Γράφει η Γεωργία Πολυκανδριώτη
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΖΟΥΡΓΟΥ «ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΧΩΡΕΣ».
Η υπόθεση του μυθιστορήματος του Ζουργού διαδραματίζεται στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Σύρο στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου. Κεντρικοί ήρωες είναι η Λεύκα Κηρομάνου, μια γυναίκα της μεσοαστικής τάξης, δυναμική, πραγματίστρια που κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και ο Μιχαήλ Δέδες, ο οποίος προέρχεται επίσης από ευκατάστατη οικογένεια που ζει στην Αθήνα και οι εμπορικές της δραστηριότητες εξαπλώνονται στο λιμάνι του Πειραιά και της Σύρου. Η ιστορία των δύο ηρώων που ήταν ζευγάρι δίνεται στο βιβλίο μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Λεύκας, η οποία αποφασίζει να γράψει την ιστορία του Μιχαήλ αφού αυτός πεθάνει και απευθύνεται στον ίδιο καθώς και από την τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός αφηγητή παντογνώστη, σύμφωνα με τον οποίο μαθαίνουμε στοιχεία για τη ζωή του Μιχαήλ και της οικογένειας του.
Η πολυσημία που κατέχει στο μυθιστόρημα του Ζουργού το σύμβολο της θάλασσας καθώς και οι ποικίλοι τρόποι που αυτό εμπλέκεται με την πλοκή και τα επίπεδα του νοήματος και της αφήγησης είναι το θέμα του παρόντος σημειώματος. Θα αρχίσω από την χαρακτηριστική σκηνή της δεξίωσης του Περικλή Δέδε, θείου του Μιχαήλ, στο σπίτι του στη Σύρο. Όλη η ανώτερη κοινωνία του νησιού είναι παρούσα στο σαλόνι του. Οι καλεσμένοι ζητούν από τον Μιχαήλ να τους διηγηθεί ευχάριστες και ενδιαφέρουσες ιστορίες από τη διαμονή του στο Παρίσι και το Λονδίνο όπου σπούδαζε νομική και οικονομικά. Ο παντογνώστης αφηγητής παρομοιάζει το μαλλί του Μιχαήλ με κοχύλι καθώς είναι απροσχημάτιστο και άτακτο. Θυμίζει την αθωότητα ενός παιδιού που δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων. Εδώ η θάλασσα είναι τόπος αθωότητας και ελευθερίας. Ο Μιχαήλ αμφισβητεί πλήρως τη γιορτινή διάθεση των παρευρισκομένων και διηγείται ιστορίες από την Ευρώπη για τραυματισμένους στρατιώτες, πόρνες με σύφιλη και αφροδίσια νοσήματα, νόθα παιδιά που δεν επιβιώνουν. Οι ιστορίες του ραγίζουν την ασφάλεια και αδιαφορία των αστών και εισάγουν μέσα της το σκοτάδι της ζωής και τις αγωνίες των φτωχών και περιθωριακών ανθρώπων. Ο Μιχαήλ αντιπροσωπεύει τον άνδρα που αμφισβητεί τον αστό πατέρα και αποκαθηλώνει το κύρος της αυθεντίας του γιατί είναι πλήρως απαλλαγμένος από ταξικά και έμφυλα στερεότυπα την ίδια στιγμή που ακούει το σκοτάδι των άλλων αλλά και το δικό του σκοτάδι και πιστεύει στην ευτυχία της καθημερινότητας. Ο Μιχαήλ είναι νόθο παιδί. Η πραγματική του μητέρα είναι η Όλγα, η υπηρέτρια του οίκου του Γεωργίου Δέδε, του πατέρα. Σε όλο το μυθιστόρημα ο Μιχαήλ ταλανίζεται από μια έντονη υπαρξιακή κρίση καθώς νιώθει να αφυκτιά μέσα στην αστική οικογένεια του, η οποία έχει χτίσει όλη τη ψεύτικη ζωή της πάνω στην εκμετάλλευση της Όλγας.
