Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Γιάννης Τζανετάκης “Πορεύομαι με το βίωμα – δεν ξέρω άλλον τρόπο”, Συνέντευξη στην Γλυκερία Μπασδέκη

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Αρχίζουμε, λοιπόν, Ιούνιο μήνα, με μια εκτενή συνέντευξη για τη γενιά του’80 του  Ηλία Μέλιου (οργανικού της μέλους), και συνεχίζουμε με την παρουσίαση του ποιητή Γιάννη Τζανετάκη.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Πρόσφατα άρθρα
Advertising
single-post-1-banner.jpg

Γιάννης Τζανετάκης “Πορεύομαι με το βίωμα – δεν ξέρω άλλον τρόπο, Συνέντευξη στην Γλυκερία Μπασδέκη

Η πόλη-τροφός σου, η Καλαμάτα, είναι μάνα ή μητριά;

Για την Καλαμάτα θα προτιμούσα, αν μου επιτρέπεις, να πω τη λέξη μητέρα· τη λέξη μάνα την κρατώ αποκλειστικά και μόνο για ένα πρόσωπο, για τίποτε άλλο. Η Καλαμάτα λοιπόν. Εκεί είδα πρώτη φορά το φως, εκεί έζησα –σαν μαγεμένος, όπως συνειδητοποίησα αργότερα– ώσπου τέλειωσα το Γυμνάσιο. Η κεντρική πλατεία, το λιμάνι, οι δρόμοι, τα στενά, οι γειτονιές, οι αλάνες, οι μπαξέδες, τα σινεμά, το γήπεδο, οι θάλασσες, οι αμμουδιές… Όλα αυτά έχουν σημαδέψει την ποίησή μου. Εμφανίστηκε πρώτη φορά στο βιβλίο μου «Τα ζώα της Κυριακής» το 1988 με τρία ποιήματα, εμπνευσμένα από τον μεγάλο σεισμό που έπληξε την πόλη στις 13 Σεπτεμβρίου 1986 και τον οποίο έζησα από κοντά. Ως σήμερα έχει αποτελέσει το σκηνικό –ως επί το πλείστον ασπρόμαυρο, σαν σε ταινία νεορεαλιστική– για πάνω από 40 ποιήματά μου. Συχνά μάλιστα, παρότι από το 1975 ζω στην Αθήνα, έχω την αίσθηση πως εκεί βρίσκομαι ακόμα.

Πότε ένιωσες την επώδυνη ενηλικίωση; Πότε πόνεσε για πρώτη φορά, δηλαδή, η «κάρτα ελευθέρας» σου στον κόσμο;

Όταν έκλεισα τα μάτια του πατέρα μου το απομεσήμερο της 11ης Σεπτεμβρίου 1987πάλι ο Σεπτέμβριος– στο Λαϊκό νοσοκομείο. Έως τότε δεν ήξερα πραγματικά τι σημαίνει πόνος. Ακόμα κι όταν, τους τελευταίους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, μετά από μακρόχρονη ασθένεια, τον έβλεπα –διώχνοντας απ’ τον νου μου το κακό– να φθίνει σιγά σιγά, να ξεθωριάζει, μέρα με τη μέρα.

Yπάρχει «πονόμετρο» στην απώλεια; Τι μπορεί να γλυκάνει την αποδοχή ενός άδικου θανάτου;

Η απώλεια μάς πονά όλους. Άλλους πολύ, άλλους λιγότερο. Το ζήτημα είναι πόσο διαρκεί πλέον αυτός ο πόνος. Διότι, δυστυχώς, σήμερα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλιότερα, οι περισσότεροι ξεχνάνε γρήγορα. Έτσι όπως το λέει ο Joseph Roth στο βιβλίο του «Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ»: «Τον καιρό εκείνο, πριν από τον μεγάλο πόλεμο, δεν ήταν ακόμα ασήμαντο κι αδιάφορο πράγμα ο θάνατος ενός ανθρώπου. Όταν κάποιος έφευγε από τις γραμμές των ζωντανών, δεν έπαιρνε αμέσως κάποιος άλλος τη θέση του· κι ο νεκρός δεν ξεχνιόνταν, άφηνε πίσω του ένα κενό, απ’ όπου έλειπε αυτός κι άλλος κανείς· κι όσοι έβλεπαν (από κοντά ή από μακριά) αυτό το κενό, βουβαίνονταν αμέσως». Όσο για έναν άδικο θάνατο, για μένα, δεν μπορεί να τον γλυκάνει τίποτα. Είναι μια πληγή που δεν κλείνει ποτέ.

Στο τοπίο των λέξεών σου θυμάσαι το πρόσωπο που περιέγραψες σε ένα ποίημα ως «μουντή σαν Τσεχοσλοβακία»;

Ήταν ένα κορίτσι συννεφιασμένο πάνω στον χωρισμό. Πριν από πολλά χρόνια. Πια μου το αρνείται η μνήμη. Δεν θυμάμαι ούτε όνομα ούτε χαρακτηριστικά. Τώρα που σου απαντώ, σκέφτομαι μελαγχολικά πως εκείνο το κορίτσι έχει γίνει πλέον στον νου μου αυτό που έγραφα σ’ ένα άλλο σημείο του ποιήματος τότε: «μια κάρτα δίχως λέξη».       

«Aπό ποια Φινλανδία» φεγγοβολεί η δική σου ποίηση; Από ποιους τόπους;             

Οι τόποι είναι η Αθήνα, η Καλαμάτα, η επαρχία, τα νησιά… Στην ποίησή μου πορεύομαι με το βίωμα – δεν ξέρω άλλον τρόπο. Το λέω και στο βιβλίο μου «Θαμπή πατίνα»: «Μέσα σε κάθε ποίημα είμαι εγώ/ όπως στα φιλμ ο Χίτσκοκ».

Eσύ έγραψες την κατάφαση «Σου πάει ν’ αγαπάς». Εγώ θέλω να σου απευθύνω την ερώτηση «Σου πάει ν’ αγαπάς;».

Με εκφράζουν απολύτως τα λόγια του Καμύ – με αυτά θα απαντήσω: «Όταν έχουμε δει μια μοναδική φορά τη λάμψη της ευτυχίας στο πρόσωπο μιας ύπαρξης που αγαπάμε, ξέρουμε ότι δεν υπάρχει άλλος προορισμός για τον άνθρωπο από το να προκαλεί αυτό το φως στα πρόσωπα που τον περιτριγυρίζουν». Ή, καθώς το έχει πει αλλού ο ίδιος: «Το να μη σ’ αγαπούν είναι μονάχα μια κακοτυχία, αλλά αν δεν αγαπάς εσύ είναι συμφορά».

Με ποιο ταλέντο σου αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα; Kι επίσης με ποιο ταλέντο σου την αντέχεις;

Αναφέρεσαι στη φράση του Μπέργκμαν «Χρειάζεται ταλέντο για να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα», που έχει μπει μότο στο βιβλίο μου «Ονείρου έρως». Συχνά η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Όπως το γράφω κάπου: «σαν στο σινεμά όταν βλέπουμε πίσω απ’ τον ηθοποιό τοπία να τρέχουν ενώ απλώς κάποιος τραντάζει το αυτοκίνητο». Το όποιο ταλέντο μου για να την αντιλαμβάνομαι είναι ευδιάκριτο στην ποίησή μου. Ομοίως και το όποιο ταλέντο μου για να την αντέχω – ή όχι.

Tι θεωρείς ένδοξο στη ζωή σου; Ποιες είναι οι Δόξες του Γιάννη Τζανετάκη;

Όντας ποιητής, προσπάθησα να ζήσω τη ζωή ενός φυσιολογικού, καθημερινού ανθρώπου. Δεν είναι τόσο εύκολο αυτό για όποιον κινείται αυθεντικά στον χώρο της τέχνης. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα τον πρώτο να ψάχνει ανάσα μες στον δεύτερο. Κράτησα –τα κατάφερα– ζωντανή τη φλόγα της δημιουργίας. Όσο για τις Δόξες μου, δεν έχω άλλες να πω από τα παιδιά μου.

Για ποιον ή ποιους αισθάνεσαι απεριόριστη ευγνωμοσύνη και γιατί;

Για τον πατέρα μου. Εκείνος με ενθάρρυνε με θέρμη όταν, μαθητής του Γυμνασίου, άρχισα να γράφω τους πρώτους μου στίχους – και πώς να ξεχάσω τη λάμψη στα μάτια του κάθε φορά που διάβαζε κάτι δικό μου. Με την παρότρυνσή του, αργότερα, τόλμησα να δώσω για δημοσίευση ποιήματά μου στην εφημερίδα «Θάρρος» της Καλαμάτας και, το 1978, να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο («Μούμιες στην πανσέληνο»). Από όταν τον έχασα, έρχεται συχνά στην ποίησή μου. Ίσως να θέλει, σκέφτομαι, μια θέση στο «σπίτι» που με βοήθησε να φτιάξω.

