Ο Γιάννης Τζανετάκης και η γενιά του “Ιδιωτικού Οράματος”, του Θοδωρή Πετρόπουλου
Ο Γιάννης Τζανετάκης ανήκει στη λεγόμενη γενιά του Ιδιωτικού Οράματος, τη γενιά του 80. Ο όρος “Ιδιωτικό Όραμα” αντικατοπτρίζει την εστίασητης γενιάςστο εσωτερικό, τη στροφή στο εγώ και τηναπομάκρυνσή τους από κοινωνικάκαι πολιτικάζητήματα. Η ποίησή τους αποτελεί μια εξερεύνησητουατομικού ψυχικού κόσμου, με πυκνή καιπολυεπίπεδη γραφή.
Ελέγχεται βέβαια ο ισχυρισμός σχετικά με την ύπαρξη μιας επίσημης διαδικασίας και συγκεκριμένων κριτηρίων για την κατάταξη ενός ποιητή σε μια λογοτεχνική γενιά. Έχει παρατηρηθεί πολλές φορές ένας ποιητής ή μια ποιήτρια ν΄ανήκει χρονολογικά σε μια συγκεκριμένη γενιά αλλά με βάση το έργο του να συγκαταλέγεται σε μια προηγούμενη γενιά ή να βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ δύο. Επίσης, η κατάταξη σε γενιές ας μην ξεχνάμε πως είναι μια συμβατική διαδικασία που πολλές φορές με την πάροδο των δεκαετιών αναθεωρείται. Η ταξινόμηση γίνεται από λογοτεχνικούς κριτικούς και ιστορικούς της λογοτεχνίας, με βάση κοινά χαρακτηριστικά στην γραφή και αισθητική των ποιητών.
Η συγκατάταξη στη Γενιά του ’80 βασίζεται σε μια σειρά από παράγοντες, λαμβάνοντας υπόψη το έργο, την εποχή και την κριτική που δέχτηκε ο κάθε ποιητής.
Ο Γιάννης Τζανετάκης σύμφωνα με το βιογραφικό του που από άποψη χρονολογική ανήκει στη γενιά του 80 μια και γεννιέται στην Καλαμάτα το 1956, εκδίδει για πρώτη φορά το 1978 και συνεχίζει με 10 ποιητικές συλλογές μέχρι σήμερα , η ποίησή του δε χαρακτηρίζεται από πυκνότητα, λιτότητα , λειτουργικότητα και εσωστρέφεια χαρακτηριστικά που συμπίπτουν με τα κοινά χαρακτηριστικά της γενιάς του 80.
Ο όρος λειτουργικότητα έχει ενδιαφέρον για τον μελετητή της γενιάς του 80, μια και αναφέρεται σε μια αισθητική προσέγγιση που επιδιώκει την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας για την επικοινωνία και την έκφραση. Εφόσον, λοιπόν, ένας ποιητής χρησιμοποιεί ελεύθερο ή μάλλον ελευθερωμένο στίχο, καθημερινή γλώσσα προκειμένου να δημιουργήσει ποιήματα άμεσα κατανοητά και συνδεδεμένα με την πραγματικότητα, εστιάζει στο περιεχόμενο και θέτει ως πρωταρχικό του στόχο την έκφραση ιδεών , συναισθημάτων και εμπειριών πληροί τον όρο «λειτουργικότητα» στη γλώσσα και ο Τζανετάκης δεν εξαιρείται από αυτό το χαρακτηριστικό που διέπει τη γενιά του 80.
Ο ποιητής εντάσσει πλούσιες μεταφορές, και συμβολισμούς στο έργο του, διαχειρίζεται πλούσιο λεξιλόγιο χωρίς τάση υπερβολής και χρησιμοποιεί καθημερινή γλώσσα, προκειμένου να δημιουργήσει ποιήματα εύληπτα και προσιτά στο ευρύ κοινό.
Η Γενιά του ’80 θέλει η ποίησή της να μιλήσει στο κοινό, να το συγκινήσει, και να το καλέσει σε κριτική σκέψη. Οι εκπρόσωποί της πιστεύουν ότι η ποίηση οφείλει να μην απομονώνεται σε έναν ελιτιστικό κόσμο, αλλά να είναι προσβάσιμη κι ανοιχτή σε όλους. Με αυτή τη φιλοσοφία συμπορεύεται κι ο ποιητής.
Η θεματολογία του εστιάζει σε υπαρξιακά ζητήματα, όπως η μοναξιά, η αίσθηση απώλειας, η αλλοτρίωση και η σχέση με τον έρωτα.
Θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση σε επίπεδο θεματολογίας και μορφής μέσα από την ποίηση του Τζανετάκη, προκειμένου να μελετήσουμε την υπόθεση της συγκατάταξής του στη συγκεκριμένη γενιά.
Η μοναξιά και η σχέση με τον Έρωτα.
«Σε είδα στον ύπνο μου
Έβγαινες απ’ το ποίημα
Οι στίχοι κλείσανε πίσω σου νερά
Έφτυσα λίγο γαλαξία σαν παιδί»
Έφτυσα λίγο γαλαξία σαν παιδί…
Μια και μόνο τα παιδιά μπορούν να φτύσουν λίγο γαλαξία με τη δημιουργική τους φαντασία και τον τρόπο σκέψης τους ο ποιητής επιχειρεί μια τολμηρή μεταφορά. Θα προσθέταμε πως με τέτοιες αναλογίες συνεννοούνται τα παιδιά , οι ερωτευμένοι κι οι ποιητές.
Επειδή σ’ είδα στον ύπνο μου. Ο έρωτάς ως θέμα στην ποιητική του δεν έχει όρια χρονικά. Εμπλέκεται στο όνειρο , θολώνοντας τα επίπεδα του χρόνου. Ήταν και είναι ένα θραύσμα στη ζωή. Η ποίηση του Τζανετάκη είναι θραύσματα. Θραύσματα που προκύπτουν από το τραύμα , από την απώλεια , από το οδυνηρό παρόν , από τη νοσταλγία και το χτες.
Έβγαινες απ’ το ποίημα.
Όσοι τιμήσανε τον έρωτα- και δη οι ποιητές- δεν τον ξεχνούνε μ’ ένα υποκατάστατο στην πρώτη ευκαιρία. Ανακαλούν τη μνήμη του. Τον υποδέχονται στο μνημόσυνο της γραφής τους. Ο Τζανετάκης είναι από αυτούς που δεν κρύβονται στα ποιήματά τους. Γράφει κι η ζωή αξεδιάλυτα με το στίχο χορεύει και μπερδεύει τα βήματα του χορού. Δεν προλαβαίνει να τα μάθει , δεν προλαβαίνει να κρυφτεί. Καλά κάνει. Διαβάσαμε πολλά ψέματα , ας πούμε και μιαν αλήθεια. Κανείς ποιητής δε θέλει να είναι πρωταρχικά ποιητής . Θα προτιμούσε να ζήσει. Να ζήσει τον παράδεισο. Κι ότι απομένει απ΄τον παράδεισο θα το δει εκεί που οι άλλοι θ’ αφήσουν το βλέμμα και το πνεύμα να πλανηθεί. Και θα το γράψει. Κι αυτό το γράψιμο είναι θραύσμα ζωής. Υβρίδιο.
Κι επίσης θα το σκηνοθετήσει. Θα αναβιώσει το θραύσμα εκείνο. Θα το τοποθετήσει εκεί που πρέπει και θα ανασυνθέσει τη συνολική εικόνα. Θα το ζήσει όπως θέλει εκείνος. Θα το πενθήσει όπως θέλει. Θα το ζωγραφίσει με το στίχο του που ως στίχος έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Σβήνεται και ξαναγράφεται. Μέχρι να αποδώσει την ακριβή έκφανση συναισθήματος που επιδιώκεται.
Το μέτρο στην ποίηση του Τζανετάκη και το θέμα του θανάτου.
Αχ θάνατε στην κλίνη μας
ψύχρα αυγινή πώς μπαίνεις
πώς ξεγελιόμαστε οι άμοιροι
δροσάτο
απ’ τα μικράτα μας
ότι είσαι μελτεμάκι
και πάνω εκεί
στην πλάνη μας
την ώρα που μας παίρνεις
αδιόρατο στα χείλη μας
ανθίζει ένα γελάκι
Ο θάνατος. Το μελτεμάκι που μας ξεγελάει στη νιότη μας. Που όσο περνούν τα χρόνια αποκτά διαφοροποιημένο αντίκτυπο στη σκέψη μας. Ψύχρα αυγινή πως μπαίνεις. Ποιον δεν απασχολεί ο θάνατός; Πώς θα είναι άραγε εκείνη η στιγμή; Φρικάρουμε όσο κι αν δεν το θέλουμε. Γρήγορα λοιπόν διώχνουμε το θάνατο από τη σκέψη μας. Όμως η ιδέα του θανάτου επανέρχεται. Φεύγουν από τη ζωή πολλοί κοντινοί μας, συγγενείς και μη. Στην ποίηση του Τζανετάκη ο θάνατος ως έννοια μοιάζει με μελτεμάκι που μας ξεγελάει. Ο ποιητής αναμετριέται με την ιδέα του θανάτου και τη θέλει, όταν μας απασχολήσει με τρόπο σοβαρό κι ανεπίστρεπτο ,να το κάνει με ελαφρότητα . Μελτεμάκι που μας ξεγελάει. Κι όλο αυτό το δίνει με μια ιδέα μέτρου. Με ελευθερωμένο στίχο. Με μέτρο που υπηρετεί την ποιητική ιδιοσυγκρασία και όχι το αντίστροφο. Ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο εδώ . Με αποκλίσεις από την αυστηρότητα που τον διέπει. Αλλά το θέλει το μέτρο. Γιατί το μέτρο ίσως του θυμίζει την καταγωγή της ποίησης που είναι συνδεδεμένη με το τραγούδι και το χορό. Ο ίαμβος είναι τις περισσότερες φορές χαρούμενος ρυθμός και όχι λυπητερός. Γιατί η ποίηση του Τζανετάκη καθώς αναμετριέται με την ιδέα του θανάτου δε θέλει να γίνει μοιρολόι κι ούτε θρηνητικό άσμα. Θέλει να ξεπεράσει τον θάνατο με χορευτικό τρόπο και μια ελαφρότητα που μας θυμίζει μελτεμάκι.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά τον έμμετρο λόγο στα ποιήματά του. Αλλά το κάνει με αποκλίσεις από την τυπική μορφή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του. Ούτε την ομοιοκαταληξία χρησιμοποιεί με αυστηρότητα ούτε τα στροφικά συστήματα. Χρησιμοποιεί τον έμμετρο λόγο με τρόπο που υπηρετεί την ποιητική του ιδιοσυγκρασία κι όχι το αντίστροφο. Θα λέγαμε, λοιπόν, πως ενίοτε στην ποίησή του χρησιμοποιεί τον ελευθερωμένο στίχο, ρίχνοντας λοξές ματιές προς την παράδοση ,αλλά αυτός που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του είναι ο ελεύθερος στίχος.
Ο Λυρισμός στο έργο του.
Στο πρώτο φως
σε φέρνουν γιασεμιά
στο ύστερο μπαξέδες
πικρή στο στόμα
μου ‘ρχεσαι γουλιά
έξαλλος με την άνοιξη
κουφώνω το παντζούρι
πουλί απάνω του χτυπάς
Ο λυρισμός στην ποίηση του Γ. Τζανετάκη είναι υπαινικτικός όπως άλλωστε και όλα όσα περνούν από τη γραφίδα του.
Στο πρώτο φως σε φέρνουν γιασεμιά
στο ύστερο μπαξέδες.
Τίποτε κραυγαλέο δεν υπάρχει εδώ. Το πρώτο φως με το λεπτό άρωμα του γιασεμιού ξυπνά την ανάμνηση. Η ανάμνηση στη διάρκεια της ημέρα μεγεθύνεται τόσο που στο ύστερο φως έρχεται με τη συνοδεία μπαξέδων. Ο άνθρωπος δε γλυτώνει από την ομορφιά. Ίσως ενίοτε είναι καταστροφικό το άγγιγμά της αλλά ακόμη κι έτσι να είναι τι ωραία καταστροφή είναι αυτή που συντροφεύει με την ανάμνησή της τα κατοπινά χρόνια;
Ο άνθρωπος γεννιέται με στραμμένο το κεφάλι προς το φως. Κι αυτή η του η τάση τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. «Μεγάλη δύναμη η Ανάγκη», γράφει ο Ευριπίδης κι έχει δίκιο. Κι η ομορφιά είναι ανάγκη μέγιστη. Το οτιδήποτε εκλαμβάνει ο καθένας μας ως ομορφιά είναι αυτό που τον οδηγεί στο φως. Κινητήριος δύναμη. Η ανάμνησή της προσθέτει σ’ αυτή του την κίνηση. Ακόμη κι αν πεισματικά ενίοτε κλείνει την πρόσβαση προς την ομορφιά, γιατί το άγγιγμά της κάποτε είναι επώδυνο πολύ, επανέρχεται σ’ αυτό το αέναο κυνήγι της. Η θέασή της και η κίνηση προς αυτήν είναι ανάγκη. Κι όσο επώδυνη κι αν είναι αυτή η θέαση – γιατί η ομορφιά σε όλους τους τομείς έχει το στοιχείο του εφήμερου– αποτελεί μέρος του παιχνιδιού της ύπαρξης. Ο ποιητής το ξέρει κι είναι έξαλλος με την άνοιξη . Κουφώνει το παντζούρι να γλυτώσει από τη θέαση της ομορφιάς.
πικρή στο στόμα
μου ‘ρχεσαι γουλιά
έξαλλος με την άνοιξη
κουφώνω το παντζούρι
Αυτό που δεν ξέρει είναι πως η ομορφιά έχει το δικό της προορισμό και τη δική της δυναμική. Έλκεται από το πνεύμα του ,τον βρίσκει και χτυπάει το παντζούρι του.
πουλί απάνω του χτυπάς
Η ομορφιά είναι έξω και η απουσία της από το οπτικό πεδίο του ανθρώπου τον κάνει να δυστυχεί. Εδώ το ποιητικό υποκείμενο είναι έξαλλο από το κάλεσμα της Άνοιξης και της ομορφιάς που αυτή φέρνει, γιατί θέλει την ησυχία του. Κλείνεται στον εαυτό του μια και η ποιητική φύση του προσελκύει την ομορφιά και ελκύεται απ’ αυτήν όμως δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ορμητικότητά της. Θ’ αντέξει στο κάλεσμά της ; Το ποίημα μοιάζει να μην ολοκληρώνεται βάζοντας και τον αναγνώστη στη διαδικασία ολοκλήρωσής του και αγγίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα όρια του μεταμοντερνισμού.
Δε γίνεται όμως να αγνοήσουμε και την τέχνη του ποιητή.
Υπαινίσσεται τον έρωτα, δεν τον παρουσιάζει. Χρησιμοποιεί λέξεις απλές , καθημερινές προκειμένου να μιλήσει για ατόφια συναισθήματα που όμως δεν υπερχειλίζουν στη γραφή του. Τίποτε δεν περισσεύει στο λόγο του. Η λιτότητα είναι αρετή και ξέρει καλά να τη διαχειρίζεται. Γιατί το αίσθημα είναι πάντα παρόν και πληθωρικό. Στη γραφίδα μάλιστα ενός έμπειρου γραφιά είναι εξαιρετικά πληθωρικό μόνο που δε νοτίζει το χαρτί. Ένταση υπόκωφη, γραφή υπαινικτική μας υποβάλλει την ιδέα πίσω από τη λέξη, δεν την ονομάζει και κυρίως δεν εκβιάζει το συναίσθημα που συνοδεύει την ιδέα.
Χρησιμοποιεί λέξεις που από πίσω κρύβονται άλλες πιο δυνατές. Λέει για τη στιγμή που βλέπει την πρώην αγαπημένη του στο ποίημα Έν’ άλλο πρόσωπο :
Σχεδόν κόντευα ν’ αλλάξω δέρμα
– μου συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά-
όταν τα μάτια της με είδαν
από ένα άλλο πρόσωπό
Στο νου του η φράση των ερωτευμένων «Βλέπω μέσα από τα μάτια σου» γίνεται αφορμή για ποίημα που πραγματεύεται την απώλεια του έρωτα, τον χωρισμό και κυρίως την επώδυνη εκείνη στιγμή που θα αντικρύσει ο πληγωμένος το τραύμα του. «Τα μάτια της με είδαν \από ένα άλλο πρόσωπο» Λεπτές αποχρώσεις της διάρκειας ενός τραύματος , της διαχείρισής του ( σχεδόν κόντευα ν’ αλλάξω δέρμα) και της ψυχολογίας των παθόντων.
Εγώ πια σπάνια πιστεύω στα δικά μου
έτσι καταφέρνω κι επιζώ
Αρνείται όπως μας λέει το προφανές και το επιφανειακό που του υπόσχονται οι αισθήσεις μια και αυτό το παιχνίδισμα του νου που είναι υπαίτιο για την υπέροχη ελαφρότητα της ζωής δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος ύπαρξης . Στο μεγαλύτερο τμήμα της η ζωή επιβιώνει με άλλα χαρακτηριστικά της, την ενδοσκόπηση, το διαλογισμό, τη φιλοσοφημένη αναθεώρηση και οπτική. Ναι σε όλα αλλά αυτό που λέμε ζωή ενίοτε θέλει την υπέροχη ελαφρότητα της. Το ξέρει αυτό ο ποιητής κι ας μην το θίγει εδώ.
Λεπτή όμως τομή και της στιγμής που το τραύμα ξανανοίγει – έστω στιγμιαία και της διάψευσης που κραυγάζει υπόκωφα: Μα πως αντέχει η πρώην αγαπημένη του να βλέπει το θαύμα μέσα από τα μάτια ενός άλλου προσώπου και να μην διαλύεται;
την κοίταζα λοιπόν με οίκτο
σαν κάτι πού από στιγμή σε στιγμή θα διαλυθεί
Περνούσε η ώρα τίποτα δε γινόταν
Αναντιστοιχία πραγματικότητας και ιδεοληψίας. Ο ερωτευμένος αντικρίζει την πρώην αγαπημένη του. Εφήμερος ο έρωτας, αερικό που περνάει κάποτε κι αφήνει πίσω του τον πόνο και τη θλίψη. Ιδίως γι΄αυτόν που αναμένει την πιθανή επιστροφή. Κάποτε απαγκιστρώνεται από το σφιχταγκάλιασμα της ιδεοληψίας και του καταναγκασμού. Εκεί που πήγαινε ν’ αλλάξει δέρμα βλέπει την ερωμένη του ν’ αντικρίζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός άλλου. Κι ενώ περίμενε – με οίκτο – πως από στιγμή σε στιγμή θα διαλυόταν η ώρα περνούσε και τίποτε δε γινόταν. Η αυταπάτη είναι αυτή που διαλύεται κι ο ερωτευμένος το αντιλαμβάνεται με τρόπο οδυνηρό. Ξανά το ποίημα μοιάζει να μην ολοκληρώνεται. Ξανά οι λοξές ματιές προς τον μεταμοντερνισμό.
Γνωρίζει, πάντως, πολύ καλά τα μυστικά της τέχνης του. Δείχνει διακριτικά. Υπαινίσσεται . Υποβάλλει. Δεν κατονομάζει. Δεν υπερβάλλει στην περιγραφή του συναισθήματος, δεν πλημυρίζει το χαρτί. Στην πραγματικότητα η ποίηση αυτή είναι υποδειγματική στη γραφή της. Σαφήνεια, γνησιότητα, λιτότητα, μουσικότητα, ρυθμός. Και κυρίως αυθεντικό συναίσθημα. Που δεν μεταμφιέζεται, αλλά είναι εκεί. Παρόν.
Όσο διαβάζω την ποίηση του Τζανετάκη μου έρχεται στο νου η επισήμανση του λογιότατου Daniel Baud Bovy ,συνοδού του Fred Boissonas στο φωτογραφικό οδοιπορικό του στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα. Περνώντας από το νεκροταφείο του Κεραμεικού έγραφε για τα γλυπτά των μνημείων: « Τα γλυπτά των περισσότερων από τα μνημεία αυτά είναι επιτύμβια, εξαιρετικής ομορφιάς και ιδιαίτερα συγκινητικά. […]Πρόκειται όμως , όπως και τα έργα των ξακουσμένων και επωνύμων , για λεπτοφυείς αττικές εκφράσεις, δείγματα υψηλής τέχνης. Είναι ό,τι θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς σε όλους όσοι υποστηρίζουν ότι η ομορφιά της ελληνικής γλυπτικής χαρακτηρίζεται από ψυχρότητα και είναι απομακρυσμένη από το ανθρώπινο συναίσθημα. Ούτε θρήνοι, ούτε οδυρμοί, ούτε εκδηλωτικές κινήσεις για να εκφρασθεί ο υπέρτατος πόνος: ένας ανεπαίσθητος μονάχα στεναγμός… Μπροστά στο μοιραίο , πριν από το αναπόφευκτο πέρασμα της Στύγας, μια έκφραση καρτερίας ήρεμης και ατάραχης, θλίψη γεμάτη αιδώ που αντιστέκεται στην οιανδήποτε σύσπαση οδύνης. Η αντιμετώπιση αυτή της βαθύτατης οδύνης , η συγκρατημένη αλλά, με τον τρόπο της, έντονη έκφραση της θλίψης , οι αναπαραστάσεις των προσώπων που εμποδίζονται από την αγάπη που τρέφει ο ένας για τον άλλο να εξωτερικεύσουν την αγωνία του σπαραγμού και πασχίζουν μέσα από ένα χαμόγελο να ανταλλάξουν τον ύστατο χαιρετισμό, η μεγάλη αξιοπρέπειά τους μπροστά στο θάνατο , η εξαιρετικά διακριτική εκδήλωση πένθους, βαθύτερη εντέλει μέσα στη σιωπή, ομολογούν τόσο για την ηθική όσο και για την πνευματική τελειότητα που είχαν κατακτήσει οι Έλληνες.» ( Daniel Baud Bovy- Fred. Boissonnas, Ελλάδος περιήγησις, εκ. Κωνστ. Ελευθερουδάκης, Αθήναι 1910)
Η επισήμανση του λογιότατου συνοδοιπόρου του Boissonas για τον τρόπο έκφρασης των Ελλήνων μαρμαρογλυπτών στο ελληνικό τοπίο είναι εξαιρετικά εύστοχη. Αυτή η αίσθηση του μέτρου χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τους Έλληνες που ήταν και είναι σε θέση να αφουγκραστούν τον ελληνικό τρόπο σκέψης που διαμορφώνεται από το φως και την καθαρότητα του τοπίου. Αυτή η διαφάνεια εισχωρεί σε κάθε πτυχή της προσωπικότητας και δομεί ένα λόγο στιβαρό, λιτό, έμπλεο συναισθηματικών αποχρώσεων που όμως δεν αφήνει την υπερβολή τους να διαστρεβλώσει την αυθεντικότητα. Ο Τζανετάκης το γνωρίζει αυτό άριστα. Ποιητής χαμηλών τόνων, αριστοτέχνης στη διαχείριση, ταπεινός στην εκφραστική του προσπάθεια, μοιάζει να απεχθάνεται οποιαδήποτε κραυγή κι αφήνει μόνο τον αναστεναγμό να αιωρείται στην ποιητική του ατμόσφαιρα.
Υπαρξιακή λοιπόν η ποίηση του Τζανετάκη, χαμηλών τόνων, με θέματα που απασχολούσαν κι απασχολούν ακόμη τη γενιά του 80, με αίσθηση του μέτρου, του ρυθμού και της μελωδικότητας, με πλούσιο αλλά απλό και κατανοητό λεξιλόγιο – το οποίο σε καμιά περίπτωση όμως δεν οδηγεί στην πρόζα – με άριστη αίσθηση του μέτρου στην έκφραση ιδεών, βιωμάτων και συναισθημάτων, με υπόκωφη ένταση. Κλείνοντας να επισημάνουμε ένα λυρισμό ενίοτε που ξαφνιάζει ευχάριστα και που σε συνδυασμό με την αγάπη του για την έμμετρη ποίηση τον κάνουν να διαφοροποιείται σ’ αυτά τα δύο από τη γενιά του. Επικοινωνεί με το κοινό του με τρόπο διεισδυτικό και άμεσο και με όλα αυτά η συμπερίληψή του στη γενιά του 80 επιβεβαιώνεται.
Ίσως μια κατοπινή έρευνα να αποκαλύψει περισσότερα. Στο πλαίσιο του μικρού αυτού σημειώματος μοιάζουν όλα αυτά αρκετά.
Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση.
*Η Καλαμάτα –αδιάλειπτη πηγή έμπνευσης για τον ποιητή –μια βροχερή μέρα του 1960. (Φωτογραφία: Χρήστος Αλειφέρης)