Η Λεύκα είναι αντισυμβατική και δεν υπακούει στους κανόνες της πατριαρχίας. Διαχειρίζεται τις οικονομικές υποθέσεις του νεκρού της πατέρα, ο οποίος ήταν τοκογλύφος και επειδή την χλευάζουν στην αρχή οι οφειλέτες καθώς είναι γυναίκα, προσλαμβάνει έναν αδίστακτο μπράβο που σπάει τα δάχτυλα όσων δεν πληρώνουν. Δίνεται έτσι το σκληρό πρόσωπο της ηρωίδας και τοποθετείται το φύλο της ως φορέας εξουσίας. Ανήκει βέβαια στη μεσοαστική τάξη. Η θάλασσα που στο συλλογικό ασυνείδητο συνδέεται με το θηλυκό, εδώ συνδέεται με την έμφυλη ταυτότητα της γυναίκας που αλλάζει στον χρόνο και έχει ρευστά όρια εξουσίας. Ο βιασμός της είναι η εκδίκηση δύο ανδρών γιατί τόλμησε να παραβεί τα όρια της ανδρικής εξουσίας. Η θάλασσα, που την βουτάει σχεδόν γυμνή ο Μιχαήλ αμέσως μετά από τον βιασμό, είναι για τη Λεύκα τόπος κάθαρσης από το στίγμα του βιασμού και τόπος συνείδησης της ερωτικής της επιθυμίας για τον Μιχαήλ.
Ακόμη, θα ήταν καλό να επισημανθεί ότι όλοι οι τόποι όπου εξελίσσεται η ιστορία έχουν θάλασσα. Για παράδειγμα, η Σύρος που στα τέλη του 19ου αιώνα αλλάζει η οικονομική της θέση γιατί παύει να είναι πολυσύχναστο λιμάνι και σταθμός για πλοία του εξωτερικού καθώς μπαίνουν στις ακτοπλοϊκές γραμμές ατμόπλοια ικανά για μεγάλα ταξίδια. Σημαίνει, επίσης, τη ρευστότητα των ορίων του ελληνικού κράτους καθώς βρισκόμαστε στην εποχή που η Θεσσαλονίκη απαλλάσσεται από την κυριαρχία των Οθωμανών και ενοποιείται με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το θαλασσινό στοιχείο είναι τόπος θανάτου γιατί η Λεύκα ονειρεύεται ότι θάβει εκεί τον αγαπημένο της. Σύμφωνα με τα λόγια της: «Μήνες μετά που έφυγες, άρχισα να πηγαίνω κάποια μεσημέρια με τον Λάζαρο σε μια μικρή παραλία, στο Καραμπουρνάκι. Εκεί τον βάζω να παραφυλάει σε κάποια απόσταση, φοράω το μπανιερό και βουτάω. Είναι εκείνα τα ίδια τα νερά του τάφου σου, έτσι καμιά φορά νιώθω πως ξαναμπαίνεις μέσα μου». Ο φανταστικός αυτός τόπος θανάτου ταυτίζεται με τόπο μεταφυσικού έρωτα. Αυτή η ταύτιση εισάγει στην θάλασσα και τη σημασία του χρόνου με την μορφή της μνήμης. Το υγρό στοιχείο υποκαθιστά η ρευστή αφήγηση/μνήμη της Λεύκας που αρχίζει απ’ το τέλος της ερωτικής τους ιστορίας. Η Λεύκα αποφασίζει να γράψει στην αφήγηση της ως τέλος του Μιχαήλ όχι τον πραγματικό του θάνατο αλλά αυτόν που η ίδια ονειρεύτηκε. Αυτό το μαθαίνει ο αναγνώστης στο τέλος του μυθιστορήματος. Ίσως έτσι, η θάλασσα λειτουργεί και ως εκείνο το ρευστό και αναστοχαστικό πεδίο όπου ο αναγνώστης επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με το τι σημαίνει έρωτας και ποια είναι η σχέση του με την ελευθερία που αποδεσμεύει η ουσιαστική ψυχική σύνδεση δύο ανθρώπων.