Tι θα σε κάνει να εκτιμήσεις έναν άνθρωπο;

Το ότι είναι συνεπής απέναντι στις αρχές και τις αξίες του. Το ότι δεν βάζει το εγώ του πάνω απ’ αυτό των άλλων. Το ότι ξέρει να συγχωρεί. Το ότι παραμένει απλός όσο ψηλά κι αν έχει φτάσει.

Ποια ανθρώπινη αδυναμία ή ατέλεια συγχωρείς περισσότερο;

Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, η ατέλεια (όχι μόνο η ανθρώπινη, αλλά και αυτή των πραγμάτων) με θέλγει. Δεν έχω να της συγχωρήσω τίποτα. Παρά μόνο να την ευγνωμονώ. Με αφορμή μια ατέλεια μάλιστα, μια απροσδόκητη ρωγμή πάνω στη φαντασμαγορία μιας υπαίθριας γιορτής, παιδί ακόμα, αισθάνθηκα πως θα γινόμουν ποιητής. Διηγούμαι το περιστατικό στο ποίημα «Άνοιξη θα ’ταν Σάββατο» του τελευταίου μου βιβλίου «Μετά από μένα».

Γιάννη Τζανετάκη, ξέρεις ότι οι λέξεις σου έχουν σώσει κόσμο; Σου δίνει χαρά η γνώση ότι κάποιοι άγνωστοι και άγνωστές σου «ανασήκωσαν το έδαφος κι έπαιξαν με τα ζώα στον αέρα» χάρις σε σένα;  

Αυτό που λες στην πρώτη σου ερώτηση έχει πράγματι συμβεί. Λίγο μετά από όταν κυκλοφόρησαν «Τα ζώα της Κυριακής», μια νεαρή γυναίκα, άγνωστη σε μένα, με κάλεσε στο τηλέφωνο και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Εμφανώς ταραγμένη, σ’ ένα καφέ της Καλλιθέας, μου εξομολογήθηκε –είχα μείνει άφωνος– ότι το συγκεκριμένο βιβλίο έδιωξε απ’ το μυαλό της την ιδέα της αυτοκτονίας.

Όσο για τα «ζώα στον αέρα» –όπως και για καθετί που λανθάνει–, θα πω ότι αυτό ακριβώς είναι ένα από τα καθήκοντα του ποιητή: να ασκήσει τον αναγνώστη του στο να διακρίνει «παραμύθια που χρειάζονται τον καθένα μας/ χρώματα που πρέπει να ζήσουν».

Πώς φαντάζεσαι μια μέρα τη συνάντησή σου με τους αγαπημένους σου που έχουν φύγει από τη ζωή;          

Με τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής μου, τον Απρίλιο του 2023 –μόλις οκτώ μήνες μετά από τον θάνατο της μάνας μου– νιώθω σαν να χάθηκαν μαζί της και τα παιδικά μου χρόνια. (Τα παιδικά χρόνια, το πλησιέστερο πράγμα στην αιωνιότητα, όπως έχει γράψει ο Ναμπόκοφ.) Το «Μετά από μένα» είναι ένα τέλος εποχής. Ένας αποχαιρετισμός στην παιδικότητα και στη νιότη· σε ό,τι ήμουν κάποτε και δεν θα είμαι πια ποτέ ξανά.  

Τη συνάντησή μου, όταν έρθει η ώρα, με τους δικούς μου που έχουν φύγει από τη ζωή τη φαντάζομαι στο πατρικό μου σπίτι, στην  οδό Παπατσώνη 12 της Καλαμάτας –ας μην υπάρχει πια κι αυτό, όπως την περιγράφω στο ποίημα «Πλάι στη λεμονιά», που είναι αφιερωμένο στην αδελφή μου:

Μια μέρα θα συναντηθούμε// παιδάκια πάλι/ πλάι στη λεμονιά// το αύριο το χθες δεν θα μας νοιάζει// μ’ εκείνη τη λαχτάρα/ την παλιά// μες στο παιχνίδι θα ηχούν// τριγύρω/οι φωνούλες μας γλυκές// «Φωτούλα» «Γιάννη»// και θα γελάμε/ θα γελάμε// όλο χαρά// θα ’ναι άνοιξη/ –για πάντα πια–// η αυλή θα λουλουδιάζει       

Συμπληρώνοντας, εδώ και μόνο: Και οι γονείς μας/ –στο άνθος τους κι αυτοί–// κάτω θα μας κοιτούν απ’ το περβάζι.  

Φωτογραφία: Ο πατέρας του ποιητή, Γεώργιος Τζανετάκης, αρχές της δεκαετίας του ’50.

Βιογραφικό Γιάννης Τζανετάκης

Βιογραφικό Γλυκερία Μπασδέκη

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη