετικές συντεταγμένες, οι οποίες αφενός περικλείουν την εποχή και αφετέρου ορίζουν τον χρόνο της πνευματικής διαμόρφωσης της γενιάς».[5]

Ο όρος «Ιδιωτικό Όραμα» δηλώνει, σύμφωνα με τον Ηλία Κεφάλα, «το τέλος των κοινών μύθων, την ανυπαρξία ενός ομαδικού οράματος, μιας κοινωνικής συμπόρευσης και ότι αναγορεύει το άτομο ως την πρωταρχική αξία. Αυτό υπαγορεύεται από μια μεγάλη μεταβολή στην κοινωνική συμπεριφορά. Η ατομική μοναξιά μεταβάλλεται σε συλλογική μοναξιά, σε ένα μαζικό αδιέξοδο, και το φοβισμένο κι ανασφαλές άτομο οχυρώνεται μέσα στην ίδια ιδιωτική του περιοχή».[6] Δεν είναι στους σκοπούς της παρούσας μελέτης η διερεύνηση της πολύπλευρης και ενδιαφέρουσας πολεμικής που αναπτύχθηκε γύρω από την καθιέρωση της λεγόμενης γενιάς του 1980. Αξίζει, ωστόσο, να αναφέρω επιγραμματικά κάποια από τα αρχικά επιχειρήματα της διαφορετικής άποψης[7] για την εν λόγω γενιά, τα οποία, με το πέρασμα του χρόνου φαίνεται πως αυτοαναιρούνται, καθώς αναδεικνύονται τελικά σε χαρακτηριστικά γραφής μιας κοινότητας ποιητών, ανάμεσά τους ο Αντώνης Σκιαθάς, που και κατάφεραν να χειραφετηθούν από τα πρότυπά τους, και υιοθέτησαν ποιητικές μεθόδους που συνέθεσαν το πολύχρωμο και περίτεχνο ψηφιδωτό της ποιητικής μυθολογίας τους. Κλασική περίπτωση λογοτεχνικής νεύρωσης που παραδέρνει ανάμεσα στην έπαρση και στην καταβαράθρωση του εγώ,[8] νοσταλγικές αναφορές στον ξεπερασμένο υπερρεαλισμό «που αναδείχνει μεν τα χαρίσματα φωνητικών επιδόσεων, αλλά όχι το δώρο της πρωτοτυπίας»,[9] ωχρά αντίγραφα παλαιότερων ανακαλύψεων, μιας και υιοθετούν μεθόδους, όπως ο εσωτερικός μονόλογος ή η ασύνδετη διαδοχή των εικόνων, που κάποτε υπηρετούσαν συγκεκριμένους σκοπούς και ανάγκες,[10] είναι κάποια –ενδεικτικά και μόνο– από όσα τους καταλόγισαν με την εμφάνισή τους στα ελληνικά γράμματα. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η nevrose littéraire, ο μη αναγνωρίσιμος ή ονοματιζόμενος διάχυτος φόβος, οδηγεί δικαιολογημένα και αναπόφευκτα στην υιοθέτηση παράλογων και συνειρμικών τρόπων και μεθόδων έκφρασης, αποτέλεσμα της αντανάκλασης πάνω στο ποιητικό σώμα της περιρρέουσας ασταθούς και ευμετάβολης κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Έτσι, οι ποιητές στρέφονται «σε έναν κατατεμαχισμένο, αποξενωμένο κοινωνικό και καλλιτεχνικό εαυτό για να τον ξανασυνθέσουν και να τον προσδιορίσουν».[11]

Ο Αντώνης Σκιαθάς «ως συλλέκτης ζωής» ζει τον φόβο, χωρίς πανικό, στην ολότητα του θρήνου του.[12] Η μνήμη, ο χρόνος και η σιωπή συνιστούν δεσπόζουσες του έργου του, στο οποίο φιλοτεχνεί το μωσαϊκό των γεννητόρων, των προγόνων, αλλά και των επιγόνων που καθόρισαν την ιδιαίτερη ποιητική γλώσσα του. Γεγονότα του ατομικού και του κοινωνικού-πολιτικού βίου, ανασυρμένα από τις χωματερές της μνήμης, την επικαιρότητα της ειδησεογραφίας ή την Ιστορία της Ελλάδας, ιδωμένη με πανανθρώπινη και παν-ιστορική ματιά, η ταλάντευση ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο λόγο, το παράλογο και ο απροσδόκητος συνδυασμός λέξεων και φράσεων, η συνειρμική οργάνωση των εικόνων, των σκέψεων και των συναισθημάτων, είναι κάποια μόνο από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το ιδιωτικό –στην ολότητά του οικουμενικό– όραμα της ποίησης του Σκιαθά.

Κτερίσματα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου

Ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος με τα κτερίσματά του είναι κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται, παραφράζοντας τον Οδυσσέα Ελύτη, η «αρχιτεκτονική επινόηση» της ποίησης του Σκιαθά. Μυστηριώδης και συνάμα διάφανη, οργανωμένη αλλά και άναρχη, η ποίησή του μιλά για τη συλλογική περιπέτεια της «άχαρης πατρίδας με τους / ξεριζωμένους ουρανούς, με τα λεηλατημένα σύννεφα».[13] Γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Νυχτέρι στις Θερμοπύλες»[14] από την ποιητική συλλογή Αρχιτεκτονική της σιωπής:

Σούρουπο ασάλευτο.
Άνθρωποι βρεγμένοι στον βοριά δισδιάστατης πατρίδας.
Σε πρώτο πλάνο, άγρυπνοι σ’ ατέλειωτο νυχτέρι.
Σε δεύτερο πλάνο, οι απειλές, οι προσευχές και τα κέρδη απ’ τις
αμαρτίες της αγάπης.
Το στάρι λιγοστό, το κλάμα λιγοστό και τα πουλιά σε κλουβιά με
λιγοστό τον άνεμο.
Αποδημητικά τα έφεραν με τις φρουρές των μυροφόρων.

Έστρωσαν τα στρώματα στην πρωτεύουσα του Βασιλείου.
Έφτιαξαν θυμούς με σανίδια απ’ όλες τις επαναστάσεις, Ελλήνων,
Βαλκανίων και πολιορκητών του Βυζαντίου.

Πατρίδα κι αυτή με Θερμοπύλες και εφιάλτες, με πηγάδες και
παλουκωμένα κεφάλια, με τεθωρακισμένα και χωροφύλακες
στους δρόμους.

Παρελθόν και παρόν συναιρούνται μέσω της ποιητικής ενόρασης για να αποδώσουν τα πάθη, τα βάσανα, αλλά και τις ένδοξες στιγμές της πολύπαθης πατρίδας. Στιγμιότυπα από την Ιστορία των Ελλήνων και τους αγώνες τους για ελευθερία, ανεξαρτησία και δημοκρατία ως κτερίσματα του δημόσιου βίου είναι διάσπαρτα στο έργο του Σκιαθά, ο οποίος δεν διστάζει να μιλήσει για την «Ιστορία σε συνέχειες σε ένα παζάρι που δεν έγινε»,[15] ή για τους μεταπράτες των ιερών και των όσιων, της «ευμορφίας της ιστορικής μνήμης».[16]

Ο Σκιαθάς στο έργο του διασταυρώνεται συχνά με τις πολύτροπες όψεις της επικαιρότητας, ανατέμνοντας και αναδιανέμοντας τη σκληρή ύλη της πραγματικότητας, μετατρέποντάς την σε ύλη ποιητική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του διαλόγου αυτού συνιστούν τα ποιήματα, πεζόμορφα ή «ποιητικά» πεζά, που αναφέρονται στην πρόσφατη δυστοπική εμπειρία της πανδημίας της Covid 19, τα οποία ανήκουν στην ενότητα με τίτλο «Χρόνος» από την ποιητική συλλογή Κατασκοπεία του Χρόνου (2021). Ο φόβος για το άγνωστο, η καραντίνα και η απομόνωση, η ανατροπή της καθημερινότητας, η σκληρή πραγματικότητα των νοσοκομείων, οι ανικανοποίητες επιθυμίες, οι ειδήσεις για τους αναρίθμητους νεκρούς, η μοναξιά και τα αδιέξοδά της, η αναβίωση ιδεοληψιών και η σύγκρουση ιδεολογιών, η αγωνία του επικείμενου θανάτου, «όλα τα Αν του κόσμου»,[17] ωθούν τον έγκλειστο ποιητή να αναμετρηθεί με τον εαυτό του, τον συνάνθρωπο, το παρελθόν και το παρόν, και κυρίως με το αβέβαιο μέλλον. Από τα πολλά, εξαίσια κείμενα της ενότητας αυτής, αντιγράφω το πεζόμορφο με τίτλο «Ανοσία της Αγέλης»,[18] στο οποίο διακρίνονται τα θέματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως:

Μαχαιρωμένη τρέκλιζε σ’ όλο το σπίτι η μοναξιά. Στα κλάματα των ενοίκων συναντούσε τον ρολογά που έψαχνε τις σαρκοφάγους του χρόνου. Το τώρα κούρδιζε με ρήματα αιωνιότητας αλαφιασμένες τις στιγμές. Τα πορτοπαράθυρα της πατρικής οικείας στο αντριλίκι του αέρα. Τα καρφιά στα ξύλα της πόρτας μίσχοι ξενιτειάς. Το πρόσωπο της μάνας έσταζε ιδρώτα μ’ ένα τζάμι στο λαρύγγι καρφωμένο. Εικονοστάσια ιστορημένα στις βιογραφίες της πανδημίας. Περιπλανώμενος στου δράκου καθρέπτη τα γηρατειά, ζητιάνευε μπαρούτι ο θάνατος τα περασμένα ν’ αναστήσει. Τα πιάτα άπλυτα στα ερείπια του νεροχύτη. Νεκρική ησυχία στην ανέλπιστη ασάφεια του τέλους. Ενοχές, ψεύδη της έσχατης στιγμής για την πτώση. Τα έπιπλα γεμάτα σκόνη. Χαλκομανίες με αφιερώσεις για τις χειρονομίες της ευτυχίας. Όπως στο πατάρι που έβγαλε γραφή φρίκης η νεαρή κορασίδα Άννα Φρανκ, ορίζουν το ποίημα και τον ποιητή. Τον έγκλειστο ποιητή, τον ανέστιο, στο διαμέρισμα με τη βιβλιοθήκη της χλωμής ζωής, την άδεια πισίνα των λέξεων, των τηλεφωνικών καταλόγων με ονόματα νεκρών και τον απότιστο λαχανόκηπο και τ’ απλωμένα ρούχα της βεράντας στο σκοτάδι.

Ο διάλογος με την επικαιρότητα και την ειδησεογραφία δεν εξαντλείται στα κείμενα της πανδημίας. Η οικολογική καταστροφή που προκαλείται από τις δασικές πυρκαγιές, για τα καμένα δέντρα που δεν θα γίνουν ξανά Αμαζόνιος,[19] το δράμα των πνιγμένων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου είναι κάποιες επιπλέον από τις θεματικές που συνθέτουν τη γεωγραφία της σιωπής στο έργο του Σκιαθά και αναδεικνύουν τον προβληματισμό του για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και τον πολιτικό λόγο του για την αδικία σε όλες τις διαστάσεις και εκφάνσεις της.

Ιδιαίτερη θέση στο έργο του Σκιαθά κατέχουν τα κείμενα του ιδιωτικού βίου, «εμμονές» του ποιητή, που αφηγούνται ιστορίες από την γενέθλια πόλη και φέρνουν στο φως τα κτερίσματα που θεμελίωσαν την πολυδιάστατη προσωπικότητα και το βάθος του συναισθηματικού κόσμου του. Τα γρανάζια της μνήμης ζωντανεύουν όσους έφυγαν νέοι, ανάμεσά τους και ο πατέρας, οι οποίοι θυσιάστηκαν για τις αρχές και τα πιστεύω τους, τους αγώνες για δημοκρατία στην σκοτεινή εποχή της δικτατορίας, τη μητέρα, «πιστή στο καθήκον της οικοδέσποινας που γιόρταζε ο πρωτότοκός της» και που «από το αχάραγο έβαζε σε εφαρμογή την υπόθεση γλυκό. Ραβανί πασπαλισμένο με καρύδα, καλά σιροπιασμένο σε δύο μεγάλα ταψιά».[20] Η στιγμή της αφοβίας, «η στιγμή που κάνεις το τελευταίο τσιγάρο και όλοι αισθάνονται το παγερό της μετάβασης, εκτός από σένα που νιώθεις την ζεστασιά της ύπαρξης», η οριακή στιγμή ανάμεσα στη ζωή και τον ηθελημένο θάνατο με μια καλοστημένη και καλαίσθητη τελετή λήξης, η απόλυτη μοναξιά, η αναμέτρηση του τώρα με το επέκεινα, η ανημποριά των βιβλίων στη βιβλιοθήκη να ανατρέψουν την απελπισία, αλλά και το φως που δημιουργεί αποικίες ζωής στη σάλα αν και το παράθυρο είναι κλειστό, είναι τα κύρια κεφάλαια στο μάθημα της καλλιγραφίας του θανάτου, που διαφαίνεται στο σύνολο του έργου του Αντώνη Σκιαθά.

