Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας
Αναμνήσεις ενός περασμένου καλοκαιριού
Κάποιες εποχές του έτους λειτουργούν ως χρονοντούλαπα ή ως μικρές χρονοκάψουλες που συνηθίζαμε να θάβουμε μικροί στον κήπο μας για κάποιον μελλοντικό ταξιδιώτη. Ίχνη που οδηγούσαν σε άχρονες πύλες όπου πάγωναν οι στιγμές και οι αναμνήσεις και ζύγωνε σιγά σιγά η συνειδητοποίηση της σχετικότητας της ανθρώπινης ζωής στην πορεία της μέσα στον χρόνο.
Τα καλοκαίρια από πάντα θα περικλείουν τις παιδικές αυτές αναμνήσεις και θα σηματοδοτούν μιαν άλλη αντίληψη για τις εποχές٠ για τα παιδικά μυαλά η νέα χρονιά έρχεται επίσημα κάθε Σεπτέμβρη, όταν και αρχίζουν οι νέες υποχρεώσεις και τελειώνει η μακρά εποχή των διακοπών τους.
Προσπαθώντας να αποτυπώσει αυτή τη διάσταση του χρόνου και τη σχετικοποίηση της καταγεγραμμένης βιωματικής ιστορίας, ως συνθήκης, στα παιδικά μυαλά, ο Ισίδωρος Ζουργός στο πλέον γνωστό μυθιστόρημά του, Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού, εκδ. Πατάκης (Αθήνα, 2024, 15η έκδοση ), σκιαγραφεί την αρχή και το τέλος μιας εποχής με πυρήνα του σκηνικού του το πλέον σκοτεινό και περίεργο καλοκαίρι της σύγχρονης μεταπολιτευτικής Ελλάδας, το καλοκαίρι του 1974 — πριν αλλά και μετά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο και την αρχή της κατάρρευσης του καθεστώτος του συνταγματαρχών. Όλα αυτά μέσα από τα μάτια μιας παρέας παιδιών και δη του Νίκου και του Δήμου.
Ο Νίκος και ο Δήμος, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του Ευρυδίκη και τον πατέρα τους Ορέστη γυρνάνε ως καλοκαιρινοί παραθεριστές στην επαρχία. Εκεί ανταμώνουν πέρα από τους συγγενείς τους και τις παρέες τους. Τραπέζια με ζεστό φαγητό εναλλάσσονται με σκηνές μάχης, καυγάδες και τελετές μύησης των μικρών αγοριών στην παρέα των γειτονιών του Ζαφείρη και του Τάκου.
Το πρώτο τσιγάρο για τους νικητές της αποστολής του περιπάτου στη γκρίζα ζώνη του νεκροταφείου, μετά τον τρόμο που προσφέρει ο πατροπαράδοτος Γκιώνης και η μακάβρια ιστορία του, σηματοδοτεί και μια πρώτη τελετή ενηλικίωσης μαζί με τα πρώτα χρήματα από τα θελήματα στον θερινό κινηματογράφο του Θοδωρέλου. Χρήματα αποκτημένα χωρίς κάποια ενδότερη ή υπερκαταναλωτική σκέψη αλλά με την προσμονή μιας μικρής ημιανεξαρτησίας στην πρώιμη προεφηβεία.
Όλα αυτά, όμως, διαταράσσονται από την εισβολή στην Κύπρο, την επιστράτευση, τις προπαγανδιστικές αφίσες, με τις φήμες για τους ευνοούμενους του καθεστώτος που σιγά σιγά χάνονται από τον χάρτη της αφήγησης, και τέλος την μελλούμενη έλευση των πρώτων πολιτικών εξόριστων. Μια διατάραξη όμως που για τα παιδικά μυαλά φαντάζει απλά μια μικρή διάσπαση στο χωροχρονικό συνεχές που κοιτάζουν με περιέργεια, χωρίς περιττά σχόλια και συζητήσεις. Μια συνωμοσία της σιωπής απλώνεται στους διαλόγους των «μεγάλων», αφήνοντας σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος να αναδεικνύεται κυρίως η πλευρά της χαμένης αγνότητας που πλησιάζει στις παιδικές καρδιές. Μια μελαγχολική πλησμονή που πλησιάζει με το τέλος της διαμονής του Νίκου και του Δήμου στην επαρχία και τη σταδιακή επιστροφή τους στα γνώριμα για αυτούς εδάφη.
Είναι κατανοητό γιατί το μυθιστόρημα αυτό του Ζουργού απέκτησε τέτοια δημοφιλία και κατατάσσεται στα καλύτερά του έργα. Είναι η τρυφερή συναίσθηση που φανερώνει για έναν κόσμο που χάνεται και για έναν άλλο κόσμο που έρχεται, για τις αλλαγές στην προσωπική ζωή του ατόμου στην πορεία του προς την ενηλικίωση και την σταδιακή πολιτική και κοινωνική του συνειδητοποίηση. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο για το μεσογειακό καλοκαίρι και τις πολλαπλές διαστάσεις του, κατά πως παλιότερα και η εμβληματική Γραμμή του Ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου.