Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή , εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2024
ISBN : 978-960-640-229-6
Γράφει η Ιωάννα Τσιβάκου, ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου
Διαβάζοντας το Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή του Αντώνη Σκιαθά
Δεν είμαι ποιήτρια, το πεδίο που εντρύφησα είναι αυτό της κοινωνιολογίας. Όμως, θα μπορούσε να με συγκαταλέξει κανείς στους εραστές της ποίησης. Κι όπως συμβαίνει με τους περισσότερους από τους εραστές της ελληνικής ποίησης που ανήκουν στους «ηλικιωμένους», σταματάμε την ποιητική μας απόλαυση μέχρι τους ποιητές της γενιάς του 70. Λίγες είναι οι περιηγήσεις και απολαύσεις μας από την γενιά των δεκαετιών 80-90. Ο λόγος θα πρέπει να αναζητηθεί στο ότι γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε σε μια εποχή όπου ακόμη το εμείς είχε νόημα, γι’ αυτό και ο εγκλεισμός μεγάλου μέρους της νεώτερης ποίησης στο προσωπικό εγώ δεν μας θέλγει. Έτσι, αιφνιδιάστηκα, όταν τυχαία, μέσα από μια γενναιόδωρη και τιμητική χειρονομία, ο Αντώνης Σκιαθάς μου χάρισε το Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή, το πρώτο δικό του έργο που διάβασα και ήλθα σε επαφή με την ποίησή του. Ξαφνικά, ανακάλυψα πως υπάρχουν ακόμη ποιητές οι οποίοι παλεύουν όχι με λέξεις ανοίκειες, αλλά μ’ έναν ποιητικό λόγο που ξυπνά μέσα μας μεταφυσικές ανησυχίες, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει κρυφά νοήματα και μνήμες, όλα εμφωλευμένα στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Στίχοι, όπως για παράδειγμα για κάποιον βασανισμένο, «Αιμορραγούσε και από το εγώ και από το εμείς, μ’ ένα καρφί μπηγμένο στο σκοτάδι του», κυκλοφορούν φανερά ή υπαινικτικά σε πολλά σημεία της γραφής του Σκιαθά, φέρνοντας την ατομική αλλά και τη συλλογική συνείδηση ενώπιον των ευθυνών της.
Ο Σκιαθάς έζησε στο μεταίχμιο δύο εποχών, όταν ακόμη τα συλλογικά οράματα ενέπνεαν αγωνιστικές κινητοποιήσεις κι όταν λίγο αργότερα η ιστορία σήμανε το τέλος των ιδεολογιών. Σήμερα, με το να βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας ηλικιακής κατάστασης όπου μπορεί να αισθανθεί την κάμψη της σωματικής ρώμης συντροφευμένη από την υπαρξιακή διάσταση της μοναξιάς ως κοινής μοίρας, μπορεί να γράφει στίχους όπως «Το σώμα στο πυκνό υφαντό της πρώτης του έτους, γίνεται φωταγωγημένο ποταμόπλοιο και περνά κάτω από τη γέφυρα της μοναξιάς», αμβλύνοντας τελικά τη μαυρίλα του επερχομένου γήρατος.
Παρόμοιοι στίχοι μας ξαφνιάζουν και μας συγκινούν, διότι εν προκειμένω η ποιητική τους εκφραστικότητα υπερβαίνει τα όρια και του ρεαλισμού αλλά και του μεταμοντέρνου γλωσσοκεντρισμού. Οι στίχοι του Σκιαθά έχουν το προνόμιο να μην είναι ερμητικά κλειστοί, αλλά να γίνονται κατανοητοί και από το ευρύτερο κοινό, αφού παραπέμπουν στη συλλογική μνήμη (ενδεικτικά, όταν γράφει: «χωρίς τα ρήματα του Ρωμανοού του Μελωδού, χωρίς τις ασκήσεις πιάνου του Εμμανουήλ Χατζηδάκη, χωρίς την αντίσταση του αγωνιστή Μιχαήλ Θεοδωράκη, θα χαθούμε»). Ο κοινός αναγνώστης καταλαβαίνει αμέσως πως πρόκειται και γι’ αυτόν, για τα όσια και ιερά που έχουν θεμελιώσει τον ψυχισμό του. Παρόλα αυτά, υπό μια γενικότερη οπτική, θα μπορούσε να ισχυριζόταν κανείς πως η ποίηση το Σκιαθά μοιάζει σαν να υπηρετεί το μεταμοντέρνο είδος της εικονοποίησης.
Με τον όρο εικονοποίηση δεν υπαινίσσομαι την ψηφιακή εικονικότητα, αλλά την εικονοποίηση ─από μέρος της σύγχρονης ποίησης─ της απόσυρσης του ποιητή από το ακατανόητο ενός κόσμου που έχει χάσει την ομορφιά του. Η εικονοποίηση έλκει με τη δύναμη των εικόνων της, ταυτόχρονα όμως αποκόπτει τον αναγνώστη από την ποικιλομορφία και τον ερμηνευτικό πλούτο της πραγματικότητας, παραδίδοντάς τον άοπλο σε μια φαντασιακή απεικόνιση του υπάρχοντος. Κι όμως αυτό δεν αληθεύει για την ποίηση του Σκιαθά. Παρόλο που οι παραβολές και παρομοιώσεις των ποιημάτων του δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, εν τούτοις η όλη τους εικονικότητα εδράζεται στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ο στίχος «Έβρεχε όπως τότε που χάσαμε ο ένας τον άλλον στο άδειο σακί της μνήμης». Το σακί δεν αποτελεί μεταφορά, η μνήμη δεν μπορεί να παρομοιαστεί με σακί, αλλά αποτελεί εικόνα που έρχεται να ενισχύσει το πραγματικό, το ότι δηλαδή χάσαμε ο ένας τον άλλον.
Ο Σκιαθάς δεν αντιμάχεται την πραγματικότητα, παρά βυθίζεται στην ιστορία και την ανθρώπινη μοίρα, γι’ αυτό και ο χρόνος είναι το μέγεθος που κυκλοφορεί άλλοτε φανερά και άλλοτε κρυφά σε κάθε του στίχο. Ακόμη κι όταν με θλίψη περισσή περιπλανιέται στις εθνικές μας περιπέτειες ή στις αφωνίες του Μπουκόφσκι, καταλήγει πως «η ματαιότητα έχει κάλλος και ο χρόνος έλεος για τους ηττημένους», δίνοντας έτσι μιαν υπαρξιακή διέξοδο στην πάλη της ζωής με τον θάνατο.
Παρότι με την παρέμβασή μου μπορεί να παραβίασα θύρες ανοιχτές της ποιητικής κριτικής, θα μου επιτρέψετε να κλείσω με κάτι που άπτεται των προσωπικών μου ενασχολήσεων. Ο ποιητικός Θηριοδαμαστής, δεν εξημερώνει απλώς τον χρόνο του και τον χρόνο μας ωθώντας μας σε μιαν εμβάπτιση στη συλλογική μνήμη∙ επί πλέον, με στίχους όπως: «Χωρίς τη συγχώρεση του άλλου, πώς να υπάρξεις εσύ, εμείς», δείχνει όχι μόνο ποιητικά αλλά και φιλοσοφικά, έναν άλλο τρόπο ζωής, ώστε αυτή η εξημέρωση να καταλήξει σε αναζωογονητική μεταφορά του αιώνιου στο εφήμερο της ύπαρξής μας.
Σημείωση: Το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή (εκδ. Ιωλκός) στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης , το Σάββατο, 10 Μαΐου 2025
Φωτογραφία: Με τον Ελληνιστή David Ricks και τη συγγραφέα Victoria Hislop στο Hellenic Center