Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο της Λιάνας Σακελλίου “Sequentiae”, των εκδόσεων Gutenberg και πριν ξεκινήσω το διάβασμα, ψάχνω στο διαδίκτυο πληροφορίες για τον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» καθώς και την ιστορία του, μιας και το εξώφυλλο του βιβλίου διακοσμείται από μια του λεπτομέρεια.
Διαβάζω, οι στίχοι της Σακελλίου με πιάνουν από το χέρι και μαζί – αυτό το μαζί – μεταφερόμαστε λίγο πριν το 1567 και σαν αερικό βρίσκομαι σε τόπους μιας άλλης εποχής, μέσα σε σώματα και μάτια που δεν έχω ξανασυναντήσει, πάνω από μια νεκρική κλίνη…
Στη νεκρική
Κλίνη γίνεσαι λίμνη,
Σου απλώνω αμβρόσιο πέπλο. (σελ.11)
Κι ενώ δεν είναι εύκολο πάντα να συμβαδίσεις με τη σκέψη και την οπτική γωνία του συγγραφέα, η Σακελλίου κάνει τους ήχους λέξεις, τον πόνο στίχους, το ρόχθο ρυθμό και στέκεις…
[…] ασάλευτος μπροστά στις
φορητές του Τιτσιάνο στα αλτάρια των ναών
και του Μπελλίνι στην Παναγία των Σταυροφόρων. (σελ.12)
Τώρα νιώθω πως διαβάζω τις σκέψεις του μεγάλου ζωγράφου ή πως είμαι εγώ ζωγράφος, εκείνος που θα δώσω ζωή, πνοή
[…] δεόμουν
στην εκπνοή της. Παλμοί ψυχής
στον διάχυτο αέρα που αναπνέαμε μαζί.(σελ.14)
Βλέπω να υπογράφω «με κεφαλαία βυζαντινά: Ο ΔΕΙΞΑC.» (σελ.14)
Νιώθω μέσα από τις περιγραφές της και τις λεπτομέρειες για την τέχνη της ζωγραφικής, το σεβασμό στα ποιητικά υποκείμενα
[…]Προφήτες
Επίσκοποι Άγιο,
πράσινο και καστανό
του μαγγανίου, το βαθυγάλαζο
του κοβαλτίου, του πορφυρίτη το ερυθρό. (σελ.15)
Αργά «φυσά το κερί» και μας οδηγεί στο ενύπνιο, έτοιμοι για τη συναλλαγή με τον ψαριανό μεγαλέμπορα.
Ιούνιος 1824, Η Καταστροφή των Ψαρών, εκεί που
[…] Κάηκε ο φλοιός των
σχημάτων. Γιατί η φωτιά στα
σπίτια έγινε σπίτια. Η φωτιά στη
μονή έγινε πέτρες. Η φωτιά στην ακτή
έγινε θάλασσα. Η φωτιά στη νύχτα έγινε
μαύρη ράχη κι εγώ έγειρα επάνω της. (σελ.19)
να ακούω να χτυπούν οι καμπάνες, τα τουφέκια, να βλέπω λεηλατημένα μαγαζιά, νεκρούς, αίματα, να βλέπω την εικόνα, εκείνη που πριν λίγους στίχους είχαμε παραδώσει με ασφάλεια στον έμπορα. Τώρα είναι τυλιγμένη «στο μαύρο ράσο. Ρητίνη και θυμίαμα», τρέχουμε να σωθούμε από τους άπιστους τυλιγμένοι στη στάχτη…
[…] Η θάλασσα έγινε φωλιά
σιωπής. Δεν είσαι μόνη, μου λέγει η
εικόνα της Κοίμησης από το σκότος του
ράσου. (σελ.23)
8 Απριλίου 1983, Μουσείο.
[…] Δομήνικε, όμαιμε, απόλυτε, επίμονε, το στερέωμά σου του νου μου φυλαχτό.(σελ.25)
Σε μυσταγωγία, εκ νέου, μας οδηγεί η γραφή της, το δωμάτιο φωτίζουν λυχνίες, οι φλόγες λούζουν την ψυχή και «μυρώνουν το καλυμμένο σώμα της». Η περιγραφή της εικόνας «θυσία αινέσεως εσπερινή», ύμνος, κωδωνοκρουσία λέξεων, μέχρι τον τελικό προορισμό, στην αγκαλιά του ΔΕΙΞΑΝΤΟΣ.