Αντί επιλόγου

Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά, σαν εκκρεμές, κινείται ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο λόγο, στο ατομικό και το κοινωνικό, και «με την αλήθεια του θανάτου ακμαία»,[21] μεταμορφώνεται σε φωταγωγημένο ποταμόπλοιο που περνά κάτω από τη γέφυρα της μοναξιάς.[22] Ο ποιητής ταλαντεύεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τη ζωή και τον θάνατο, το εφήμερο και το αιώνιο, έχοντας ως γνώμονα τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας και τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκφράσει το τέλος:

Με αφορμή την πτώση ενός δοξασμένου.

Ο γεωμέτρης:
ο κύκλος για να γίνει κύκλος πρέπει η αρχή να γίνει και πάλι αρχή.

Ο ποιητής:
η ματαιότητα έχει κάλλος και ο χρόνος έλεος για τους ηττημένους.

Ο μοναχός:
το πολυώνυμο του βίου καταγράφει ασκήσεις θέρους μόνον όταν υμνείται το τέλος.

Ο θνητός:
η αλήθεια είναι ότι όσο και να λιώνεις με ζεμπεκιές σε γιορτάσια,
πάντα θα σε βρίσκει η ψύχρα του Αχέροντα καθώς λάμνει η
βάρκα στο μαύρο τ’ αγιονέρι..[23]


[1] Αντώνης Σκιαθάς, «Καλλιγραφία θανάτου», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, Εκδόσεις ΑΩ, Καλύβια Αττικής, 2024, σ. 170.

[2] Ηλίας Κεφάλας, «Το ιδιωτικό όραμα», Το Δέντρο, τχ. 50-51, 1990, σ. 135.

[3] Στο ίδιο, σ. 135.

[4] Βαγγέλης Κάσσος, Ασφυξία του βλέμματος. Σύγχρονη ελληνική ποίηση και ιδεολογία, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1989, σ.51.

[5] Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Κέδρος, Αθήνα 1995, σ. 15.

[6] Ηλίας Κεφάλας, «Το ιδιωτικό όραμα», ό.π., σ. 136.

[7] Βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Οι νέοι Έλληνες ποιητές από μια διαφορετική άποψη», η λέξη, τχ. 99-100, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1990, σ. 775-777.

[8] Θ.Δ. Φραγκόπουλος, «Σημειώσεις για έναν μελλοντικό μελετητή της λογοτεχνίας μας τη δεκαετία του ογδόντα», η λέξη, τχ. 99-100, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1990, σ. 713.

[9] Στο ίδιο, σ. 713.

[10] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Οι νέοι Έλληνες ποιητές από μια διαφορετική άποψη», ό.π., σ. 776.

[11] Θεοδούλη Αλεξιάδου, [Η ποιητική γενιά του 1980], Βιότοπος Πολιτισμού Culture Book, https://culturebook.gr/diafora/2019-10-29-11-04-57/, 29/10/2019.

[12] Αντώνης Σκιαθάς, «Καλλιγραφία θανάτου», ό.π., σ. 171.

[13] Αντώνης Σκιαθάς, «Αποχαιρετισμός», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, ό.π., σ. 67.

[14] Αντώνης Σκιαθάς, «Νυχτέρι στις Θερμοπύλες», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, ό.π., σ. 63.

[15] Αντώνης Σκιαθάς, «Το Παζάρι της Σιωπής», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, ό.π., σ. 68.

[16] Στο ίδιο, σ. 68.

[17] Αντώνης Σκιαθάς, «Συμφιλίωση», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, ό.π., σ. 107.

[18] Αντώνης Σκιαθάς, «Ανοσία της Αγέλης», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, ό.π., σ. 113.

[19] Παράφραση, βλ. Αντώνης Σκιαθάς, «Μαθητικοί αγώνες», Ημερολόγιο θηριοδαμαστή, Ιωλκός, Αθήνα 2024, σ. 15.

[20] Αντώνης Σκιαθάς, «Το Χάρτινο Κουτί», στο: Τριλογία, Χρόνος•Σιωπή•Μύθος, ό.π., σ. 161.

[21] Αντώνης Σκιαθάς, «Φωταγωγημένη μοναξιά», Ημερολόγιο θηριοδαμαστή, ό.π., σ. 33.

[22] Παράφραση. Στο ίδιο, σ. 33.

[23] Αντώνης Σκιαθάς, «Τέσσερα πρόσωπα γράφουν για το τέλος», Ημερολόγιο θηριοδαμαστή, ό.π., σ. 44.

Φωτογραφία: Στο σπίτι του Nichita Stanescu στο Ploieşti με τον ποιητή Nicolae Baciout και τον διευθυντή του Μουσείου Λογοτεχνίας Florin Sicoie

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Βιογραφικό Δέσποινα Παπαστάθη

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη