Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Αντώνης Δ. Σκιαθάς | Γράφει o Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του ’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη:

Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Αυτόν τον Μάιο έχουμε αφιέρωμα  στον ποιητή Αντώνη Δ. Σκιαθά.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Ημερολόγιο Θηριοδαμαστή , εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2024

ISBN : 978-960-640-229-6

Γράφει o Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος, Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Α.Π.Θ.

Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω: το συλλογικό τραύμα και o George Floyd στην ποίηση του Αντώνη Σκιαθά

Ένας από τους βασικούς άξονες της ποιητικής του Αντώνη Σκιαθά είναι ο γόνιμος διάλογος με την Ιστορία. Άλλοτε κριτικά, άλλοτε με διάθεση κατανόησης, άλλοτε με πρόφαση την αλληγορία, το ποιητικό υποκείμενο καταφεύγει στην Ιστορία για να αρδεύσει προποιητικό υλικό.[1] Στην παρούσα μελέτη θα εστιάσουμε σε ένα μόνο ποίημα από την τελευταία συλλογή του Σκιαθά, Ημερολόγιο θηριοδαμαστή, τον «Διάλογο νεκρών», όπου η σύγχρονη πολιτική Ιστορία τροφοδοτεί το ποίημα. Συγκεκριμένα, η περίπτωση του George Floyd, του σαρανταεξάχρονου Αφροαμερικανού, ο οποίος, στις 25 Μαΐου 2020, δολοφονήθηκε από λευκό αστυνομικό που πατούσε τον λαιμό του επί σχεδόν εννέα λεπτά.[2] Πρόκειται, βέβαια, για τη μοναδική, μέχρι τώρα, ποιητική ανταπόκριση στη δολοφονία του Floyd από μέρους της ελληνικής λογοτεχνίας, γεγονός που καθιστά το ποίημα «Διάλογος νεκρών» γόνιμο πεδίο για τη διερεύνηση των σχέσεων της εγχώριας παραγωγής με το διεθνές γίγνεσθαι.

Στις σελίδες που θα ακολουθήσουν, θα αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Σκιαθάς κατασκευάζει τη φωνή του Floyd, καθώς και τους μηχανισμούς που επιστρατεύει για να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στον ιστορικό τραυματισμό και την ποιητική του αναπαράσταση.[3] Ο «Διάλογος νεκρών» αρθρώνει έναν διπλό λόγο: από τη μία πλευρά, προσεγγίζει την τραγωδία του Floyd με έναν δραματοποιημένο, σχεδόν τελετουργικό τρόπο, και από την άλλη την εντάσσει σε μια διαχρονική συνομιλία με τους νεκρούς της Ιστορίας,[4] καθιστώντας τον Floyd όχι μόνο θύμα της σύγχρονης αστυνομικής βίας, αλλά και συμμέτοχο ενός συλλογικού αφηγήματος αδικίας και αντίστασης.

Ο Σκιαθάς δεν αποπειράται να «αναστήσει» τον Floyd στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής αποτύπωσης. Αντίθετα, του αποδίδει μια ποιητική ταυτότητα, διαμορφωμένη μέσα από την ετερότητα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης και τη λειτουργία της αλληγορίας. Ο λόγος του Floyd φέρει μέσα του την ηχώ άλλων φωνών, άλλων αγώνων, όπως θα φανεί ιδαίτερα στο τέλος του ποιήματος· πρόκειται για έναν λόγο συνθετικό, που ενσωματώνει το τραύμα, την κραυγή και τη σιωπή. Ο ποιητής εντάσσει έτσι το συγκεκριμένο γεγονός σε ένα παγκόσμιο φαντασιακό περί αδικίας και θυσίας. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο ποιητικός χρόνος. Ο Σκιαθάς αποφεύγει τη γραμμική αφήγηση· αντ’ αυτής, αξιοποιεί μια κυκλική ή, καλύτερα, σπειροειδή δομή, στην οποία παρελθόν και παρόν τέμνονται, υπαινισσόμενοι μια διαρκή επιστροφή της βίας ως ιστορικού συμβάντος. Η φωνή του Floyd συνομιλεί με φαντασιακές μορφές, ή με μία μόνη φωνή, και η δολοφονία του αποκτά χαρακτήρα εμβληματικό, μετατρέποντας τον ίδιο τον Floyd σε φορέα μιας ευρύτερης μνήμης.[5]

Παρατίθεται το ποίημα:

-Το όνομά σου, «σκύλε».
-Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω.

Τα νύχια μπηγμένα στην άσφαλτο προσπαθούν να βγάλουν οξυγόνο.

-Τα χαρτιά σου, βρομιάρη.
-George Floyd, τα χαρτιά μου δεν έχουν
σφραγίδες, δεν έχουν υγρασίες ελέγχων.

Στη Μινεσότα, σε βιοτεχνίες θανάτου η ζωή έχει το γόνατο στον αυχένα, έχει τριακόσια δευτερόλεπτα ελευθερίας.
Η φωνή του George δε βγαίνει, τα σάλια του αφρίζουν στο τσιμέντο κι οι μπότες του μπάτσου σβήνουν το ουράνιο τόξο στα πνευμόνια του.

-Το όνομά σου.

-Δεν έχω όνομα,
δεν έχω πατρίδα,
δεν έχω Θεό,
είμαι νεκρός.
Είμαι νεκρός ημέρες εγκλεισμού
ακόμα και την άνοιξη[6]

Η ποίηση, ως κατεξοχήν συμπυκνωμένη μορφή λόγου, διαθέτει μοναδικές δυνατότητες να συλλάβει και να αποδώσει το άρρητο, το τραύμα εκεί όπου η κυριολεκτική γλώσσα καταρρέει. Σύμφωνα με τη Cathy Caruth, το τραύμα δεν είναι απλώς ένα παρελθοντικό γεγονός, αλλά μια καθυστερημένη εμπειρία που επιστρέφει επίμονα ως εικόνα ή σιωπή, χωρίς να έχει ακόμη γίνει πλήρως κατανοητή.[7] Η ποίηση, και ειδικά η δραματοποιημένη, είναι ένα από τα πιο κατάλληλα μέσα για την απόπειρα άρθρωσης αυτής της αδυνατότητας πρόσβασης· λειτουργεί, θα λέγαμε, όχι ως αναπαράσταση του τραύματος, αλλά ως σκηνή του τραύματος. Ο Αντώνης Σκιαθάς, στο ποίημα «Διάλογος νεκρών», στήνει ακριβώς μια τέτοια ποιητική σκηνή που λειτουργεί ως συμβολικός τόπος μαρτυρίας. Η φωνή του George Floyd, αποδοσμένη μέσα από την τεχνική του αντιστικτικού διαλόγου, δεν παρουσιάζεται ως ντοκουμέντο ή αναπαραγωγή του πραγματικού συμβάντος. Αντιθέτως, λειτουργεί ως τραυματική εστία, τόπος όπου η απώλεια φωνής (κυριολεκτικά και μεταφορικά) γίνεται ποίηση. Ο Floyd δηλώνει:

-Δεν έχω όνομα,
δεν έχω πατρίδα,
δεν έχω Θεό,
είμαι νεκρός.

Η δήλωση αυτή επαναπροσδιορίζει το υποκείμενο όχι μόνο ως νεκρό σώμα, αλλά ως συλλογικό υποκείμενο που ενσωματώνει την ιστορική εμπειρία εκατομμυρίων άλλων αόρατων υποκειμένων. Όπως έχει δείξει ο Dominick LaCapra, η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως «μεταβατική μορφή πένθους»· δεν θεραπεύει το τραύμα, αλλά επιτρέπει την αναπαράστασή του με τρόπο που ανοίγει χώρο για τη μνήμη, τη μετάδοση και την ηθική σκέψη.[8]

Ο Σκιαθάς χρησιμοποιεί λεκτικές εικόνες υψηλής έντασης για να προσδώσει σωματικότητα στην εμπειρία της βίας, όπως στην εικόνα «Τα νύχια μπηγμένα στην άσφαλτο προσπαθούν να βγάλουν οξυγόνο». Η σωματική αντίδραση στο βασανιστήριο μετατρέπεται σε ποιητική εικόνα αγωνίας και βιοπολιτικής οριακότητας – ένα μοτίβο που θυμίζει την έννοια του homo sacer του Giorgio Agamben: το ανθρώπινο ον που μπορεί να θανατωθεί χωρίς να θεωρηθεί φόνος.[9] Ο Floyd, μέσα στο ποίημα, δεν αναγνωρίζεται ως πλήρες υποκείμενο· είναι «σκύλος», «βρομιάρης», «χωρίς χαρτιά», άρα έκπτωτος από το καθεστώς της πολιτικής αναγνώρισης, σχεδόν παρίας.[10] Το ποίημα δρα επίσης ως μια μορφή συλλογικής επιτέλεσης του πένθους, παραπέμποντας σε πρακτικές κοινοτικού θρήνου, όπως τις περιγράφει η Judith Butler στο Ευάλωτη ζωή.[11] Η Butler επιμένει πως το ποιοι λογίζονται «άξιοι πένθους» είναι ένα ηθικοπολιτικό ερώτημα. Ο Σκιαθάς, δίνοντας ποιητική φωνή στον Floyd, διεκδικεί γι’ αυτόν τον χώρο της ορατότητας και του πένθους που συχνά αρνείται το κυρίαρχο πολιτισμικό και ιστορικό αφήγημα.

Ακόμα, η επιλογή του τίτλου παραπέμπει –ενδεχομένως ειρωνικά αλλά και λειτουργικά– στον Λουκιανό και στο μοτίβο της συνομιλίας των νεκρών ως μέσου μεταθανάτιας αλήθειας και απογύμνωσης της εξουσίας.[12] Ωστόσο, εδώ, ο διάλογος δεν οδηγεί σε κάθαρση ή ειρωνική αποστασιοποίηση, αλλά σε επιτελεστική αναπαραγωγή του τραύματος. Η επανάληψη των εντολών και η μονολεκτική αντίσταση του Floyd συγκροτούν ένα σύγχρονο δράμα ασφυξίας, στο οποίο ο ποιητικός ρυθμός μετατρέπεται σε ρυθμό ανάσας – ή μάλλον της αδυναμίας για ανάσα.

Η ποίηση του Σκιαθά δεν επιδιώκει τη λύτρωση· επιδιώκει τη μαρτυρία, όπως την ορίζουν η Shoshana Felman και η Dori Laub στο Testimony: Crises of Witnessing in Literature, Psychoanalysis, and History.[13] Στον «Διάλογο νεκρών», ο ποιητής γίνεται μάρτυρας μέσω της φαντασίας, και η ποίηση μετατρέπεται σε χώρο ετερότητας, όπου ο νεκρός μιλά, όχι ως απομεινάρι του παρελθόντος, αλλά ως φωνή που συνεχίζει να διεκδικεί χώρο στο παρόν. Το ποιητικό εγχείρημα του Σκιαθά είναι τελικά μια πράξη ιστορικής μνήμης και πολιτισμικής ευθύνης. Σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και υπερ-οπτικοποίησης της βίας, η ποίηση έρχεται να προσφέρει μια εναλλακτική αναπαράσταση, λιγότερο ηχηρή, αλλά πιο ουσιαστική· χωρίς κραυγές, αλλά γεμάτη ρυθμό, παύσεις και σιωπές που αντηχούν τις φωνές των αδυνάτων.

Ο «Διάλογος νεκρών» του Αντώνη Σκιαθά είναι ένα ποίημα που υπερβαίνει την απλή ποιητική απεικόνιση ενός τραγικού γεγονότος. Το ποίημα λειτουργεί ως ένα βαθύ πολιτικό και ηθικό σχόλιο για τη σύγχρονη κοινωνία, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ποίησης να αποτυπώνει το τραύμα και να συμβάλλει στην επεξεργασία του. Η ποίηση έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει το τραύμα όχι μόνο ως παρελθοντική εμπειρία αλλά και ως συνεχή επανεμφάνιση που διαμορφώνει την κατανόηση της ιστορίας. Ο ποιητής, μέσα από τη φωνή του George Floyd, αναδεικνύει το συλλογικό τραύμα της καταπίεσης και της αδικίας, προσφέροντας μια πλατφόρμα για τη μαρτυρία και τη μνήμη.

Η έννοια της «αξιοπρέπειας του πένθους»,[14] είναι κεντρική στο ποίημα, καθώς αναδεικνύει την ανάγκη αναγνώρισης και θρήνου για ζωές που συχνά αγνοούνται ή αποσιωπούνται. Ο Σκιαθάς, με την ποιητική του προσέγγιση, προσφέρει μια μορφή αντίστασης στην αποσιώπηση, καθιστώντας το ποίημα ένα εργαλείο για την επεξεργασία του τραύματος και την ενίσχυση της συλλογικής μνήμης. Θα λέγαμε πως το «Διάλογος νεκρών» δεν είναι μόνο μια ποιητική αναπαράσταση ενός τραγικού γεγονότος, αλλά και μια πράξη μαρτυρίας και μνήμης.


[1] Για τη σχέση της ποίησης με την Ιστορία βλ. Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Ιστορία και Λογοτεχνία σε διάλογο. Ή περί μυθικής και ιστορικής μεθόδου, Αθήνα, Επίκεντρο 2016.

[2] Hatem Bazian, “I Can’t Breathe”, Islamophobia Studies Journal, v. 5/2 (2020) 124-133.

[3] Για τη σχέση ιστορικού τραύματος και λογοτεχνικής αναπαράστασης, βλ. Anna Whitehead, Trauma Fiction, Edinburgh, Edinburgh University Press, 2004.

[4] Στην παράδοση λ.χ. του Zino Zini και του Συνεδρίου των νεκρών (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας), Αθήνα, Έρμα, 2018.

[5] Jane Goodall, Christopher Lee (ed.), Trauma and Public Memory, New York, Palgrave MacMillan, 2015.

[6] Αντώνης Σκιαθάς, Ημερολόγιο θηριοδαμαστή, Αθήνα, Ιωλκός, 2024, σ. 43.

[7] Cathy Caruth, Unclaimed Experience. Trauma, Narrative and History, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 2016.

[8] Dominick LaCapra, Writing History, Writing Trauma, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 2014.

[9] Giorgio Agamben, Homo sacer.  Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας), Αθήνα, Έρμα, 2018.

[10] Πρβλ. Βαρίκα Ελένη, Οι απόβλητοι του κόσμου. Μορφές του παρία (μτφρ. Πάνος Αγγελόπουλος), Αθήνα, Πλέθρον, 2013.

[11] Judith Butler, Ευάλωτη ζωή. Οι δυνάμεις του πένθους και της βίας (μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης), Αθήνα, Πλέθρον, 2009.

[12] Για τη σχέση του τίτλου με το περιεχόμενο του ποιήματος βλ. Gérard Genette, Paratexts: Thresholds of interpretation (trans. Jane E. Lewin), Cambridge, Cambridge University Press, 1997, σσ. 55–103

[13]Shoshana Felman, Dori Laub, Testimony. Crises of Witnessing in Literature, Psychoanalysis and History, London, Routledge, 1992.

[14] Butler, ό.π., ibid.

Φωτογραφία: Με τον θεόδωρο Αγγελόπουλο και συμφοιτητές του, στο Ναύπλιο, στα γυρίσματα του “Μελισσικόμου”

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Βιογραφικό Μάριος – Κυπαρίσσης Μώρος

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη