Γράφει η Χριστίνα Μιχαηλίδου
Ο βίος και η πολιτεία του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη
Ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης είναι μεταφραστής, συγγραφέας, ποιητής και όχι μόνο, μία πολυσχιδής προσωπικότητα με αξιοσημείωτο, πνευματικό έργο. Είναι εύλογη η δυσκολία αποτίμησης του έργου του. «Πώς θα αγγίξεις αυτό το θηρίο»; Με ρώτησαν με δέος οι φίλοι όταν έμαθαν για το αφιέρωμα. Αλήθεια, τι κάνει ο ίδιος πριν μεταφράσει το βιβλίο ενός συγγραφέα; «Παίζω τον ρόλο ντετέκτιβ. Αναζητώ τον συγγραφέα, συγκεντρώνω πληροφορίες, ιχνηλατώ τον βίο του, τα χούγια του, τι φοράει, πως μιλάει, τον γνωρίζω, τον οικειοποιούμαι…» απαντά σε συνέντευξη του.
Αυτό, λοιπόν θα πράξω. Δεν θα αναλύσω τη συγγραφική του δεινότητα, το αξιόλογο έργο του και τις μεταφραστικές του δεξιότητες αλλά θα αναζητήσω τον άνθρωπο πίσω από τον δημιουργό. Θα αναζητήσω τον Ίκαρο, έναν άντρα γοητευτικό, μποέμ, ανεπιτήδευτο, έναν άνθρωπο σίγουρο για τους δρόμους που έχει περπατήσει και για όσους θα περπατήσει. Ένα ταξίδι στα χνάρια της ζωής του, κόβοντας και ράβοντας αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του γραπτές και προφορικές, τα podcast, τις εκμυστηρεύσεις του, δηλαδή ένα κολάζ του βίου και της πολιτείας του, σύμφωνα με τη λογοτεχνική τεχνική cut up του Γουίλιαμ Μπάροουζ, αγαπημένου δημιουργού του Ίκαρου. Μία αναζήτηση στην οποία ο Ίκαρος μας συστήνει τον Ίκαρο με λόγο χειμαρρώδη, ζωντανό, εικονοπλαστικό, σαν πίνακα ζωγραφικής.
Γεννημένος στα Τρίκαλα, τον μήνα Απρίλη, «που τον κοσμεί ένα λατρεμένο λυρικό λάμδα», αλλά ουσιαστικά περιπλανώμενος εσωτερικός μετανάστης, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, στρατιωτικός γαρ, μεταφέρει από μικρή ηλικία στο προσωπικό του καραβάνι, βιβλία του Καζαντζάκη και του Τσβάιχ, ως πρώτα αναγνώσματα. Μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στην Ορεστιάδα, στο Βόλο. Διαφορετικοί τόποι, μυρωδιές, γνωριμίες, γειτονιές που φυτεύουν τον σπόρο της σφοδρής επιθυμίας του να αφουγκράζεται τους ανθρώπους, να ακούει τις ιστορίες τους, να μαθαίνει από αυτές και αργότερα να τις μετουσιώνει σε κείμενα.
Το ’77 η οικογένεια του μετακομίζει οριστικά στην Αθήνα και «η Κυψέλη γίνεται από τότε η δική του πατρίδα, η γειτονιά του, το ιδανικό φυτώριο για πολιτικές ζυμώσεις, ένα θερμοκήπιο αγάπης για φίλους και έρωτες», όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος την Κυψέλη.
Άριστος μαθητής, σπουδάζει Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική σχολή Πειραιά, Κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μπίλεφελντ στη Γερμανία. Κι όμως, πανεπιστήμιο δε θεωρεί τη στείρα γνώση μέσα στα έδρανα και τα αμφιθέατρα αλλά την αέναη απόκτηση της γνώσης μέσα από τα βιβλία, τις ταινίες, τις μουσικές και βέβαια τις ανταλλαγές απόψεων, ιδεών, τριβών και αντιπαραθέσεων με ανήσυχους ανθρώπους, πεποίθηση που διατηρεί αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα.
Αν και «παιδί της χρυσής νεολαίας, από καλή οικογένεια», στα 17,5 ξεκινά να εργάζεται για να αποκτήσει αυτονομία και την αναζήτηση της πραγματικής ζωής. Η πρώτη του δουλειά ήταν στη Φωκίωνος Νέγρη στο περιοδικό Θεατρικά του Γιώργου Χατζηδάκη. Προσλαμβάνεται έναντι 50 δραχμών την ώρα για να κάνει αγγαρείες. Δούλευε 4-5 ώρες την ημέρα και οι αγγαρείες ήταν πολλές και διαφορετικές, είτε να πάρει συνέντευξη από τον Κώστα Ταχτσή ή από την τραβεστί Μπέτυ, είτε να αγοράσει πορτοκάλια. Γνώρισε θαυμάσιους ανθρώπους, ανάμεσα τους και τον Θεοδωρακόπουλο, τον ηγέτη του ομοφυλοφιλικού κινήματος στην Ελλάδα και εκδότη του πιο επιδραστικού εντύπου της ΛΟΑΤΚΙ ιστορίας, του περιοδικού Αμφί.
Στον δρόμο των προσωπικών του διαδρομών κάποιες στιγμές σηματοδοτήθηκαν ως σταθμοί. Όπως εκείνο το βράδυ στα σκοτάδια της κινηματογραφικής αίθουσας όπου στο πανί προβάλλεται η ταινία «Τι απέγινε η Μπέιμπυ Τζέιν» με πρωταγωνίστρια τη συγκλονιστική Μπέτι Ντέιβις. Ο έφηβος Ίκαρος μαγεύεται από την εικόνα της και στο μυαλό του γεννιέται η σκέψη, ότι όπως η ηθοποιός βγάζει λεφτά με το κορμί και το χαμόγελο της, ο ίδιος «θα βγάζει χρήματα από το μυαλό του με εργαλεία το χαρτί και το μολύβι». Ή εκείνη την ημέρα που ο συμμαθητής του στο εξατάξιο γυμνάσιο του Βόλου απαγγέλει στίχους του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, που τον συγκινούν βαθιά, ταράζουν τα νερά τής, μέχρι τότε, εφηβικής ζωής του και τον απομακρύνουν όλο και περισσότερο από τον προκαθορισμένο στόχο να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Ένα ποτάμι σαρωτικό ξεσπά μέσα του, εκρήξεις στο κρανίο από νέα ακούσματα, μουσικές, ήχους, ταινίες, βιβλία και αυτή η ορμή ξεχύνεται στο χαρτί, μεταμορφώνεται σε στίχους και γεννά τα πρώτα του ποιήματα.
Η μετάφραση έρχεται στη ζωή του ως μονόδρομος των λογοτεχνικών του αναζητήσεων. Η φλόγα και το πάθος της γνώσης, που έχει φουντώσει για τα καλά, τον οδηγούν στα χνάρια της Beat Generation. Γοητεύεται από τους Γκίσμπεργκ, Κέρουακ, Μπάροουζ κι αρχίζει με φίλους να τους μεταφράζουν για «πάρτη τους». Και κάπου εκεί, η ρήση του Μάνου Χατζιδάκη «τα πάντα στην Ελλάδα γίνονται στα καφενεία», βρίσκει την κατάλληλη εφαρμογή της, αφού σε ένα καφενείο στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα σε καπνούς, συζητήσεις και το ηχητικό υπόβαθρο από τα πούλια στο τάβλι, ο Ευγένιος Αρανίτσης, ο Μανώλης Μανουσάκης και ο Ίκαρος στήνουν τον εκδοτικό οίκο Ερατώ. Ο εκδοτικός αγοράζει το ήδη μεταφρασμένο έργο του Ίκαρου, «Μία Ρωσίδα καλλονή», συλλογή διηγημάτων του Ναμπόκοφ και έτσι το όνειρο του να ζει από το χαρτί και το μολύβι αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, και όπως λέει ο ίδιος: «Ήταν μία πολύ ωραία συγκυρία και τύχη όλο αυτό, το να ξεκινήσεις από κάτι που είναι το κέφι σου και το κέφι σου να γίνει επιτήδευμα, να γίνει επάγγελμα, να σου προσφέρει το ψωμί και το κρασί σου κάθε μέρα, τον άρτον ημών τον επιούσιον».
Η μεταπολίτευση τον βρίσκει ενεργό μέλος μιας Αθήνας που βοά από κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα. Πέφτει με τα μούτρα σε δουλειά, ξενύχτια, συζητήσεις ολονύχτιες, που άλλες φορές καταλήγουν τις πρωινές ώρες σε σπίτια φίλων, ή στο δικό του και άλλες πάλι ξημερώματα στην Κέρκυρα, να ξεναγείται στο Αχίλλειο πλέοντας σε μία «νηφάλια μέθη».
Δεν το κρύβει ότι έχει «έμμονες εμμονές» με τα στέκια, όπως του Μπόκολα, καφεζαχαροπλαστείο στην πλατεία Κολωνακίου που εκτός από κυρίες του καλού κόσμου, σύχναζαν και άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων, το Galaxy που ήταν σαν προέκταση του καθιστικού του σπιτιού του, το Au revoir που είναι κάτι σαν ναός, αφού τον ιδιοκτήτη κύριο Λύσανδρο τον έχει σαν πατέρα. Σε όλα αυτά τα στέκια γνωρίζει άπειρο κόσμο και αισθάνεται τεράστια ευγνωμοσύνη για αυτό. Είναι τα πτυχία του, το ντοκτορά του, ένα αέναο πανεπιστήμιο, που τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ακόμα φοιτητής, πιτσιρικάς και μαθαίνει πράγματα. «Έτσι μορφώνεται κανείς μέσα από την καθημερινή επαφή με ανθρώπους» πρεσβεύει και το κάνει πράξη, σταθερός στις απόψεις του, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει.
Σήμερα έχει αποκτήσει ακόμα ένα στέκι, το μαγειρείο Μυρτιά στην Κυψέλη, όπου μετά από μία εποικοδομητική μέρα, κάνει δώρο στον εαυτό του ένα πιάτο καλομαγειρεμένο φαγητό, συνομιλεί με τους θαμώνες, ακούει τις ιστορίες τους και καταγράφει φράσεις ή λέξεις που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον στο σημειωματάριο που κουβαλά πάντα μαζί του.
Μεθοδικός και πειθαρχημένος, φορώντας «φόρμα εργασίας και τα απαραίτητα υποδήματα, άνετες και ανατομικές παντόφλες», αφοσιώνεται με στοχοπροσήλωση στα κείμενα του, είτε μεταφράζοντας, είτε γράφοντας το επόμενο βιβλίο του, για 8-10 ώρες. Στις ζόρικες μέρες, ασχολείται με την ίδια συνέπεια με «εργασίες υποδομής», όπως ονομάζει τις ενέσεις αισιοδοξίας και δύναμης, που τον κρατούν σε εγρήγορση μέσω των πραγμάτων που αγαπά. Το τέλος της ημέρας τον βρίσκει να συζητάει με τους φίλους του, να ερωτεύεται, να μεταφράζει, να γράφει, να ακούει μουσική με τις ώρες, να βλέπει ταινίες. «Αυτόν τον τρόπο ζωής ακολουθεί με καρμπόν χρόνια τώρα», σαν ένα είδος προσωπικού φυλαχτού ή αντίδοτου που τον κρατά αλώβητο στην κυνικότητα των καιρών, πάντα ενεργό και επίκαιρο σε αναζητήσεις του μυαλού και της διανόησης.
Ως επίλογο, θα δανειστώ ουσιαστικά και επίθετα που σκιαγραφούν την πολυσύνθετη προσωπικότητα του μέσα από αυτοχαρακτηρισμούς του αλλά και σχόλια φίλων του.
Παλλόμενη γκρανκάσα, νηφάλια μέθη, καλοπερασάκιας, γκουρμέ, κυριλέ, αναρχικός, κατά της νοσταλγίας, φίλος, ευφρόσυνο χάος, ρακοσυλλέκτης στιγμών, ώριμος έφηβος, εθνογράφος δρόμων, πειθαρχημένος, παθιασμένος, ανεξάντλητος, αλλεργικός στους δημόσιους υπαλλήλους ιδεών, ερωτευμένος, αντιρρησίας παθητικότητας και ωχαδερφισμού, αέναη γνώση, λάτρης του κινηματογράφου, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών.
Το δίχως άλλο, στην ταινία με τίτλο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, στην τελευταία λεζάντα δεν θα έπεφτε η λέξη τέλος αλλά to be continued…
Photο: Πίνοντας με τον Λάσλο (φωτογραφία: Μαρίλη Ζάρκου)
Βιογραφικό Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης