Γράφει ο Θανάσης Πάνου
Η επανάσταση των λέξεων
Το μοναδικό δημοκρατικό σύστημα
είναι αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία.
Γ.Ι.Μ.
Η κοινή πρώτη και παντοτινή μας επανάσταση είναι οι χορευτικές πλην επίπονες κινήσεις της πένας πάνω στο χαρτί, ο καλλιγραφικός – εικαστικός θα λέγαμε – σχηματισμός των μικρών συμβόλων των οποίων η ένωση δημιουργεί ομάδες που ονομάζονται λέξεις, και οι λέξεις φράσεις, και οι φράσεις εκρήξεις, κι οι παράγραφοι βάζουν φωτιά στην ύπαρξή μας, την κατασπαράσσουν και την ανοικοδομούν. Ξανά και ξανά η ίδια διαδικασία, η ίδια δοκιμασία, η ίδια χαρά, ο ίδιος πόνος, το ίδιο ουρλιαχτό, η σιωπή ύστερα, η νύχτα και το φως που αχνοφαίνεται και η εξάντληση – η στιγμή της γέννας, η πιο σκληρή και όμορφη στιγμή. Κι όλα τούτα εκκινούν από τις λέξεις των άλλων, από τις όμορφες σελίδες των βιβλίων που άλλοι κοπίασαν για να γράψουν και μας τάραξαν και μας ενέπνευσαν. Αυτή η επανάσταση μας σώζει από τον καθημερινό αφανισμό κι από τον αφανισμό στην καθημερινότητα, προσφέρει μια χούφτα τριαντάφυλλα και ξεπλένει το στόμα μας, σκουπίζει τα δάκρυα κι ανοίγει τους κρουνούς για να τρέξουν κι άλλα πιο λυτρωτικά, σκορπίζουν μπροστά μας όλα τα όμορφα ψέματα που λατρέψαμε κι όλες οι αλήθειες οι σκληρές που χάραξαν το δέρμα και το στέρνο μας. Η επανάσταση των λέξεων, για εμάς είναι η μόνη θεμιτή εξέγερση απέναντι στην ασημαντότητα. Οι λέξεις είναι η μουσική μας, η ζωγραφική, το γλυπτό μας, οι ταινίες και οι φωτογραφίες μας, το κοστούμι και η γύμνια μας.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης υπάρχει μέσα στα βιβλία και τα βιβλία αναπνέουν γι’ αυτόν. Η ύπαρξή του εμπεριέχεται μέσα στις λέξεις, στροβιλίζεται γύρω από την φιλοσοφία τους, διαφυλάσσει και φροντίζει όλο το αρχέγονο νόημά τους. Ζει στους λαβυρίνθους μιας ονειρικής υφής της πραγματικότητας απ’ την οποία κεντά μια νέα συνθήκη αυτοσκοπού κι αυτοπραγμάτωσης, τη συνθήκη της αέναης και παντοτινής δημιουργίας, συνθέτοντας ξανά και ξανά την πραγματικότητα μέσα στο όνειρο και το όνειρο μέσα στην πραγματικότητα. Κάθε θεωρία γίνεται αυτόματα πράξη, μετατρέπεται σε installation και εικαστικό δρώμενο, παίρνει μορφή, γίνεται δράση και αντίδραση.
Τα θεμέλια τραντάζονται στο άκουσμα και μόνο του πηγαίου, αφτιασίδωτου και μεφιστοφελικού γέλιου του, καθώς ελευθερώνεται από καπνισμένα και νοτισμένα πνευμόνια και ορμά να ξεγελάσει τον θάνατο, να βάλει τρικλοποδιά στο αδύνατο, να παγιδεύσει τον χρόνο, να σταματήσει το δευτερόλεπτο, να μετουσιώσει το άχρονο χρονικό της αφήγησης σε μανιφέστο ενάντια στο καθεστώς της λήθης κι ενάντια στη μέρα, να σημαδέψει μια μικρή χαραμάδα φωτός και να την κρατήσει, ν’ απλώσει μια χίμαιρα κάτω απ’ τα ξύλινα πόδια μας για να γλιστρήσουμε αδέξια στις βαθιές λίμνες και να φτάσουμε ως την συγκομιδή μας.
Έτσι ξεκινά η γραφή του, μέσα απ’ την ποίηση και πάντα εκεί επιστρέφει, αυτή προσκυνά και σ’ αυτή πιστεύει. Μόνο η ποίηση δεν είναι μαλακίες, έγραψε ο κοινός μας λατρεμένος Μπολάνιο κι εκείνος το έκανε σύνθημα στην επανάστασή του. Η υπόσχεση που έδωσε στην εφηβεία, πως θα ζήσει με μολύβι, χαρτί και γομολάστιχα, κρατιέται πιστά και βαθιά ριζωμένα στην ιδιοσυγκρασία του, και αποδεικνύεται έμπρακτα με την εντυπωσιακά πλούσια εκδοτική του παραγωγή εδώ και τέσσερις δεκαετίες.
Ο Μπαμπασάκης και οι υπόλοιποι της γενιάς του (Αρανίτσης, Σταθόπουλος, Βακαλόπουλος, Λάγιος, Παπαγιώργης κ.α.) είναι αυτοί που ανακάλυψαν, λάτρεψαν και μελέτησαν επισταμένα οι βιβλιόφιλοι της δικής μου γενιάς. Είναι αυτοί που κρατώντας από την ρηξικέλευθη ποίηση της δεκαετίας του ’70, εμβάθυναν ακόμη περισσότερο στα πιο απροσπέλαστα μονοπάτια της ζωής, που ύμνησαν την ποιητική στην υψηλότερη και πιο αληθινή μορφή και τεχνική της, που σκιαγράφησαν ένα νέο τοπίο στη λογοτεχνία μας και φυσικά είναι εκείνοι των οποίων τα μυθοπλαστικά και ποιητικά κείμενα ανέπτυξαν έναν σοβαρό και ουσιαστικό διάλογο με τη φιλοσοφία.
Ο Μπαμπασάκης απομυζεί τη γλωσσική του αρτιότητα και ικανότητα, αρχικά από τις βαθιές ρίζες της παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού, από τις λαμπρότερες στιγμές της καθαρεύουσας, αλλά και του δημοτικισμού και φτάνει ως τους μεγάλους Αμερικανούς μαέστρους του λόγου, της διαλεκτικής και της φιλοσοφίας, τους τεράστιους μυθιστοριογράφους Pynchon, DeLillo, Wallace, Markson, τους καλύτερους της beat generation, του αγαπημένου του μοντέρ της λογοτεχνίας William S. Burroughs, και φυσικά τους δικούς μας αρχιτέκτονες της σκόρπιας ζωής, Πεντζίκη, Γονατά, Χάκκα, Παπαδιαμάντη, Βενέζη και πολλούς άλλους. Αντλεί τα υλικά του σύγχρονου μυθιστορήματος από φιλοσόφους όπως ο Χάιντεγκερ, ο Χέγκελ (Έγελος!), ο Ιμμάνουελ Κάντ, ο Βιττγκενστάιν, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ενώ σε κάθε πτυχή της ύπαρξής του, κάθε λέξη ή σιωπή ή κόμμα της γραφής του, σε κάθε γωνιά στο βλέμμα του δεσπόζει η επαναστατική και τρυφερή μορφή του Guy Debord κι όλος ο Μάης του ’68 – όλη η επανάσταση των τεχνών, η τέχνη μέσα στην επανάσταση, η φιλοσοφία, η ποίηση, ο κινηματογράφος.
Το σινεμά είναι το χαλάκι υποδοχής κι ο ξεναγός στο λογοτεχνικό του σύμπαν. Η ποιητική της μεγάλης οθόνης συναντά την αφήγηση στο χαρτί, ενώ η (μη) δράση υποκινεί τη ροή προς τον αναπόδραστο χαμό, προς τη ματαίωση, προς το πανέμορφο ερωτικό αδιέξοδο, την πλήρη αποσυναρμολόγηση και την ολοκληρωτική ανασύσταση.
Η μουσική, επίσης, ο ρυθμός και η ένταση, η φωτιά που καίει μέχρι τη λύτρωση. Από τον αγαπημένο του Captain Beefhart, τους Can, τον Bob Dylan, τον Leonard Cohen και τα ιλιγγιώδη παιξίματα των μεγαθηρίων της Jazz, μέχρι το λαϊκό τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη και του Αντώνη Ρεπάνη, το ρεμπέτικο του Βαμβακάρη. Η ψυχεδελική και η μάγκικη διάλεκτος έρχονται κοντά και σιγομουρμουρίζουν άσματα παρέα με την μαγευτική και τρυφερή κατάνυξη του Μάνου Χατζιδάκι με τη γενναία κι εμβατηριακή έπαρση του Μίκη Θεοδωράκη, με την ιεροτελεστία των έργων του Σταύρου Ξαρχάκου. Κι ανάμεσά τους σλάλομ κάνουν οι πιο σπουδαίοι συνθέτες της κλασικής μουσικής.
Οι εικαστικές τέχνες δένουν το πιο πολύμορφο γλυκό της δημιουργίας, επηρεάζοντας τη γραφή του Μπαμπασάκη στο στήσιμο των προτάσεων με την αειθαλή μέθοδο του cut-up, στην απόχρωση που φτιάχνουν οι λέξεις στο ζύγωμά τους, στην έκθεση των ιδεών, των εκμυστηρεύσεων και των συναισθημάτων στα μάτια του ανύποπτου αλλά και του διεισδυτικού αναγνώστη.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης είναι η αβάν-γκαρντ τέχνη της κάθε εποχής, ο χάρτης της αχανούς έκτασης της έκστασης μέσα απ’ τη διαρκή δημιουργία, την αέναη πυροτεχνουργία. Είναι η μεγάλη βιβλιοθήκη της Κυψέλης – του κέντρου του γνωστού κόσμου – που χωρά όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, όλες τις λέξεις που μάθαμε να προφέρουμε, αλλά κι όσες δεν θα μάθει ποτέ κανείς να τραγουδά.
Το σπίτι του, το πιο διάσημο μπαλκονάκι της Κυψέλης, υπήρξε για μένα όπως και για πολλούς άλλους, η αρχή του ταξιδιού, το λιμάνι της ποίησης απ’ όπου ακούσαμε ιστορίες ανθρώπων που δεν γνωρίσαμε μα θαυμάζουμε ανελλιπώς το έργο τους. Αυτή η ανοιχτή πόρτα, ο προθάλαμος, ο διάδρομος και το κυρίως δώμα της τέχνης και δη της λογοτεχνίας, κυοφορεί και θρέφει όλη την καταστασιακή παράδοση και ιδιοσυγκρασία, καθιστώντας το θερμοκήπιο κοσμογονίας και συστηματικής μελέτης και αναθεώρησης της ζωής και της φωτοσύνθεσής της.
Η επανάσταση των λέξεων, η συνεχής εξέγερση, η αέναη μάχη με το χαρτί, είναι ο πυρήνας, ο σταθμός και ο φωταγωγός που θησαυρίζει καθημερινά τις μέρες και τις νύχτες του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, του φίλου Ίκαρου. Κι εκείνος αγκυροβολημένος και φευγάτος ταυτόχρονα στον ιλιγγιώδη λαβύρινθο της σκέψης, της δημιουργίας και των βιβλίων, γίνεται λάβα που ισοπεδώνει τα ανεμικά μας θεμέλια κι ανοιξιάτικο λουλούδι που δροσίζει τα πύρινα αστικά μας απογεύματα με τον τρόπο της ποίησης – τον πιο ανώδυνο κι οδυνηρό τρόπο που έχει η ανθρώπινη ψυχή για να ξεγυμνώνεται ολοκληρωτικά και να ντύνεται την ελευθερία στιγμιαία, αναπάντεχα και λυτρωτικά.
Photο: Ανάβοντας κεράκι (φωτογραφία: Μαρίλη Ζάρκου)