Η ποιητική γραμματική του Γιάννη Τζαννετάκη, της Ευσταθίας Δήμου
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς από την ποίηση του Γιάννη Τζανετάκη είναι ότι αυτή χαρακτηρίζεται από μια σπάνια αποφθεγματικότητα, από το καίριο και το λιτό της έκφρασης, από τη μέγιστη δυνατή αφαίρεση που λειτουργεί με τέτοια ένταση, ώστε να καλύπτει οποιοδήποτε άλλο γνώρισμα ή χαρακτηριστικό. Δεν είναι μόνο η σχετική ή απόλυτη συντομία των ποιημάτων, το ολιγοσύλλαβο των στίχων, είναι κυρίως η έντονη παρουσία του ουσιαστικού ως κέντρου και πυρήνα της σύνθεσης, αλλά και ως πρώτης ύλης της δημιουργίας που μοιάζει να υπερισχύει κάθε άλλου μέρους του λόγου που έρχεται απλώς επικουρικά για να ολοκληρώσει το ποίημα. Εδώ ακριβώς έγκειται ένα δεύτερο χαρακτηριστικό, στενά συνυφασμένο με την άκρα συντομία της έκφρασης. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για την ευρεία και εκτεταμένη χρήση του ουσιαστικού ως κέντρου και πυρήνα της ποιητικής τέχνης και τεχνικής. Πρόκειται για τη μετατόπιση και τη μετουσίωση του ουσιαστικού στα υπόλοιπα μέρη του λόγου, έτσι που να αποδεικνύεται όχι μόνο η δύναμη και η μεταμορφωτική του αξία αλλά και ο ιδιαίτερος τρόπος που έχει η ποίηση όχι μόνο να «λέει» περισσότερα από όσα αποτυπώνονται στο ποίημα, να δηλώνει με την ίδια λέξη περισσότερες από μια έννοιες, αλλά και περισσότερες από μία λειτουργίες.
Έτσι, στο ποίημα «Ένθα ουκ έστι», ο «πόνος» γίνεται ρήμα –πονάω–, ο «ασπασμός» ασπάζομαι, το «φως» γίνεται μετοχή –φωτίζοντας– ενώ η λέξη στεναγμός νοείται μαζί με το άρθρο της –ο στεναγμός:
Ένθα ουκ έστι πόνος
στεναγμός
κοιμάται
από την πόρτα αδύναμο
πέφτει το φως
στο δεύτε
φιλί φιλάκι
κάποτε
και τώρα ασπασμός
Αντίστοιχα, στο ποίημα «Θα πάμε πάλι», η λέξη «χαρά» μετατρέπεται σε επιφώνημα, το χέρι σε σύνδεσμο –μάλλον παρατακτικό–, «οι κούνιες», «οι τραμπάλες», «τα σχοινιά» σε επιρρήματα που δείχνουν πρωτίστως τον τρόπο και, δευτερευόντως, τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται η φαντασίωση του ποιητή:
Ένα πρωί θα πάμε πάλι
στην παιδική χαρά
τώρα θα μου κρατάς
εσύ το χέρι
μη φύγω
-όπως φεύγουν οι μεγάλοι-
όλα απαράλλαχτα
οι κούνιες οι τραμπάλες
τα σχοινιά
θα είναι Κυριακή και θα φυσάει
Ακόμα και στο ποίημα «Άδολα» που, κόντρα στη συνήθη ποιητική πρακτική του Τζανετάκη, κυριαρχείται από ρήματα, το βάρος πέφτει στο ουσιαστικό «ο γιος» χωρίς το οποίο τα ρήματα θα έμεναν λόγος κενός, ακατανόητος.
Κολλάει πάνω μου
τρίβεται μ’ ανασαίνει.
Τον διώχνω μες στη νύχτα
έρχεται πάλι.
Θαρρεί το τώρα πάντα ονειρεύεται
πλάι μου ήσυχος βρεγμένος.
Κι άδολα με ετοιμάζει για ανάμνηση
ο γιός μου.
Αντίστοιχες μετατοπίσεις και μετατροπές μπορούν να εντοπιστούν και σε άλλα ποιήματα του δημιουργού τα οποία οφείλουν την επιδραστικότητά τους, το ευθύ και το ευθύβολο της έκφρασης όχι, όπως ίσως φαίνεται από πρώτη ματιά, στην διαδεδομένη παρουσία του ουσιαστικού, αλλά στη δυνατότητα του τελευταίου να μετέρχεται ποικίλες λειτουργίες και ρόλους. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια επιλογή που σχετίζεται και αποκαλύπτει την ποιητική του δημιουργού ο οποίος φαίνεται πως επιλέγει συνειδητά το ομοιότροπο μιας έκφρασης που, τελικά, καταλήγει σε πολύτροπη ποιητική ύφανση.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να μη δει και να μη διαπιστώσει εδώ την μετατόπιση του κέντρου βάρους στο ουσιαστικό όχι μόνο ως μέρος του λόγου αλλά και ως μέρος του κόσμου. Ως πυρήνα της ύπαρξης και ως περιγράμματος το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί και να προσλάβει. Πρόκειται όμως και για μια ακόμα μετατόπιση, αυτή τη φορά της ίδιας της ποίησης από την «κλασσική» αφηγηματικότητα, που ως τάση έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της τα τελευταία χρόνια και βασίζεται κυρίως στην ευρεία χρήση του ρήματος σαν ραχοκοκαλιά του ποιήματος, σε μια πιο «μοντέρνα» ή «ανατρεπτική» αφηγηματικότητα που προκύπτει από την ενέργεια η οποία εναποτίθεται στο ουσιαστικό ώστε αυτό να καταστεί φορέας της δράσης. Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Τζανετάκης εκμεταλλεύεται το ουσιαστικό στην ποίησή του –νοούμενο στη διττή του μάλιστα έννοια– κάνοντάς το να μπαίνει σε πολλαπλούς ρόλους και δοκιμάζοντας έτσι την αντοχή και την ευελιξία του, δύο ιδιότητες που στην παραδοσιακή οπτική και θεώρηση φαίνεται πως δεν κατείχε.
* Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του «Τα ζώα της Κυριακής», που τον καθιέρωσε, η μακέτα και το σχέδιο του εξωφύλλου ήταν του ζωγράφου Ανδρέα Δεβετζ). Το τελευταίο του βιβλίο «Μετά από μένα» τιμήθηκε με το βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Χάρτης» 2023.