Γράφει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλους
Zigzag
Το απρόβλεπτο αποθεώνει την ύπαρξη
Η Έρση Σωτηροπούλου είναι σπουδαία συγγραφέας και το «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» η καλύτερη απόδειξη.
Κάθε συγγραφέας θέλει να περπατήσει στα απρόβλεπτα μονοπάτια της ζωής. Ναι, ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα, ακόμη κι ένα ποίημα, μπορεί να έχει αρχή, μέση, τέλος. Η πραγματικότητα, όμως, δεν ενδιαφέρεται για τακτοποιημένες σκέψεις και δράσεις. Φυσικά, τίποτα το αληθινό δεν κινείται σε ευθεία γραμμή. Ο χρόνος ναι, αλλά εμείς μέσα σε αυτόν όχι. Και μπορεί οι γραμμές του κόσμου μας να είναι τέλεια σχεδιασμένες, ωστόσο την πορεία μας την ανακαλύπτουμε ενώ κινούμαστε, όχι πριν. Το απρόβλεπτο επιβεβαιώνει, δοκιμάζει και αποθεώνει την ύπαρξή μας. Ο συγγραφέας, λοιπόν, με θάρρος και θράσος πασχίζει να ακολουθήσει και σπάνια τα καταφέρνει. Οι κανόνες της τέχνης του βάζουν όρια, μειώνουν τον χώρο και επιβάλλουν μια προκαθορισμένη πορεία. Λάθος. Ανόητο. Ανούσιο. Την ώρα που ο αληθινός εαυτός κάνει ζιγκ ζαγκ, ο δημιουργός αφήνεται στην τυραννία της αφετηρίας και του τερματισμού. Ναι, πατά στον δρόμο, πιστά τον ακολουθεί, αλλά δεν είναι ο δρόμος. Ο συγγραφέας δεν ακούει την πόλη που ζητά ιστορίες ίδιες με αυτές που του δίνει. Όταν το κάνει, ξέρετε τι προκύπτει; Ένα βιβλίο που έχει τους ήχους των δρόμων και τις φωνές, τους ψιθύρους και τα όνειρα των κατοίκων που ζουν σε τσιμεντένια σπίτια, σε ξεχασμένα χωριά και υποφωτισμένα δωμάτια. Η Έρση Σωτηροπούλου αφέθηκε στην κίνηση του κόσμου τούτου, στα χέρια της φαντασίας και μας έδωσε ένα αξέχαστο μυθιστόρημα. Μας έδωσε το «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές».
Αφεθείτε στο άγνωστο
Ο τίτλος λέει τα πάντα και αφήνει χώρο για τα πάντα. Διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνεις ότι αυτή είναι η κίνηση του λόγου της Σωτηροπούλου. Δεν μιλάμε, βέβαια, για αυτόματη γραφή και σύνδεση αποσπασματικών σκέψεων. Όχι. Υπάρχει καθαρή πορεία, σχεδιασμένη με κάθε λεπτομέρεια. Την ώρα, όμως, που το χαρτί γεμίζει με λέξεις, εκείνη τη στιγμή η συγγραφέας δίνει το σύνθημα: Μην σκέφτεστε τίποτα. Αφεθείτε στο άγνωστο που θα φέρει η επόμενη στροφή του δρόμου. Η απεύθυνση δεν αφορά μόνο τους ήρωες της, αλλά και εμάς, τους αναγνώστες. Και η δύναμη, η αλήθεια των προθέσεων της περνά στον μύθο που έπλασε. Η περιγραφή της κίνησης, αυτό το ζιγκ ζαγκ, διατρέχει κάθε σελίδα και σου δημιουργεί την αίσθηση ότι το μυθιστόρημα υπαγορεύτηκε από το αστικό τοπίο και τα πλάσματά του. Η Σωτηροπούλου επιβεβαίωσε την ανεκτίμητη αξία του ταξιδιού και ικανοποίησε την ανάγκη των φανταστικών προσώπων της για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ναι, αυτή έφτιαξε τους χαρακτήρες, αλλά τους έδωσε την ανεμελιά, τη σιγουριά ενός παιδιού, ενός ζώου, μιας μάινας. Αυτή έκανε στην άκρη, στάθηκε πάνω στις νεραντζιές και άπλωσε την αφηγηματική της φωνή. Και κάπως έτσι, ο κόσμος φιλοξένησε έναν άλλο κόσμο-καθρέφτη.
Αξιομνημόνευτο
Γιατί το «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» είναι αξιομνημόνευτο τόσα χρόνια μετά; Γιατί γίνεται αντιληπτή η παράνοια της πραγματικότητας. Και δεν υπάρχει άλλη απόλυτη αλήθεια πέρα απ’ αυτήν που δίνει το αυθόρμητο και το παράξενο. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε τη φράση: Ήταν ένα καλοκαίρι ουρανοκατέβατο. Οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους. Όλα πήγαιναν στραβά. Η Σωτηροπούλου περίμενε το «ουρανοκατέβατο», αδημονούσε για το «όλα πήγαιναν στραβά». Αν όλα πάνε όπως δεν τα περιμένουμε, αυτό είναι η καλύτερη πρώτη ύλη για να φτιαχτεί μια ιστορία. Αυτό που δεν περιμένει ο άνθρωπος, αυτό βρίσκει σε αυτό το μυθιστόρημα. Η Σωτηροπούλου, ωστόσο δεν μένει μόνο στις παραξενιές της ζωής. «Βούτηξε» και στους άγνωστους βυθούς και ουρανούς που αυτές μας δίνουν. Τέσσερις νέοι άνθρωποι και ένα παιδί, λίγο πριν τον ερχομό του 21ου αιώνα, προσπαθούν να υπερβούν τον εαυτό τους και να ζήσουν σ’ έναν παράλογο κόσμο. Μια μάινα τσιρίζει μονότονα «Γεια σου, Μαρία». Οι διαδρομές διαπλέκονται με ζιγκ ζαγκ. Οι ήρωες διαπιστώνουν ότι η ζωή μπορεί να γίνει πολύ πιο παράξενη από όσο διανοούνται. Οι πολλές φωνές μπλέκονται αρμονικά με τις εικόνες, ρεαλιστικές, σουρεαλιστικές, που η μία συμπληρώνει την άλλη. Η πλοκή τιθασεύει την ανατροπή και «βλέπει» το ανοιχτό πεδίο του μη πραγματικού. Οι χαρακτήρες σε αγγίζουν γιατί είναι απελευθερωμένοι και το «Γεια σου, Μαρία» της μάινας γίνεται η επωδός του σήμερα. Μια γλυκιά μελαγχολία και η ανυποχώρητη ευαισθησία είναι τα στηρίγματα αυτού του ανατριχιαστικού μυθιστορήματος.