Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Έρση Σωτηροπούλου | Γράφει η Κατερίνα Παππά

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του ’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη:

Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μέχρι τώρα παρουσιάσαμε τους ποιητές Γιάννη Τζανετάκη, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Λιάνα Σακελλίου, Αντώνη Δ. Σκιαθά, τους πεζογράφους Βαγγέλη Ραπτόπουλο και Ισίδωρο Ζουργό, τον Παντελή Μπουκάλα και τον πολυσχιδή Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη. Συνεχίζουμε με τη σημαντική πεζογράφο  Έρση Σωτηροπούλου.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Κατερίνα Παππά

Έρση Σωτηροπούλου ΖΙΓΚ ΖΑΓΚ ΣΤΙΣ ΝΕΡΑΝΤΖΙΕΣ, μυθιστόρημα, εκδ. Πατάκη

Το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές, είχε μία αξιοπρόσεκτη πορεία:  Εκδόθηκε αρχικά το 1999, έλαβε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2000, αγαπήθηκε από το κοινό, επανεκδόθηκε από διαφορετικούς οίκους,  βρέθηκε όμως και  στο στόχαστρο της λογοκρισίας φτάνοντας να αποσυρθεί με εισαγγελική εντολή το 2008 από τις σχολικές αίθουσες ως χυδαίο πορνογράφημα.

Ο πρωτότυπος τίτλος του καθρεφτίζει το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηρώων του βιβλίου από τη ζωή στον θάνατο, από το όνειρο στην πραγματικότητα, από την ακόρεστη ανάγκη για αγάπη στο υπαρξιακό κενό, από το αλόγιστο ξόδεμα στην αίσθηση της στέρησης, από μία φαινομενική δύναμη στην ουσιαστική  αδυναμία, από την παραίτηση στην προσπάθεια εξιλέωσης, από τη ζωογόνο επιθυμία της γραφής στην απομάγευση της λογοτεχνίας, από την τραγωδία στην κωμωδία.

Η δράση τοποθετείται ένα καλοκαίρι πριν από το γύρισμα του αιώνα, σε μία Αθήνα  πλαστής ευδαιμονίας και σε ένα παραλιακό χωριό, στην ευρύτερη περιοχή του Αντιρρίου. Ο αναγνώστης ακολουθεί την παράξενη πορεία (τα ζιγκ ζαγκ) πέντε προσώπων, τεσσάρων νεαρών ενηλίκων (της Λίας, του Σιντ, της  Τζούλιας ή Μπλακ Μάτζικ, του Σωτήρη) και ενός  δωδεκάχρονου  κοριτσιού, της  Νίνας, που  συνδέονται με ποικίλους, απρόσμενους τρόπους. Στις πρώτες σαράντα έξι σελίδες παρουσιάζονται και οι πέντε ήρωες για το παρελθόν των οποίων δεν μας δίνεται καμία πληροφορία, επιλογή της συγγραφέως που ωθεί τον αναγνώστη να φανταστεί  ο ίδιος πώς είχε η ζωή αυτών των ανθρώπων  πριν αρχίσει να εκτυλίσσεται η πλοκή του βιβλίου.

Η Λία, χτυπημένη από έναν άγνωστο θανατηφόρο ιό, νοσηλεύεται  επί μήνες σε δημόσιο νοσοκομείο. Ο αδελφός της, ο Σιντ, ένας ανεπάγγελτος νεαρός, ξοδεύει τον χρόνο του ανάμεσα  σε σύντομες ερωτικές ιστορίες και σε επισκέψεις στη νοσηλευόμενη αδελφή του. Δεν διστάζει, βέβαια, να  την εγκαταλείψει το τελευταίο, ίσως, βράδυ της, παρότι εκείνη του έχει ζητήσει να τη συντροφέψει. Πού οφείλεται αυτή η απόφαση που τον φορτώνει με ενοχές; Σε παραλυτικό φόβο για τον επικείμενο θάνατο; Σε αγωνία για την αναμέτρηση με  την  έσχατη στιγμή; Στο ένστικτο αυτοσυντήρησης;

Ο αναγνώστης διαισθάνεται τη βαθιά σχέση που συνδέει τα δύο αδέλφια όχι τόσο από τους σύντομους και ελλειπτικούς διαλόγους τους όσο  από αναφορές της Λίας σε φαινομενικά ασήμαντα επεισόδια της παιδικής τους ηλικίας.

Η έντονη  αντιπάθεια μεταξύ της Λίας και του Σωτήρη, ενός μοναχικού, ανασφαλούς και επιθετικού νοσοκόμου είναι καθοριστική για την εξέλιξη της ιστορίας. Η νεαρή ασθενής ζητά από τον αδελφό της την τιμωρία του για την αδιαφορία και τη σκληρότητά του απέναντί της. Σε αυτό το σημείο ο Σιντ στήνει μια φάρσα στον Σωτήρη, πράγμα που προκαλεί στον αναγνώστη ακατάσχετη θυμηδία και συνάμα καταδεικνύει πόσο ευάλωτος είναι ο μονόχνωτος αυτός άνθρωπος. O Σιντ παρουσιάζεται ως παλαιός συμμαθητής και θαυμαστής της ευφυίας, της καλοσύνης και των δεξιοτήτων του Σωτήρη, τον οποίο, υποτίθεται, ξαναβρίσκει ύστερα από συστηματική αναζήτηση. Όπως είναι φυσικό,  αναπτύσσεται μία σχέση μεταξύ τους, κυρίως όταν ο Σωτήρης ζητά τη βοήθεια του Σιντ για την αντιμετώπιση της Νίνας και αργότερα για τον χειρισμό της γνωριμίας του με την Τζούλια, φίλη του Σιντ, η οποία αίφνης  εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον για τον νοσοκόμο.

Η Νίνα, από την άλλη, ένα ευαίσθητο, έξυπνο και προικισμένο κορίτσι, που καταγράφει τις σκέψεις της  σε ημερολόγιο, εργάζεται  με τη μεγαλύτερη αδελφή της  στο χωριό του Σωτήρη και έχει εντοπίσει την παράξενη συμπεριφορά του πριν τα αισθήματα της Τζούλιας αμβλύνουν τις ιδιαιτερότητές του. Στην απορριπτική έκφραση της αδελφής της για τα κείμενά της απαντά με αφοπλιστική αθωότητα: «Εμένα δεν μ’ αρέσει η λογοτεχνία»… «Μ’ αρέσει το γράψιμο». (σ. 213)

Κοντά στους χαρακτήρες του μυθιστορήματος συναντάμε και μία μάινα, που ανήκει στον Σίντ αλλά καταλήγει μετά τη γνωριμία τους στον Σωτήρη. Το εξωτικό πτηνό περνά κατά διαστήματα από την αφήγηση και με την επαναλαμβανόμενη φράση «Γεια σου, Μαρία» λειτουργεί, ιδιαίτερα στις κρίσιμες στιγμές, ως ένας σχολιαστής των αλλόκοτων και απρόοπτων πτυχών της ζωής που αναταράζουν την καθημερινότητα των ηρώων.

H επίμονη επισήμανση των συμπτώσεων, των ανατροπών και εν γένει των ανοίκειων, ενίοτε και παράλογων, στιγμών ενός κοινού κατά τα άλλα βίου μοιάζει να είναι μόνιμη έγνοια της Σωτηροπούλου. Η συγγραφέας παρουσιάζει λογής αναπάντεχα συμβάντα με τόση αμεσότητα και απλότητα ώστε κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της ιστορίας.

 Οι ήρωές της μετεωρίζονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, θέλουν να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι –«Αν ήμουν Αμερικανός ήρωας θα ήξερα τι να κάνω» (σ.20) επαναλαμβάνει συχνά ο Σιντ – επιθυμούν διακαώς να αγαπηθούν, σιωπούν στα δύσκολα, αλλά διαθέτουν και ένα στοιχείο ανεξαρτησίας που τους ωθεί στην εξέγερση ή στη διακωμώδηση επίπονων καταστάσεων. «Αθύρματα μιας μαύρης κωμωδίας» τους χαρακτηρίζει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.  («Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΡΕΜΟΥΣ  Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017», εκδ. Πόλις, σ. 234)

Η τραγικότητα που υφέρπει στον επικείμενο θάνατο της Λίας ή στην πλάνη του Σωτήρη μπολιάζεται εδώ κι εκεί με ιλαρά στιγμιότυπα, όπως συμβαίνει στα ξεκαρδιστικά επεισόδια με την υπέργηρη ασθενή στον θάλαμο της Λίας που βλέπει το νοσοκομείο ως ξενοδοχείο και τους νοσοκόμους ως υπηρετικό προσωπικό ή με  την «περιπέτεια» με τους γονείς του Σωτήρη, κυνηγούς του κόκορα στην ίδια τους την αυλή. Η Σωτηροπούλου έχει καταφέρει να μεταφέρει συναισθηματική ένταση χωρίς να καταλήγει στον μελοδραματισμό. Οπλισμένη με διαβρωτικό χιούμορ, λοξή ματιά και υπόγεια τρυφερότητα  η συγγραφέας προσεγγίζει πρόσωπα και καταστάσεις.

Η αφήγηση είναι γρήγορη και λιτή, η γλώσσα ζωντανή και ακριβής, ενώ λυρικές ανάσες πλουτίζουν εδώ κι εκεί τη στακάτη προφορικότητα του ύφους, σε αυτό το μυθιστόρημα  που εστιάζει στα αινίγματα του ανθρώπινου βίου.    

Βιογραφικό Έρση Σωτηροπούλου

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη