Αντώνης Σκιαθάς, Τριλογία: Σιωπή -Χρόνος -Μύθος, εκδ. ΑΩ , Αθήνα, 2023
ISBN: 978-618-5845-20-9
Γράφει η Μίνα Πετροπούλου
Η Ποιητική Τριλογία Αντώνη Σκιαθά: Σιωπή – Χρόνος – Μύθος στην Επινόηση του Ελληνικού Εαυτού
Η ποιητική “Τριλογία” του Αντώνη Σκιαθά – που απαρτίζεται από τις συλλογές “Κατασκοπεία του Χρόνου”, “Αρχιτεκτονική της Σιωπής” και “Αφανείς Μύθοι”– δεν αποτελεί απλώς μια θεματική ακολουθία, αλλά έναν συμπαγή λογοτεχνικό τόπο στον οποίο αναδύεται η βαθύτερη αγωνία για το υπαρξιακό και συλλογικό ίχνος. Ο Σκιαθάς υφαίνει μια ποίηση στοχαστική, γεωμετρικά δομημένη και βαθιά ελληνική, όπου τρεις σταθερές – ο χρόνος, ο μύθος/μνήμη και η σιωπή – λειτουργούν όχι ως αφηρημένες έννοιες, αλλά ως υπαρξιακές αρχές. Αυτές διαπερνούν τη γλώσσα, τη μορφή και το φιλοσοφικό υπόστρωμα του έργου του.
Χρόνος, Μνήμη και σιωπή: το υπαρξιακό τρίγωνο της Τριλογίας
Η μνήμη στον Σκιαθά δεν είναι μόνο νοητική λειτουργία, αλλά βαθιά ψυχική εγγραφή. Συνδέεται άρρηκτα με τον χρόνο, καθώς οι αναμνήσεις λειτουργούν ως σκιές που κατοικούν το παρόν και το διαμορφώνουν. Η μνήμη μετατρέπεται σε γέφυρα που διαπερνά τον χρόνο και τη σιωπή.
Η σιωπή από την πλευρά της δεν είναι μόνο ποιητική τεχνική, αλλά υπαρξιακή συνθήκη. Όπως λέει και ο ίδιος: “Η σιωπή είναι το χώρο όπου η μνήμη αναπαύεται,
το κενό που γέννησε τον κόσμο”.
Xρόνος, μνήμη και σιωπή συγκροτούν μια ενοποιημένη φιλοσοφική τριάδα. Kάθε στοιχείο εμπλουτίζει και αναδιαμορφώνει τα άλλα, συνθέτοντας την αίσθηση ενός ελληνικού εαυτού που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση και ανάκτηση.
Η σιωπή ως μορφή επιβίωσης της ταυτότητας
Ο ίδιος ο δημιουργός υποστηρίζει: “Η τριλογία συνομιλεί με το τρίπτυχο χρόνος- μνήμη-σιωπή που εμπεριέχει τον μύθο της ζωής. Εξ’ αρχής είχε σχεδιασθεί να κυκλοφορήσει σε τρεις αυτοτελείς εκδόσεις και μάλιστα σε τρεις συνεχόμενες χρονιές. Η κάθε συλλογή αποτελείται από τριάντα τρεις ποιητικές συνθέσεις χωρισμένες κάθε φορά σε τρεις ενότητες. Σε όλη τη σύνθεση κυριαρχεί η φιλοσοφική αναζήτηση της σιωπής. Η άσκηση για την κατάκτησή της είναι σημαντική για την ανθρώπινη ύπαρξη και την αρμονία της καθημερινότητας.”
Η σιωπή, όπως την χρησιμοποιεί στην ποιητική του διαδρομή ο Αντώνης Σκιαθάς αλλά και γενικότερα η νεοελληνική ποιητική παράδοση, δεν είναι απλώς απουσία λόγου. Είναι μια βαθιά πολιτισμική και υπαρξιακή λειτουργία, που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που ο ελληνισμός αντιλαμβάνεται την ταυτότητά του.
Η ελληνική ταυτότητα έχει διαμορφωθεί μέσα από ιστορικές ρήξεις, σιωπές, απώλειες και απαγορεύσεις. Από την Οθωμανική περίοδο έως τις πολιτικές διώξεις του 20ού αιώνα, η σιωπή ήταν συχνά το μόνο πεδίο που μπορούσε να σωθεί ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Ο Έλληνας – και ο ποιητής ειδικά – έμαθε να ζει στη σκιά του ανείπωτου, να δημιουργεί μέσα από το ελλειπτικό, το μισόλογο, το υπαινικτικό. Έτσι, η σιωπή έγινε φορέας αντίστασης, μνήμης και ταυτότητας.
Ο Σκιαθάς αντιλαμβάνεται την ελληνικότητα όχι ως εθνικιστικό σημείο αναφοράς, αλλά ως εσωτερική και οντολογική εμπειρία. Και η σιωπή είναι το πεδίο αυτής της εμπειρίας. Η σιωπή του δεν είναι παθητική, είναι ενεργός τρόπος κατανόησης του κόσμου· μια “γλώσσα” πιο παλιά και από τις λέξεις. Στη συλλογή Αρχιτεκτονική της Σιωπής, η ποίηση δεν “μιλάει” την ελληνικότητα· την υπονοεί, την σμιλεύει, την φωτίζει δια της απουσίας.
Η σιωπή όμως λειτουργεί και ως σύνδεσμος με τη συλλογική μνήμη. Η ελληνική ταυτότητα δεν είναι συνεχής, αλλά κατακερματισμένη, γεμάτη ασυνέχειες και σιωπές. Η ποίηση του Σκιαθά γεφυρώνει αυτούς τους χαμένους αρμούς. Όπως λέει σε έναν χαρακτηριστικό του στίχο:
“όσα δεν ειπώθηκαν θα γράψουν τα δάχτυλα πάνω στο σπασμένο καθρέφτη.”
Εδώ, η σιωπή γίνεται μνήμη, και η μνήμη γίνεται τρόπος να αντέξει κανείς την απώλεια της ταυτότητας, χωρίς να την αρνηθεί ή να την παραμορφώσει.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η σιωπή λειτουργεί και ως προϋπόθεση για τον στοχασμό. Στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση – από τον Ηράκλειτο μέχρι τον Γιώργο Σεφέρη – η σιωπή είναι χώρος γένεσης της γνώσης. Ο Σκιαθάς δεν αποκόπτεται από αυτή την αλυσίδα. Αντίθετα, η ποίησή του χτίζεται πάνω στην παράδοση του σιγηλού στοχασμού, της ενσυνείδητης σιωπής, που αντιστέκεται στον βομβαρδισμό του κενού λόγου. Η σιωπή, λοιπόν, στην ποιητική γραφή του δεν “χρωματίζει” απλώς την ελληνική ταυτότητα · την συγκροτεί. Είναι το χώμα στο οποίο ριζώνει η γλώσσα, η μνήμη, η μορφή. Είναι ο τόπος όπου η ταυτότητα δεν διακηρύσσεται, αλλά νιώθεται. Αποδεικνύεται βίωμα -επώδυνο, κοπιαστικό, κάποιες φορές και στενάχωρο – και έτσι κατακτιέται ή αποκτάται.
Ο Χρόνος ως κατασκοπεία του βιώματος (Κατασκοπεία του Χρόνου)
Η πρώτη συλλογή της Τριλογίας συστηματικά παρακολουθεί το ίχνος: είναι μια “κατασκοπεία” του χρόνου ως βιωματικής, υπαρξιακής και ιστορικής ροής. Ο ποιητής δεν αναμετράται με τον χρόνο από απόσταση, αλλά τον κατοικεί.
Ο χρόνος στον Σκιαθά είναι αίσθηση, ανάγκη, βίωμα, πόνος αλλά και αποτύπωμα ζωής. Η ποίηση λειτουργεί ως μαρτυρία: όχι μόνο αυτού που συνέβη, αλλά και αυτού που δεν ειπώθηκε ποτέ. Η σπαραχτική διάσταση του μη ειπωμένου στον Σκιαθά αποκτά βαρύτητα εσωτερική, όχι αισθηματική. Ο χρόνος δεν είναι ημερολογιακή ροή· είναι ο παλμός του ανολοκλήρωτου, του μισού, του σχεδόν που δεν πρόλαβε να γίνει πλήρες. Η έννοια της Ιστορίας διαθλάται σε μικρά επεισόδια ζωής, σε μνήμες, σε παραλλαγές της καθημερινότητας που αποκτούν μυθική διάσταση μέσω της γλώσσας.
Στο ποίημα “Η Σκιά του Ρολογιού”, ο ποιητής γράφει: “Χρόνος – / όχι αυτός που περνά/ αλλά εκείνος που επιστρέφει/ ντυμένος με την απουσία μας.”. Εδώ ο χρόνος προβάλλεται όχι ως απλή διαδοχή στιγμών, αλλά ως εσωτερική σκιά της ύπαρξης που κουβαλά μνήμη και σιωπή.
Η Σιωπή ως αρχιτεκτονική της ψυχής (Αρχιτεκτονική της Σιωπής – βραχεία λίστα του Κρατικού Βραβείου Ποίησης 2023 )
Η δεύτερη συλλογή επιτελεί μια λεπτοφυή μετατόπιση: από τον μύθο ως μορφή, στη σιωπή ως προϋπόθεση της μορφής. Η σιωπή δεν παρουσιάζεται ως έλλειψη ή παύση του λόγου, αλλά ως αυτόνομη ποιητική γλώσσα. Ο Σκιαθάς διαμορφώνει την “Αρχιτεκτονική της Σιωπής” με τις τεχνικές ενός γλύπτη: χαράζει, αφαιρεί, φωτίζει το ανείπωτο.
Η σιωπή υφίσταται όχι γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα ομιλίας, αλλά γιατί επιλέγεται ο εσωτερικός μονόλογος ως περιδιάβαση εαυτού. Η σχέση με τον θάνατο και τον έρωτα, θεμελιώδεις θεματικές του έργου, περνούν μέσα από αυτή τη σιωπηλή δομή. Η λέξη είναι πάντα όριο και ρωγμή. Η σιωπή, όμως, είναι η ουσία. Ο Σκιαθάς επεξεργάζεται τη σιωπή όχι σαν ένα αρνητικό του λόγου, αλλά σαν μια εναλλακτική του· σαν μια αρχιτεκτονική πράξη εσωτερικής σμίλευσης. Μοιάζει να λαξεύει ποιήματα από την ακινησία, όπως ένας τεχνίτης του φωτός. Το ποιητικό υποκείμενο είναι ταυτόχρονα παρόν και απόν: μιλά για να δείξει πως δεν μπορεί να ειπωθεί αυτό που αξίζει.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα: “Η σιωπή δεν είναι κενό, / είναι το φως που σμιλεύει τις λέξεις”. Μέσα από αυτή τη σμίλευση, η σιωπή μετατρέπεται σε πηγή μορφοποίησης και μεταφυσικής ενόρασης.
Ο Μύθος ως υπαρξιακή και συλλογική μήτρα (Αφανείς Μύθοι)
Στην τελευταία συλλογή της Τριλογίας, οι “Αφανείς Μύθοι”, ο ποιητής εισχωρεί στην ιδέα του μύθου όχι ως θεολογικού ή φαντασιακού υπολείμματος, αλλά ως εγγενούς στοιχείου της ανθρώπινης συνείδησης. Ο μύθος εδώ δεν είναι καταγραφή αλλά ανάκληση: “αναγνώριση της σιωπηλής συνέχειας της παράδοσης”. Οι μύθοι του Σκιαθά είναι χαμηλόφωνοι, αθέατοι, “αφανείς” όχι λόγω ασημαντότητας αλλά λόγω εσωτερικής εγγύτητας: υπάρχουν μέσα μας, πριν καν διατυπωθούν.
Ουσιαστικά “Οι μύθοι είναι αυτές οι λεπτές νιφάδες μυστηρίου που εκπνέονται μέσα από τα βάθη των πιο φωτεινών αλλά και πιο σκοτεινών σκέψεων, εκείνων των εκλάμψεων του νου, όπου η καρδιά λιώνει και η ράχη του ανθρώπου τρέμει. Μια «ιερή» θα λέγαμε καταληψία είναι η αφορμή των μύθων, μια μορφή ενεργοποίησης του ατομικού αλλά και του συλλογικού ασυνειδήτου” (Δρίτσας)
Η μνήμη λειτουργεί ως το όχημα της αφάνειας, και η ελληνικότητα προβάλλει όχι ως εθνικό σχήμα αλλά ως ψυχική εγγραφή. Το θηλυκό στοιχείο, όπως αναλύεται στο προσωπικό δοκίμιο της μελέτης, αναδεικνύεται ως γενεαλογική ρίζα και ταυτόχρονα οντολογική πηγή της ποιητικής συνείδησης. Η γυναίκα-μήτρα, η γυναίκα-παρουσία, αλλά και η γλώσσα ως θηλυκή μορφή, αποτελούν ταυτοτικά πρότυπα στον ποιητικό μύθο του Σκιαθά. Στην ποίηση του Σκιαθά, η γυναίκα δεν είναι συμβολικό πρόσωπο· είναι ο φορέας της πρώτης ύλης της ύπαρξης. Το θηλυκό στοιχείο αποκτά οντολογική αξία· λειτουργεί ως πηγή, κοιτίδα και καθρέφτης μιας σιωπηλής, αρχέγονης μνήμης.
Στο ποίημα «Το Αρχέτυπο της Μνήμης» διαβάζουμε: “Μύθοι κρυμμένοι στη ρίζα του αίματος,/ σιωπηλοί φρουροί της ψυχής,/ αόρατοι φύλακες του χρόνου.” Εδώ ο μύθος λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στη σιωπηλή μνήμη και τον παλμό του χρόνου, καθιστώντας την ελληνική ταυτότητα ένα διαχρονικό παρόν.
Το μεταφυσικό και το ιερό στον ποιητικό κόσμο του Σκιαθά
Η ποίηση του Αντώνη Σκιαθά κινείται με ακρίβεια πάνω σε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή: ανάμεσα στην υπαρξιακή αναζήτηση και την υπέρβασή της. Η Τριλογία του δεν διατυπώνει θεολογικά ερωτήματα με άμεσο τρόπο· ωστόσο, οι στίχοι του διαποτίζονται από το αίσθημα του ιερού, όχι ως δόγμα, αλλά ως καταγωγική σιωπή που προηγείται της γλώσσας.
Το μεταφυσικό στοιχείο στον Σκιαθά είναι διάχυτο αλλά αφανές. Δεν επιτελείται με την παρουσία κάποιου θεϊκού προσώπου, αλλά με την αίσθηση της απουσίας ενός πρωταρχικού νοήματος. Η απουσία αυτή δεν βιώνεται ως μηδέν, αλλά ως κάλεσμα — όχι για αποκάλυψη, αλλά για ταπεινή επιστροφή στα ίχνη:
“Πριν απ’ τη λέξη ήταν το βλέμμα·/ και πριν απ’ τον χρόνο, το ρίγος”
(Αρχιτεκτονική της Σιωπής)
Αυτή η πρωτογλωσσική, προλεκτική εμπειρία συνιστά ένα είδος αρνητικής θεολογίας, στην οποία ο θεός – αν υπάρχει – αποσύρεται στη σιωπή. Το ιερό στον Σκιαθά δεν είναι φανέρωση· είναι μια κεντρική απουσία, που περιμένει να βιωθεί υπαρξιακά, όχι να αναλυθεί λογικά.
Η γλώσσα λειτουργεί ως μεσολαβητής, αλλά ταυτόχρονα και ως εμπόδιο. Ο ποιητής επιχειρεί να πλησιάσει το ιερό όχι μιλώντας γι’ αυτό, αλλά κατοικώντας τον παλμό του. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Σκιαθάς μεταχειρίζεται τον λόγο: ασκητικά, με αυτοπεριορισμό, σαν να προσπαθεί να μη “βεβηλώσει” το ανεπίδεκτο έκφρασης:
“Δεν λέγεται το φως· μόνο τυφλώνεσαι” (Κατασκοπεία του Χρόνου)
Η αδυναμία του λόγου να περιγράψει το απόλυτο λειτουργεί ως ποιητική αρχή. Ο στοχασμός δεν οδηγεί στην αποκάλυψη, αλλά στην ταπείνωση απέναντι στο άρρητο. Η σιωπή εδώ δεν είναι ψυχολογική ή συμβολική, αλλά ιερή: γίνεται ο κατεξοχήν χώρος θεμελίωσης του υπαρξιακού νοήματος.
Στην Τριλογία, η έννοια του Ιερού εμφανίζεται και μέσα από το τελετουργικό της καθημερινότητας. Το σώμα, η μνήμη, η πατρίδα, η απώλεια, μεταμορφώνονται σε λειτουργικά στοιχεία ενός κοσμικού μυστηρίου, που δεν έχει να κάνει με το θαύμα αλλά με την πράξη της ποίησης ως αναμονή.
“Έψαξα για τον Θεό στα κοιμητήρια·/ μα ήταν ήδη μέσα μου, ανώνυμος”
(Αφανείς Μύθοι)
Η εσωτερικότητα είναι εδώ η νέα θεολογία. Ο Θεός δεν είναι πρόσωπο· είναι η διάθεση για σιωπή, για επιστροφή, για αναστοχασμό. Το ποιητικό υποκείμενο δεν λατρεύει -προσκυνά την απουσία.
Έτσι, ο Σκιαθάς συνδέεται, χωρίς να το διακηρύσσει, με φιλοσοφικές παραδόσεις όπως ο Σωκρατικός στοχασμός, η αποφατική θεολογία του Γρηγορίου Νύσσης, αλλά και η νεωτερική ενδοστρέφεια του Χάιντεγκερ. Όμως όλα αυτά ενσωματώνονται με διακριτικότητα, μέσα από ένα ελληνικό υπαρξιακό φίλτρο, που αρνείται τη θεολογική δογματικότητα και προτιμά τη μελαγχολική, στοχαστική αμφιβολία.
Ο μεταφυσικός πυρήνας του έργου του δεν είναι η πίστη, αλλά η λαχτάρα για το ανέκφραστο. Κι έτσι, η ποίηση του Σκιαθά αγγίζει το ιερό όχι ως υπόσχεση σωτηρίας, αλλά ως συνείδηση απώλειας και ελπίδας μαζί, όπως το φως που δεν το βλέπεις, αλλά σου αποκαλύπτει τι δεν φαίνεται.
Επίμετρο: Η Τριλογία του Αντώνη Σκιαθά ως αέναη πράξη αναζήτησης και ανάκτησης
Η Τριλογία του Αντώνη Σκιαθά – Κατασκοπεία του Χρόνου, Αρχιτεκτονική της Σιωπής, Αφανείς Μύθοι – δεν συνιστά απλώς ένα λογοτεχνικό έργο, αλλά έναν ζωντανό, διαρκή χώρο εσωτερικής αναμέτρησης. Μέσα από τη διαπλοκή του χρόνου, της σιωπής και του μύθου, ο Σκιαθάς διαμορφώνει μια ποιητική που μετασχηματίζει τον πόνο της απουσίας σε οικουμενική εμπειρία.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή θεώρηση της ελληνικής ταυτότητας ως σύνολο σταθερών και αναλλοίωτων αξιών, η Τριλογία προτείνει έναν μεταφυσικό ελληνισμό, που κατοικείται από την αμφιβολία, την αβεβαιότητα και την εσωτερική σιωπή. Η γλώσσα εδώ δεν είναι μέσο έκθεσης σταθερών αληθειών, αλλά το πεδίο όπου η μνήμη και η λήθη, η ιστορία και το προσωπικό, συγκρούονται και αναδομούνται.
Η ποίηση του Σκιαθά υπερβαίνει τον μοντερνισμό καθώς αρνείται την επίφαση μιας τελικής αποκάλυψης ή την οριστική λύση, προσκαλώντας τον αναγνώστη να συμμετέχει στην διαρκή πράξη της ανάκτησης, που είναι ταυτόχρονα και πράξη αμφισβήτησης. Η σιωπή δεν είναι απουσία λόγου, αλλά ο χώρος όπου αναδύεται το ανεπίδοτο και το ιερό, το οποίο δεν κατακτιέται αλλά βιώνεται με στοχαστική ταπείνωση.
Η αναφορά στη μνήμη και τον χρόνο μέσα στο έργο δεν είναι αναπόφευκτα μια νοσταλγία για το παρελθόν. Είναι μια διπλή κίνηση: αναγνώριση του παρελθόντος ως ασταθούς και θραυσματικού, και ταυτόχρονα η δημιουργία ενός νέου, φιλοσοφικά θεμελιωμένου παρόντος. Αυτό το παρόν δεν εδράζεται σε σταθερές βεβαιότητες, αλλά στην αναζήτηση και την αποδοχή της αβεβαιότητας.
Σε ένα επίπεδο ευρύτερο, η Τριλογία λειτουργεί ως μια σημαντική φωνή στον ελληνικό πολιτισμό που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την έννοια της ταυτότητας μέσα από την υπαρξιακή διάσταση, υπερβαίνοντας τα στερεότυπα και τις εξωτερικές πιέσεις. Στοχάζεται πάνω στη γλώσσα ως τόπο μνήμης και απώλειας, ως πεδίο σύγκρουσης και γένεσης. Σταθερά η ποιητική γλώσσα του Σκιαθά διατηρεί τον υπερρεαλιστικό της χαρακτήρα, διανθισμένη με μια πολυεπίπεδη σημειολογία και μια ενδοσκοπική στοχαστικότητα που προσδίδει στα ποιήματά του το βάθος ενός φιλοσοφικού στοχασμού επί του υπαρξιακού πεδίου. Οι λέξεις δεν συνιστούν μόνο λεκτικά εργαλεία αλλά δίαυλους μιας πολυσημικής νοηματικής αποκάλυψης, μια διαρκή αναμέτρηση ανάμεσα στο φθαρτό και το αιώνιο. Και στην τελευταία του συλλογή Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή (εκδ. Ιωλκός, 2024) εξακολουθεί ο χρόνος να μην λειτουργεί ως μια γραμμική αλληλουχία, αλλά ως ένα παλίμψηστο που η ιστορία, η μνήμη και η ανθρώπινη μοίρα συγκλίνουν και ανασυντίθενται, διατηρώντας πάντοτε έναν πυρήνα ερμητικής αβεβαιότητας: «Στο αφηρημένο της Ιστορίας παραληρεί ο ποιητής./…πιστεύει, τάχα, στην ιερά εξέταση,/ ότι οι ώρες, οι μέρες γίνονται αιωνιότητα κι οι ελάχιστοι,/ ήρωες της ελευθερίας./ Μαύρα μαντάτα και γι’ αυτόν και για τους ήρωες./ Ο πλανήτης ένα βουβάλι είναι/ που κυλιέται στη λάσπη του σύμπαντος».
Το έργο του Αντώνη Σκιαθά μας θυμίζει ότι η ποιητική πράξη είναι ταυτόχρονα πράξη μνήμης και λήθης, λόγος και σιωπή, γνώση και αναζήτηση. Είναι μια διαρκής ανοικτή πρόσκληση σε εσωτερικό διάλογο και φιλοσοφική αναστοχαστική πορεία, η οποία δεν υπόσχεται βεβαιότητες, αλλά βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης και του χρόνου που τη διαπερνά.
Βιβλιογραφία
Γιώργος Δρίτσας , Καθημερινοί μύθοι, Εφημερίδα των Συντακτών – Νησίδες, 30/11/24
Κρίστυ Κουνινιώτη, Συνέντευξη Αντώνη Σκιαθά, εφημερίδα Πελοπόννησος, 08/03/2024
Μίνα Π. Πετροπούλου, Η έννοια της ύπαρξης ως σημαίνουσα κοσμοθεωρία στην ποιητική του ποιητή Αντώνη Σκιαθά, Περιοδικό Παρέμβαση, Καβάλα, 2024
Μίνα Π. Πετροπούλου, Απέναντι στην εξουσία του χρόνου, Εφημερίδα των Συντακτών – Νησίδες, 12-13/04/2025
Αντώνης Σκιαθάς, Κατασκοπεία του Χρόνου , εκδ. ΑΩ, Αθήνα, 2021
Αντώνης Σκιαθάς, Αρχιτεκτονική της σιωπής , εκδ. ΑΩ, Αθήνα, 2022
Αντώνης Σκιαθάς, Αφανείς μύθοι, εκδ. ΑΩ , Αθήνα, 2023
Αντώνης Σκιαθάς, Τριλογία: Σιωπή -Χρόνος -Μύθος, εκδ. ΑΩ , Αθήνα, 2024
Αντώνης Σκιαθάς, Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα, 2024
Φωτογραφία: Με τον Νομπελίστα Ορχάν Παμούκ