Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Ισίδωρος Ζουργός | Γράφει η Χριστίνα Μιχαηλίδου

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μετά την παρουσίαση του ποιητή Γιάννη Τζανετάκη, του πεζογράφου  Βαγγέλη Ραπτόπουλου και της ποιήτριας Αλεξάνδρας Μπακονίκα, συνεχίζουμε τον μήνα Σεπτέμβριο με τον δημοφιλή συγγραφέα Ισίδωρο Ζουργό.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Χριστίνα Μιχαηλίδου

Βιωματικά μαθήματα συγγραφής και ανθρωπιάς από τον Ισίδωρο Ζουργό

Γνωστός και πολυδιαβασμένος συγγραφέας ο Ισίδωρος Ζουργός, προσέλκυσε  έντονα το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον με το βιβλίο του «Στη σκιά της πεταλούδας». Μετά ακολούθησαν «Η αηδονόπιτα» και το «Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο». Η πεποίθηση μου για τη γνήσια και μεστή γραφή του εδραιώθηκε μέσα μου και έτσι κατέκτησε περίοπτη θέση στους αγαπημένους μου νεότερους συγγραφείς. Γι’ αυτό ενθουσιάστηκα, όταν διάβασα στο πρόγραμμα σπουδών στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής γραφής και Συγγραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, το όνομα του. Διδάσκων καθηγητής μεγάλης φόρμας πεζού λόγου: Ισίδωρος Ζουργός.

Και η ώρα έφτασε, η κάμερα άνοιξε! Ο συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός χαμογελά ζεστά με φόντο μία βαρυφορτωμένη και άψογα τακτοποιημένη βιβλιοθήκη. Ευγενικός, προσηνής, συνεσταλμένος στις φιλοφρονήσεις μας για το εξαιρετικό του έργο, οικείος αλλά και σοβαρός ταυτόχρονα, με οργανωμένες τις σημειώσεις και τον λόγο του. Ένας σημαντικός συγγραφέας της γενιάς του, εκεί μπροστά μας, πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε ερώτηση, ενθαρρυντικός να ανταλλάξουμε απόψεις, σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες μας. Το ένστικτο μου έλεγε ότι αυτό θα ήταν κάτι παραπάνω από ένα μάθημα πεζού λόγου, η γνωριμία μας με τον άνθρωπο και δάσκαλο Ισίδωρο, θα ήταν μία εμπειρία.

Ξεκινήσαμε το ταξίδι από πολύ μακριά. Φτάσαμε πίσω στην παιδική του ηλικία, επιθυμούσε να μας ξεναγήσει προσωπικά στα πρώτα αναγνωστικά του βήματα. Ακολουθήσαμε το αγοράκι με τα κοντά παντελονάκια για να καταγράψουμε την αναγνωστική του ιστορία. Πήρε στα χέρια του με λαχτάρα το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Το λιονταράκι που έχασε τη μαμά του», περιέγραψε τα συναισθήματα του και την αγωνία που βίωσε ως μικρό παιδί μέχρι ο ήρωας του παραμυθιού να ξαναβρεί τη μαμά του. Ακολούθησε το παραμύθι «ο Λύκος και το κουνελάκι» και αυτό αγαπημένο και ανεξίτηλο στις αναμνήσεις του και ύστερα και άλλα πολλά, δεκάδες, εκατοντάδες βιβλία που δεν σταμάτησε να διαβάζει ποτέ από τότε. Τα μυθιστορήματα ήταν και είναι πάντα η πρώτη του επιλογή, ύστερα τα ιστορικά βιβλία -ντοκουμέντα και τρίτα σε θεματική προτεραιότητα τα φιλοσοφικά δοκίμια. Τυχαίο ότι γράφει μυθιστορήματα; «Όχι βέβαια», μας απαντά γρήγορα, σαν να γνώριζε ήδη την ερώτηση. «Ο καθένας από εμάς δημιουργεί την αναγνωστική του ταυτότητα μέσα από τις επιλογές του. Επηρεάζεται ιδεολογικά, αισθητικά και συναισθηματικά. Η αναγνωστική ιστορία που συσσωρεύεται μέσα μας είναι μια μακροχρόνια, αθόρυβη διαδικασία που αφήνει όμως το αποτύπωμα της όταν έρθει η ώρα να γράψουμε».

Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μας εμπιστεύτηκε ότι σαν έφηβος ένιωθε μαγεία και θαυμασμό για τον Νίκο Καζαντζάκη. Μέχρι την ενηλικίωση του είχε ρουφήξει λαίμαργα όλο του το έργο και όταν βρέθηκε στην Κρήτη, προσκύνησε τον τάφο του μεγάλου συγγραφέα με δέος και συγκίνηση σαν να ήταν δικός του άνθρωπος٠ και όμως, μεγαλώνοντας η οπτική του για το συγγραφικό έργο του Καζαντάκη άλλαξε. «Κάθε αναγνώστης έχει δικαίωμα στην αναγνωστική μετατόπιση για τους δικούς του λόγους, σεβαστό».

Στις ώρες που κυλούσαν μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, η απόσταση συρρικνώνονταν, ώσπου εξαφανίστηκε τελείως και είχαμε πλέον την αίσθηση ότι καθόμασταν στο σαλόνι του σπιτιού του με την αγαπημένη του σύζυγο να μας κερνάει καφέ και γλυκό του κουταλιού και ο Ισίδωρος να μοιράζεται απλόχερα τις εμπειρίες και τις γνώσεις του μαζί μας.

Ήταν λέει φαντάρος σε φυλάκιο όταν δανείστηκε τη βιογραφία του Ιουλιανού από τη βιβλιοθήκη του στρατοπέδου٠ και είναι τέτοιο το πάθος του να έχει στην κατοχή του βιβλία που του έλκουν το ενδιαφέρον, που με την πρώτη άδεια όταν γύρισε στην πόλη, πήγε και το αγόρασε. Ακόμα, έχει αγοράσει βιβλίο γιατί τον τράβηξε το εξώφυλλο, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο ή τον συγγραφέα γιατί πιστεύει ότι το βιβλίο αποτελεί παράλληλα και ένα αντικείμενο με αισθητική που μπορεί να σε γοητεύσει.

«Τα βιβλία πάλι, μπορεί να λειτουργήσουν μέσα μας αρνητικά ή θετικά, ανάλογα με γεγονότα που έχουν συνδεθεί» συνέχισε. Ακόμα να πάρει στα χέρια του, αν και έχουν περάσει 35 ολόκληρα χρόνια, ένα βιβλίο του Μπόρχες, γιατί η αγορά του, συνέπεσε με ένα δυσάρεστο γεγονός της ζωής του. Το αντίθετο συνέβη με τον «Οδυσσέα» του Joyce, βιβλίο που τον οδήγησε στα ράφια του σούπερ μάρκετ να αγοράζει μία κλασική, ιρλανδική μπύρα για να την απολαύσει όπως ο ήρωας του βιβλίου.

«Δάσκαλε, το μόνο είδος που δεν μπορώ να διαβάσω είναι το θεατρικό» είπε με απολογητικό ύφος κάποια συνάδελφος στη διάρκεια της συζήτησης μας.

«Ούτε και εγώ, τα θεατρικά γράφονται για να τα απολαμβάνουμε στη σκηνή και όχι να τα διαβάζουμε» απάντησε.

Είχαμε ξεχάσει ότι μπροστά μας βρίσκονταν ο δημοφιλής συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός, και απολαμβάναμε τις στιγμές με τον δάσκαλο Ισίδωρο που είχε όλη την καλή διάθεση και υπομονή να μας μεταλαμπαδεύσει τις αλήθειες του απλά και κατανοητά χωρίς έπαρση ή στόμφο. Η ψυχή μας φωτίστηκε, το μυαλό μας άστραψε και το χέρι μας σαν να πήρε φωτιά, μας κατάλαβε.

«Περιμένετε όμως, η συναισθηματική υπερχείλιση δεν είναι απόδειξη τέχνης. Το συναίσθημα γράφοντας, θα πρέπει να έχει ένα ρουμπινέτο δηλαδή θα πρέπει να ανοίγει και να κλείνει κατά περίπτωση. Πρέπει να ρυθμίζουμε τη δοσολογία  συναισθήματος, να έχουμε αυτοέλεγχο». Μεμιάς καταλάγιασαν μέσα μας οι χίμαιρες και κρεμασμένοι από τα χείλη του, καταπίναμε με ευλάβεια σαν αντίδωρο τα λόγια του.

«Και το ταλέντο, Δάσκαλε; Τι γίνεται με το ταλέντο; Είναι τελικά η κινητήριος δύναμη;»

«Προφανώς το ταλέντο στη λογοτεχνία έχει σημασία. Κανένα όμως ταλέντο χωρίς δουλειά δεν καρποφόρησε και καμία δουλειά χωρίς έστω το ελάχιστο ταλέντο επίσης δεν καρποφόρησε. Όσο και να σας ακούγεται περίεργο και άχαρο ο ψυχαναγκασμός, το ωράριο, η επιβολή να καθίσουμε στην καρέκλα να γράψουμε είναι πολύ σημαντικά. Μέσω της εργασίας και της συνεχούς προσήλωσης και ενασχόλησης γεννιούνται τα έργα. Να θυμόσαστε πως το ταλέντο ακόμα και αν είναι μικρό με πολλή δουλειά μπορεί να φέρει ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα. Το μεγάλο ταλέντο αν είναι σκόρπιο και δεν στρωθεί δεν μπορεί να βγάλει τίποτα απολύτως». Μας είπε και άλλα πολλά, κι εμείς, ήδη, ταξιδεύαμε στους ορίζοντες που μας χάραξε, με ανοιχτά πανιά χωρίς βιασύνη και με έναν ούριο άνεμο που μας καθησύχαζε.

«Γράφοντας βιβλία κατάλαβα τελικά ποιος είμαι» μας εξομολογήθηκε στο τέλος, συγκινημένος. Νιώσαμε τη στιγμή σαν να μας ξεπροβόδιζε με έναν εγκάρδιο αποχαιρετισμό στην πόρτα του σπιτιού του, μετά από μία γόνιμη βραδιά.

Αγαπητέ Ισίδωρε, σεβαστέ Δάσκαλε και εμείς καταλάβαμε ποιος είσαι. Όχι μόνο ένας εξαιρετικός συγγραφέας αλλά και ένας σπουδαίος άνθρωπος. Τιμή μας που σε γνωρίσαμε!