Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Έρση Σωτηροπούλου | Γράφει η Δήμητρα Λουκά

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του ’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη:

Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μέχρι τώρα παρουσιάσαμε τους ποιητές Γιάννη Τζανετάκη, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Λιάνα Σακελλίου, Αντώνη Δ. Σκιαθά, τους πεζογράφους Βαγγέλη Ραπτόπουλο και Ισίδωρο Ζουργό, τον Παντελή Μπουκάλα και τον πολυσχιδή Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη. Συνεχίζουμε με τη σημαντική πεζογράφο  Έρση Σωτηροπούλου.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Δήμητρα Λουκά

Όψεις του χιούμορ στο μυθιστόρημα Η Φάρσα της Έρσης Σωτηροπούλου

Στο εισαγωγικό σημείωμα του μυθιστορήματος Η Φάρσα της Έρσης Σωτηροπούλου, ο Νάνος Βαλαωρίτης ισχυρίζεται ότι η πρόζα της συγγραφέως έχει οργανωθεί «με απόηχους από την κειμενική γραφή των συνεργατών του περιοδικού Πάλι της δεκαετίας του 1960»,[1] ενός περιοδικού με υπερρεαλιστικό προσανατολισμό.  Σε ποιο βαθμό το χιούμορ, που βρίσκεται στον πυρήνα της Φάρσας, συνδέεται περισσότερο ή λιγότερο με τον υπερρεαλισμό, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε.[2] Σίγουρα, όμως, είναι αυτό που προσδίδει στην αφήγηση την ιδιαίτερη ταυτότητά της, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που «το περιπαιχτικό ύφος της γραφής της [να ανεβάσει] το στοιχείο του παιχνιδιού πολλούς πόντους πιο ψηλά».[3] Το μυθιστόρημα θέτει συχνά ερωτήματα για τον ορισμό της μυθοπλασίας, χωρίς να γίνεται ποτέ ναρκισσιστικά αυτοαναφορικό. Σε μια τέτοια στιγμή φανερώνει στον αναγνώστη το ίδιο του το θέμα: «η κεντρική μας υπόθεση παραμένει ότι οι τηλεφωνικές φάρσες απορροφούν όλο τον ελεύθερο χρόνο της γυναίκας που όπως τονίσαμε ήδη είναι απεριόριστος. Τις περισσότερες φορές μια παιδική της φίλη τη συνοδεύει σε αυτή τη βλακώδη ασχολία. Πίνουν καφέ, ύστερα ρίχνονται στο τηλέφωνο σαν κολασμένες». (σ. 112) Είναι η Ρένα και η Τίτι που φαίνεται να «πάσχουν από το σύνδρομο της τηλεφωνικής φάρσας.» (σ. 76) Οι δύο νεαρές γυναίκες αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της βαρεμάρας τους με έναν εντελώς ασυνήθιστο τρόπο: τηλεφωνούν σε άγνωστους άνδρες με σημαίνουσα συνήθως κοινωνική ή πολιτική θέση, προκειμένου να αποδομήσουν την τέλεια εικόνα τους. Είναι μάλιστα τόσο καλά οργανωμένες που διατηρούν φακέλους, τους οποίους έχουν ταξινομήσει με βάση τα πρόσωπα και τα θέματα: «ένας κίτρινος φάκελος με τη λέξη Μπαμπάς γραμμένη με πράσινο στυλό, δύο άλλοι φάκελοι ίδιου μεγέθους και χρώματος με τον προηγούμενο που έχουν αντίστοιχα τα διακριτικά Μασονία και Μέντιουμ, ένας μικρότερος φάκελος με τα διακριτικά Ιατρική-Εξωγήινα, […]». (σ. 39) Η πλοκή προχωρά με επαναλαμβανόμενα επεισόδια, που στοχεύουν στη διακωμώδηση των εύπιστων θυμάτων και όλων των αξιών που αυτά αντιπροσωπεύουν. Οι διάλογοι που λαμβάνουν χώρα είναι ξεκαρδιστικοί. Στόχος τους είναι όχι μόνον να διασκεδάσουν τον αναγνώστη, αλλά και να τον φέρουν αντιμέτωπο με βαθιά ριζωμένες ιδέες, ηθικούς περιορισμούς ή/και προσδοκίες σχετικά με το κατεστημένο της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.

Αν και το χιούμορ δεν είναι μια έννοια σαφώς προσδιορισμένη, οι θεωρητικοί συμφωνούν ότι βασικό χαρακτηριστικό είναι η ουμανιστική πλευρά του, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια τη φύση του ανθρώπου.[4] Στηρίζεται δε σε μια βασική αντίθεση: στο πώς είναι η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε και στο πώς θα θέλαμε να είναι. Ως ένα παιχνίδι που στηρίζεται πάνω σε αυτή την ασυμβατότητα, ορίζεται η φάρσα από τον αφηγητή στο μυθιστόρημα της Σωτηροπούλου: «Μια φάρσα πετυχαίνει μόνο όταν μπάζει τον άλλο σ’ έναν διαφορετικό κόσμο παράλληλο με τον δικό του αλλά διαμετρικά αντίθετο. Όταν τον παρασύρει στην προβληματική και την εσωτερική δράση αυτού του κόσμου. Εδώ όλο το παιχνίδι κρέμεται από τη στρατηγική του φαρσέρ». (σσ.115-116) Εμφιλοχωρώντας στον ίδιο τον πυρήνα της αφήγησης, το χιούμορ της Σωτηροπούλου δεν έχει στόχο συγκεκριμένα άτομα, αλλά κοινωνικοπολιτικούς ρόλους και θεσμούς που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η Σωτηροπούλου σατιρίζει ανελέητα το υψηλό πατριωτικό φρόνημα και τα ιδεολογήματα περί εθνικής ολοκλήρωσης και αυτοπραγμάτωσης. Στο πατρικό σπίτι της Ρένας υπάρχει η επιγραφή «ΕΛΛΑΣ-ΚΥΠΡΟΣ-ΕΝΩΣΗ με πελώρια θαλασσιά γράμματα στη φρεσκοσοβατισμένη πρόσοψη» (σ. 41), ενώ το σύμβολο του πουκάμισου,[5] ιδανικού που στη σεφερική ποίηση εξωθεί τους ανθρώπους σε μάταιους πολέμους, παρωδείται μέχρις εσχάτων. Η πνευματώδης παραμόρφωσή του από τη Σωτηροπούλου, φτάνει σε τέτοια επίπεδα υπερβολής, που οδηγεί στην πρόκληση άφθονου γέλιου. Κάτοχος του «εκλεκτού» πουκαμίσου «με κρυφό κούμπωμα από επάργυρα κομβία χωρίς κουμπότρυπες ραμμένο με την αριστοκρατική ποπλίνα Μεσολογγίου» (σ. 114) είναι ο κύριος Εμμανουήλ, «κονταρομάχος του πουκαμίσου» (σ. 236), που όταν αρνείται στο τηλέφωνο την κυπριακή του καταγωγή, η συνομιλήτριά του τον επαναφέρει αμέσως στην τάξη, με τη χρήση γνωστικών χιουμοριστικών αντιθέσεων ανάμεσα σε υψηλά εθνικά ιδανικά και πράγματα απτά και ασήμαντα: «Τι πράγματα είναι αυτά; Αρνείσθε τον αιμοδότην σας, την πατρίδα, το εθνικό έλεος, το ιερόν χώμα με τη σβουνιά και τα φυσικά λιπάσματα χωρίς χημ…» (σ. 163). Σφετεριστής του πουκαμίσου είναι ο κύριος Στεργίου, «άτιμος σκύλος», «θλιβερός καταχραστής», «αντίχριστος», ο οποίος σε αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα καλείται με αυστηρό τόνο να επιστρέψει πάραυτα το πουκάμισο στον κάτοχό του. Η ηρωίδα, μάλιστα, του ζητά «εκ μέρους του συλλόγου ελλήνων βιομηχάνων ετοίμων ενδυμάτων»  και «μια συνέντευξη με θέμα «Πουκάμισα και Εθνική Συνείδησις» λόγω της ιδιαζούσης εμπειρίας που έχετε προσκομίσει εις αυτόν το χώρον ως θηριώδης Πουκαμισοφάγος, αν και εθνικόφρων…» (σ. 222). Εδώ, η χιουμοριστική διάθεση της Σωτηροπούλου δεν προκύπτει μόνον από το νοηματικό περιεχόμενο των όσων λέγονται (αναφορικό χιούμορ), δηλαδή την ασυμβατότητα ανάμεσα στο πραγματικό και το παράδοξο, αλλά και από τις γλωσσικές της επιλογές (λεκτικό χιούμορ).[6] Η χρήση μεικτής γλώσσας, δημοτικής και καθαρεύουσας και η αποκλίνουσα γλωσσική διατύπωση με τη χρήση του νεολογισμού «Πουκαμισοφάγος», απογειώνει το χιουμοριστικό αποτέλεσμα. Ο γλωσσικός αυτός μηχανισμός εντοπίζεται σε πλείστα σημεία στη Φάρσα, όπως επί παραδείγματι στην τηλεφωνική συνομιλία με τον κύριο Γονατά, που πληροφορείται ότι «ένα εξωγήινο πλάσμα διέφυγε από την διαστημικήν του ατμάκατο και… […] το χημικό ραντάρ μας κατάφερε να εντοπίσει το τρομερόν πλάσμα. Αυτή τη στιγμή πρέπει να βρίσκεται στο ντουλάπι με τις κατσαρόλες στην κουζίνα του σπιτιού σας.» (σ. 105) Με όπλο την γνωστική αντίθεση ανάμεσα στο κάλλος του νεανικού ανδρικού σώματος και το παρηκμασμένο σώμα του μεσήλικα, υπονομεύεται και η αυταρέσκεια του ισχυρού άνδρα αστού και θρυμματίζεται η ιδανική εξωτερική του εικόνα: «Ο κ. Έφορος ήθελε να ζητήσει από τον κύριο Οικονόμου να εκτεθεί στο μουσείο μας, […] Άδειασε μια θέση πλάι σ’ έναν κούρο της προκλασικής περιόδου κι εμείς ευθύς σκεφτήκαμε το σύζυγό σας». (σσ. 58-59)

Από το στόχαστρο της Σωτηροπούλου δεν ξεφεύγουν ούτε οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Σε τηλεφωνική συνομιλία με τον κύριο Ζωγόπουλο, καθηγητή στην έδρα της Κβαντομηχανικής, η ηρωίδα τον συγχαίρει για άγνωστη σε εκείνον αιτία: «η απορία σας, η μετριοφροσύνη σας, μας συγκινεί […], δεν βρίσκω λόγια να σας συγχαρώ και πάλι εύγε και πάλι ένα μεγάλο μπράβο στον άξιο άνδρα, τον ακούραστο μαχητή, τον χαλκέντερο πρόσκοπο, τον αφανή επιστήμονα που με τις ρανίδες του αίματός του…» (σ. 161) Οι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στον καθηγητή, αν και εντελώς διαφορετικής βαρύτητας και σημασίας, παρατάσσονται με ασύνδετο σχήμα, ώστε να τους αντιμετωπίσουμε ως ισοδύναμους. Το αποτέλεσμα είναι σαφώς ξεκαρδιστικό. Η Φάρσα χαρίζει άφθονο γέλιο κι όταν η συγγραφέας στρέφει τα βέλη της σάτιράς της ενάντια στις αστικές συνήθειες: «είμαστε εκλεκτή οικογένεια, το μνημόσυνο ήταν πολύ comme il faut, εκτός από κόλλυβα είχαμε και βραστή γίδα και σούπα και άσπρο κρασί εμφιαλωμένο, όχι για να περηφανευτώ αλλά ο μακαρίτης είχε δημιουργήσει μια σχετική περιουσία, το σαλόνι μας είναι όλο μπουαζερί και η ταπισερί των καναπέδων…» (σ. 96) Οι συνήθειες των αστών, που έχουν υιοθετήσει έναν ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, αντιπαρατίθενται σε παραδοσιακά έθιμα συνδεδεμένα με χριστιανικές τελετουργίες, τα ξενόγλωσσα δάνεια (comme il faut) συνδυάζονται με λέξεις λαϊκές (βραστή γίδα). Δημιουργείται έτσι ένα απροσδόκητο κράμα, δια του οποίο σχολιάζεται η αξιογέλαστη συμπεριφορά των αστών, ο επίπλαστος τρόπος συμπεριφοράς και η κουφότητα της αλαζονείας τους.  Οι υπερβολές – «να διακοπεί η συνδιάλεξή μας από κάποια άγνωστη αιτία, ένα μετεωρίτη, ένα χέρι αδελφοκτόνο» (σ. 56) – οι αποκλίσεις από τη γλωσσική νόρμα με ταυτολογίες – «να γονατίσεις, να καθίσεις γονατιστός να βρεθείς γονατιστός γονυπετής» (σ. 168) – και συντακτικές ιδιορρυθμίες – «γονατίζοντας τα γόνατά σου» (σ. 168) – είναι μερικοί ακόμη χιουμοριστικοί μηχανισμοί, που η Σωτηροπούλου μετέρχεται για να διακωμωδήσει τη σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.

Εάν στην πιο αποτελεσματική λογοτεχνική του έκφραση το χιούμορ «καταπολεμά τη σοβαρότητα, όχι μόνον σε ό,τι αφορά το αντικείμενο της παρατήρησης και του σχολιασμού, αλλά και το υποκείμενό τους»,[7] τότε δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι Η Φάρσα της Σωτηροπούλου, συνιστά ένα χαρακτηριστικό δείγμα αξιοποίησης αυτής της τεχνικής στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πράγματι η παράδοξη συμπεριφορά των ηρωίδων της, φορέων των όσων κωμικών διαδραματίζονται στο κείμενο, αγγίζει συχνά τα όρια του γελοίου. Η αδεξιότητα της Ρένας αναπτύσσεται από τη Σωτηροπούλου με την οπτική φαντασία ενός θεατρικού συγγραφέα, που γοητεύει το κοινό του με μικρά φαρσικά επεισόδια: «έχωσε ένα κομμάτι τυρί στο στόμα της κι έτρεξε προς την εξωτερική πόρτα. Στην πόρτα της κουζίνας παραπάτησε σ’ ένα πεταμένο παπούτσι, έχασε την ισορροπία της κι έπεσε με τα μούτρα κάτω. Η αριστερή παντόφλα γλίστρησε, την προσπέρασε και σταμάτησε μισό μέτρο μπροστά της. Ένα σχεδόν στρογγυλό μπαλάκι από σκουπίδια είχε κολλήσει στην καρό μουσούδα της». (σσ. 33-34)  Όπως παρατηρεί η Λίνα Πανταλέων, στην τηλεφωνική επικοινωνία των ηρωίδων με τον Στεργίου στο κλείσιμο του μυθιστορήματος, παίζεται «ένα γελοίο παιχνίδι κατάκτησης που διακωμωδεί τόσο τον πολιορκητή όσο και τα θηράματα[8]

Η ανάγνωση της Φάρσας της Έρσης Σωτηροπούλου είναι κατά τη γνώμη μου, µία ισχυρή πνευματική εμπειρία. Με χιούμορ ανόθευτο και πνευματώδες, ωθεί τον αναγνώστη να ανακαλύψει την παραδοξότητα ποικίλων πλευρών της ανδροκρατούμενη κοινωνίας της εποχής. Δεν είναι τυχαίο που χαρακτηρίστηκε από τον Νάνο Βαλαωρίτη ως «ένα σπάνιο παράδειγμα χιούμορ με τεχνική στη λογοτεχνία μας».[9]

 

[1] Νάνος Βαλαωρίτης, «Μια νέα ματιά στη Φάρσα», στο Έρση Σωτηροπούλου, Η Φάρσα, Πατάκης, Αθήνα 2010, σσ. 13-15:14. Τα αποσπάσματα από το εν λόγω μυθιστόρημα αντλούνται  από αυτή την έκδοση.

[2]«Για τους υπερρεαλιστές», όπως μας εξηγεί η Κωστίου, «το χιούμορ υπονομεύει την πραγματικότητα και το ρεαλιστικό πεδίο και είναι ο μόνος τρόπος για επιβίωση και επικοινωνία μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον», Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής: Σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία, χιούμορ στο αφηγηματικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα, Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 200, Διατριβή: Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ: ΣΑΤΙΡΑ, ΕΙΡΩΝΙΑ, ΠΑΡΩΔΙΑ, ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ – Κωδικός: 8908 (ekt.gr)

[3] Νάνος Βαλαωρίτης, ό.π., σ. 14.

[4] Βλ. Βίλλυ Τσάκωνα, Το χιούμορ στον γραπτό αφηγηματικό λόγο: μια γλωσσολογική προσέγγιση, Αθήνα, Νοέμβριος 2004, διδακτορική διατριβή, σσ. 10-11. Διατριβή: Το χιούμορ στον γραπτό αφηγηματικό λόγο: γλωσσολογική προσέγγιση – Κωδικός: 17786 (ekt.gr)

[5] Πρβλ. Λίνα Πανταλέων, «Ο κλαυσίγελος της κυρίας Έρσης» στο Θαυμαστικά και αποσιωπητικά, Κριτικά δοκίμια, Πόλις, Αθήνα 2012, σ. 344.

[6] Για τη διάκριση ανάμεσα στο «αναφορικό» και το «λεκτικό χιούμορ» βλ. Βίλλυ Τσάκωνα, ό.π., σ. 111 και εξής.

[7] Βλ. το λήμμα «χιούμορ» στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 2368.

[8] Λίνα Πανταλέων, ό.π., σ. 357.

[9] Ό.π., σ. 15.

Βιογραφικό Έρση Σωτηροπούλου

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη