ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΕΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’80
και άλλα τινά…
ΣΤΗ ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ
Μνήμη
η μνήμη – αυτή η σπουδαία διαδρομή προς την εκεχειρία
έξω από ψιθύρους χαράς και καημούς μια ανταύγεια είναι
απόκρυφου θανάτου κόκκινη σκοτεινή κι αμφίβολη όμοια
με την άρρυθμη ανάσα μας στη δίψα των χειλιών
Ηλίας Μέλιος
Ο Κώστας Βούλγαρης στο δοκίμιό του Η δικιά μας Ελένη-Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης (2022) προτείνει την αισθητική και όχι τη χρονική ταξινόμηση του ποιητικού χρόνου υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε να έχουν χειραφετηθεί οι αναγνώστες από την ημερομηνία της γέννησης και του θανάτου τους. Πόσο χρήσιμος είναι ο ορισμός της χρονικότητας στο ποιητικό γίγνεσθαι;
Θα έλεγα πως προτείνει την αισθητική ταξινόμηση του ποιητικού χρόνου διότι, εάν μείνεις στην αισθητική του παραγόμενου υλικού, αυτονομείται αυτό ως μορφή και αποφεύγεται έτσι ο συγκεκριμένος στενός προσανατολισμός στον χρόνο της παραγωγής και των παραγωγών, ο οποίος μετασχηματίζεται σε κοινό τόπο, εγκλωβίζεται στη συγκεκριμένη συγκυρία, πότε και πού και ποια/ποιος. Ο χρόνος γίνεται στενόχωρος και επιμερίζεται, ενώ η αισθητική αιώνια παραμένει ουσιοκρατία! Και οι δυο τρόποι προσέγγισης της ποίησης ισχύουν, αφού δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν ανόμοια πράγματα, όπως ένα άλογο και ένα πορτοκάλι, όπως έλεγε ο Σκαρίμπας. Ο χρόνος αιώνιος είναι και γι’ αυτό τον κατακερματίζουμε για να υπάρξει (και για να υπάρξουμε, αφού δεν είμαστε, ακόμη, αιώνιοι). Η αισθητική μορφή, ενώ δια-χρονικά κυριαρχεί, δεν έχει ανάγκη τον κομματιασμένο χρόνο αναφοράς, είναι αυτή που μετατρέπει τον δημιουργό σε αθάνατο. Η χρονική προσέγγιση τον έχει, διότι στον πεπερασμένο, δυστυχώς, βίο ο αναγνώστης μοιάζει να κυριαρχεί ψευδώς ως απέθαντος. Από την πρώτη στιγμή της γέννησης μας χάνουμε. Διαβάζουμε τις μορφές στη διάρκεια του χρόνου. Τι άλλο να κάνουμε!
Υφίσταται ποιητική γενιά του ’80, και αν ναι, πώς το τεκμηριώνεις;
Υπάρχει σήμερα ενεργή και δρώσα η ποιητική γενιά του ’90 ή ακόμη και του ’70; Τι σχέση έχουν οι ποιήτριες και οι ποιητές του ’70, που προσδιορίστηκαν τότε ως ποιητές της Αμφισβήτησης και η σημερινή τους γραφή με την τότε δραστηριότητα και παραγωγή τους; Αυτή η καταγραφή ποιητικών γενιών ανά δέκα έτη πού χρησιμεύει; Στον διαχωρισμό που υπάρχει, θέλοντας και μη, μεταξύ του δημιουργού και του δημιουργήματος έχει σημασία η χρονικά προσδιορισμένη γενιά, που δεν είναι απαραίτητα και ομαδοποιημένη αισθητική στάση και αντίστοιχη σχολή. Να μπορεί ο φιλόλογος, ο κριτικογράφος, ο αναγνώστης να έχει μιαν εποπτεία του υλικού της μελέτης του. Μια που και το ποίημα, όπως κάθε δημιούργημα, αυτονομείται από τον δημιουργό του, θα ήταν πολύ δύσκολο ή και αδύνατον κάποιος να μπορεί να ασχοληθεί με όλη την έκταση της ελληνικής ποίησης και με όλες τις ποιήτριες και τους ποιητές, ή με όλες τις διάφορες αισθητικές συσσωματώσεις. Οπότε αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας, του γούστου, της επαγγελματικής επιλογής, της τύχης, της εξωποιητικής εκλογής και επιβολής, “πέφτει” επάνω σε μια “γενιά” και επιτελεί το παραπάνω καθήκον του! Στοιχεία πραγματολογικά, έτος γέννησης, τόπος, μόρφωση, ενηλικίωση, σπουδές και εργασία, συμπεριφορές, άλλες ασχολίες, παίζουν τον ειδικό τους ρόλο στην προσπάθεια να κατανοήσει κάποιος το πρόσωπο και την ομάδα, τη ρητή ή την άρρητη, που συντάσσεται σε ποιητική γενιά. Απ’ τη μια οι ποιήτριες και οι ποιητές της γενιάς του ’80, έτσι όπως και αυτή έχει ορισθεί πλέον στην ιστορία της λογοτεχνίας, γράφουν συνειδητά ή ασυνείδητα σαφώς με διαφορετικό τρόπο από αυτούς της γενιάς π.χ. του 1880. Απ’ την άλλη όμως, εάν ενδιαφέρει το αυτεξούσιο και αυθύπαρκτο ποίημα, αυτό καθαυτό, ξέχωρα από τον παραγωγό του, δεν έχει σημασία πότε γράφτηκε και από ποιον. Ένα από τα ποιήματα του Καβάφη ή του Καρυωτάκη έχει να μας πει σήμερα περισσότερα από μια στοίβα ποιήματα σύγχρονων συλλογών. Είναι και ο Όμηρος ποιητής, είμαι κι εγώ το ίδιο; Η κάθε ποιήτρια και ο κάθε ποιητής, κάθε γενιάς, κουβαλά στο κεφάλι και στην ψυχή του, που κι αυτή μόνο στο κεφάλι μας είναι, την εποχή στην οποία έζησε όταν πρωτοδημοσίευσε. Έχει ουσιαστική σημασία αυτό για να συνεννοούμαστε. Πάντα θα υπάρχει η ποιητική γενιά που αφορά τις ποιήτριες και τους ποιητές και πάντα θα υπάρχει το ποίημα πέραν από αυτήν. Ευτυχώς!
Οι ποιητές που έγραψαν και δημοσίευσαν κατά τη δεκαετία του ’80 κόμισαν κάτι νέο στην ποίηση, είτε αισθητικά είτε ως προς το περιεχόμενο;
Οι ποιητές του ’80 γράφουν και πρωτοεμφανίζονται σε ενδιαφέροντες καιρούς και εποχές, κατά τη διάρκεια του τέλους της Δικτατορίας του 1967, της ανολοκλήρωτης Μεταπολίτευσης του 1974, του “σοσιαλισμού” της Πασοκαρίας του 1981 και εντεύθεν, της πτώσης του κρατικογραφειοκρατικού καπιταλισμού της σοβιετικής Ρωσίας και της λοιπής ανατολικής Ευρώπης το 1989, της γενικευμένης παγκοσμίως κυριαρχίας του ιδιωτικογραφειοκρατικού καπιταλισμού, του νεκροφιλευθερισμού. Αντιστάσεις υπήρχαν και υπάρχουν. Και αυτό δεν σχετίζεται με την ποίηση. Η ποίηση δεν αλλάζει προς το καλύτερο τον Κόσμο. Οι ποιητές μπορούν να το κάνουν συλλογικά ως πολίτες μαζί με τους άλλους πολίτες. Οι ποιήτριες και οι ποιητές του ’80 μαζεύονται στο δωμάτιό τους, που δεν ήταν και δεν είναι ποτέ γυάλινος πύργος, και “μαζεύονται” και αισθητικά και όσον αφορά το περιεχόμενο. Τους όρισαν ως γενιά προσδιορίζοντας το όραμά τους ως ιδιωτικό. Ο κατ’ εξοχήν άλλος είναι ο ναρκισσιστής εαυτός μας! Πώς μπορεί ένα όραμα να μην αφορά όλη την κοινωνία; Σχήμα αντιφατικό και οξύμωρο για την ποιητική δραστηριότητα που ναι μεν πραγματοποιείται ιδιωτικώς, αλλά έχει δημόσια σημασία και νόημα και γι’ αυτόν που γράφει και γι’ αυτόν που διαβάζει. Και μόνη η ύπαρξη ενός αναγνώστη συνθέτει όραμα κοινωνικό. Όμως η κοινωνία νομίζει πως μηδενίζει τα οράματά της, ο καταναλωτικός πνιγμός ορίζει την ιδιώτευση ως το πιθανό όραμα. Τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά, ψυχοτεχνικά άλυτα προβλήματα δεν κρύβονται στην άμμο, ο ταξικός πόλεμος είναι διαρκής και δεν ησυχάζει, μας λέει ένας φτωχός βορειοαμερικανικός δισεκατομμυριούχος, ο Γουόρεν Μπάφετ. Μόνο, μας λέει πάλι, ευτυχώς είναι η τάξη του που κερδίζει, η τάξη των πλουσίων! Το παραμύθι του βίου έχει πάντα στην άκρη το θηρίο να περιμένει. Τα ποιητικά θέματα παραμένουν ίδια βεβαίως: ύπαρξη, χρόνος, αγάπη, θάνατος. Ακόμη και σε εποχές και σε γενιές ηρωικές πάντα ίδια ήταν τα θέματα. Απλώς, κάποτε και αυτά τα θέματα είχαν φορές και περίβλημα στενά πολιτικό, ηρωικό, αντιστασιακό, παρ’ όλη την τελική κυριαρχία της ήττας. Επικρατεί και σε αυτούς, αλλά νομίζω και σε όλη την ποίηση που γράφεται πλέον, το σχετικό σχήμα «Σεφέρης-Λειβαδίτης-Χριστιανόπουλος-Γώγου», χωρίς σε αυτό να ευθύνονται οι αναγραφόμενοι στο σχήμα ποιητές. Η ποίηση μοιάζει αφηγηματική, λυρική και περιστασιακή, τις περισσότερες φορές, παρηκμασμένων χαμηλών τόνων. Και είναι φυσικό αφού όλος ο ελλαδικός οικονομικός και κοινωνικός σχηματισμός ευρίσκεται χρόνια τώρα σε πτώση και διαρκή παρακμή, σε μια αργόσυρτη μετάβαση που δεν μαντεύει κανείς πού θα πάει. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν την κυριαρχία της ποιητικής πτώσης. Όσες και όσοι βαδίζουν στους δρόμους του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Σκαρίμπα, του Εγγονόπουλου, του Εμπειρίκου, του Κατσαρού, του Σαχτούρη, του Παπαδίτσα, του Κακναβάτου, του Γκόρπα, της Αραβαντινού, του Καρούζου, του Τραϊανού, του Πούλιου, και στο περιεχόμενο και αισθητικά, παλεύουν να μένουν ανοικτοί αυτοί δρόμοι.
Το αποτύπωμα της γενιάς του ’70 παραμένει έντονο ακόμη και σήμερα. Κατά πόσον πιστεύεις ότι επισκίασε ή πατρονάρισε όσους έγραψαν κατά τη δεκαετία του ’80;
Δεν νομίζω πως σε αυτούς τους καιρούς, εκτός της ποιητικής συντεχνίας, παραμένουν τα αποτυπώματα ποιητικών γενιών. Ούτε και της λεγόμενης του ’30, πόσω μάλλον του ’70. Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών είναι αλλού. Μιλάμε βεβαίως για το έντονο αποτύπωμα της γενιάς του ’70, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι αναφερόμαστε σε κάποιους ολίγους ποιητές αυτής της ομάδας Ποιος γνωρίζει τον Νίκο Τρίκολα; Γιατί δεν τον γνωρίζει; Κι άλλους και όχι μόνον αυτόν. Διότι δεν ευρίσκεται στον ποιητικό “κανόνα” της λεγόμενης γενιάς του ’70. Η λεγόμενη γενιά του ’80 λένε κάποιοι πως προσδιορίστηκε ως συνέχεια και παρακολούθημα αυτής του ’70, κάτι σαν γκαράζ και αποθήκη, παρακολουθήματα διαμερίσματος! Υπήρξαν και υπάρχουν απ’ τη μια πάτρωνες, νταβατζήδες (νταβά στην τουρκική, μεταξύ των άλλων, είναι η νομική υπόθεση), αλλά κι απ’ την άλλη πλευρά υπήρξαν πρόθυμοι, και ραγιάδες και ρουφιάνοι και γενίτσαροι. Σχετίζεται περισσότερο με το lifestyle των ποιητών και όχι με την ποιητική. Ο παλαιότερος ποιητής δεν είναι αθάνατος, πρέπει να θέλει να υπάρχουν οι νεότεροι, που… δυστυχώς θα ζήσουν και μετά από αυτόν. Ορισμένοι ό,τι δεν χειραγωγούν (πνευματικά και υλικά), το απορρίπτουν, το σαμποτάρουν. Θυμάμαι έναν “μεγάλο” της πρωτοπορίας ποιητή και την αχαρακτήριστη, το λιγότερο, χυδαία “πνευματική” στάση του σε νεότερους και μάλλον συνεχιστές σε αυτό που και αυτός ως νέος βρέθηκε να κάνει. Πώς θα υπάρξει έτσι συνέχεια; Αυτή, η συνέχεια της ελεύθερης δημιουργικής δραστηριότητας κάθε είδους και ύφους, και ιδίως η συλλογική, που είναι και το μοναδικό ποίημα. Το χαίρεσαι αυτό όταν συμβαίνει, καθώς οι προηγούμενοι στέκουν δίπλα στους ερχόμενους και διατηρούν ενωμένη την αλυσίδα της έκφρασης και της συλλογικής δημιουργικής ενασχόλησης.
Ο Βαγγέλης Κάσσος, σε άρθρο του στην Καθημερινή το 1994, υποστήριξε ότι οι ποιητές της γενιάς του είναι «αποστερημένοι από τον ρόλο του ποιητή-πολίτη». Κατά τη γνώμη σου ίσχυε κάτι τέτοιο; Το πολιτικό τοπίο της χώρας εκείνη την περίοδο «καθοδήγησε» κατά κάποιο τρόπο τη γραφή τους;
Σε τελευταία ανάλυση, όλα είναι πολιτική, με την έννοια όχι του πολιτικαντισμού, αλλά ζήτημα της συνολικής θέσμισης της κοινωνίας που αφορά συνολικά όλες και όλους του πολίτες και όλες τις πλευρές της ζωής τους. Κι εδώ επανέρχεται το θέμα εάν η κάθε ποιητική γενιά έχει προσδιορισμό χρονικό ή αισθητικό. Συνήθως γράφονται ξεχωριστά ποιήματα που αισθητικά είναι δυνατόν να ξεπερνούν τον ορισμένο χρόνο κατά τον οποίο γράφτηκαν. Σπανίως ξεφεύγεις από τον τόπο και τον χρόνο, τον στοχασμό, τα αισθήματα και τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις πράξεις της γενεαλογικής σου περιόδου, που υφίσταται δίχως να σε ρωτάει. Σε γενικές γραμμές η εποχή του ’80 σημαίνει κυριαρχία της Πασοκαρίας σε μια προβληματική (όπως οι δεκάδες τότε επιχειρήσεις που διαχειρίστηκε το κράτος) κοινωνία. Παρ’ όλα τα μεγάλα λόγια, επικρατούσε γενικευμένος ευτελισμός στο πνεύμα της εποχής για να κυριαρχήσει εν τέλει ο ολοκληρωτικός καταναλωτισμός. Το προηγούμενο πολιτικό σύστημα, παρ’ όλη τη Μεταπολίτευση, δηλαδή την πτώση της χούντας, χείριστο ήταν και χωρίς… κατανάλωση και με μπόλικο εμφυλιοπολεμικό ξύλο! Και οι ποιήτριες και οι ποιητές πολίτες είναι κατ’ αρχάς ή καλύτερα, θα έπρεπε να είναι. Μετά μπορεί να είναι και ποιήτριες και ποιητές! Ποιος αποστέρησε π.χ. στον μανάβη-πολίτη τον ρόλο του; Γιατί να ξεχωρίζουν οι ποιητές; Επειδή οι ποιητές είναι στο ποιητάδικο; Γιατί να στερούνται μόνο αυτές και αυτοί πολιτικούς ρόλους; Δεν πρόκειται να σωθούμε από τους ποιητές αν δεν σώσουμε αναμεταξύ μας τους εαυτούς μας, άσχετα από την ποίηση και τη μαναβική. Τουλάχιστον, η μαναβική… τρώγεται! Σε εποχές όπου πολιτικά δεν φαίνεται να έχει και μεγάλη σημασία ο κοινοβουλευτισμός και η λειτουργία του, εννοείται πως δεν μιλάμε για πραγματική δημοκρατία, πολιτεία των πολιτών δηλαδή, σε εποχές κρίσης του κοινοβουλευτισμού, αυτός βλέπω πως δεν έχει ανάγκη για ενεργούς πολίτες, μια χαρά είναι και οι υπήκοοι κολίγοι, με ευθύνη, βεβαίως, των πολιτών και των κολίγων. Βγάζουν τον σκασμό, παράγουν εμπορεύματα και θέαμα και τα καταναλώνουν, εάν τους φτάνει ο μισθός, τα επιδόματα ή τα τραπεζικά δάνεια (που νομίζουν πως θα πληρώσουν ή όχι στο μέλλον που δεν θα υπάρξει). Η χώρα ως προτεκτοράτο ιδρύθηκε και οι ιθύνουσες κυρίαρχες πολιτικές ομάδες, που συμπεριφέρονται ως υπάλληλοι ξένων προστατών και των εγχωρίων ολιγαρχών, συνεχίζουν, και τότε όπως και τώρα, να παίζουν με τα κουβαδάκια τους στην αμμουδιά μέχρι να σκάσει, να πούμε έτσι, ο πρώτος πύραυλος στο Κλεινόν Άστυ, πάει να πει, στη βρωμόπολη των Αθηνών.
Πιστεύεις ότι οι γυναίκες ποιήτριες υποτιμήθηκαν κατά τη δεκαετία του ’80;
Οι άντρες ποιητές δεν υποτιμήθηκαν; Τις περισσότερες φορές οι γυναίκες πάντα βρίσκουν πιο ποιητικούς χώρους και πράξεις για να εκφραστούν, πέραν από τα στιχάκια. Κάτι ξέρουν. Συνεχώς, στα έντυπα όπου συμμετείχα, “ψάχναμε” να τις βρούμε. Δεν είναι η ποίηση ιδιαιτέρως υποτιμημένη; Από το ’80 και μετά σημασία έχει αυτή η διαρκής κατανάλωση του κερατά υλικών αγαθών και των ολίγων πνευματικών και αυτών ως υλικών. Η ποίηση δεν παίζει και κανένα ιδιαίτερο λόγο στα πράγματα. Κι αυτό παρ’ όλη την αυξημένη παραγωγή συλλογών, παρ’ όλη την αύξηση του αριθμού ποιητριών και ποιητών, παρ’ όλες τις τόσες και τόσες παρουσιάσεις, εκδηλώσεις, κριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις, βραβεία, λογοτεχνικά σωματεία πρώτης και δευτέρας βαθμίδος, συνέδρια και φεστιβάλ, ντόπια και διεθνή, όπου πλέον δεν έχει σημασία παρά το συμβάν, το event που λέμε στα ελληνικά, το σημαίνον και όχι τόσο το σημαινόμενο, το περιεχόμενο του ποιητικού βιβλίου. Δεν καταλαβαίνεις πως φταίνε και αυτές και αυτοί που γράφουν για την υποτίμηση ανδρών και γυναικών και ποιημάτων; Πάντως στον ονομαστικό κατάλογο με τις ποιήτριες και τους ποιητές του ’80 που παρουσιάζεται στο περιοδικό Νέο Επίπεδο (άνοιξη-καλοκαίρι 1997) σε αφιέρωμα για τη λεγόμενη γενιά του ’80, οι ποιήτριες είναι 35 και οι ποιητές 111, δηλ. ποσοστό 24% γυναικών. Λίγες οι γυναίκες ποιήτριες. Πιστεύω σε νεότερες γενιές να έχουν αλλάξει τα ποσοστά.
Σε ένα ποίημά σου, από την ανέκδοτη συλλογή Αφηρημένος εξπρεσσιονισμός ο ρεαλισμός (2020-2022) γράφεις: «ανακύκληση αχρήστου υλικού και φορμαλισμός ακραίος». Ο στίχος αφορά τη σύγχρονη ποίηση;
Ο στίχος αφορά τη σύγχρονη ζωή, όλες τις πλευρές της ζωής, και την ποίηση. Και σχετίζεται με τον άχρηστο τετελειωμένο χρόνο που κάθε στιγμή αποτελεί παρελθόν. Κι έτσι το συντελεσμένο παρελθόν σε φέρνει πιο κοντά στην ανυπαρξία, στη ρουτίνα. Στις τωρινές ψηφιακές κοινωνίες δεν υπάρχει μέλλον, το σκληρό καθ’ άπασαν στη Γη ταξικό καθεστώς ανοικτά πολεμά για να παραμένουμε στο παρόν, ως αγοραστές εμπορευμάτων και θεάματος, που το παρουσιάζουν σαν άκρατο ξεχειλωμένο σήμερα, που είναι όμως πάντα παρελθόν. Ένας ελάχιστος αριθμός από ολιγάρχες, παγκοσμίως, πολεμάνε (και στην κυριολεξία πολλές φορές, το βλέπουμε αυτό τώρα στην Ουκρανία και στη Γάζα) να υποδείξουν πως δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση, παρά μόνο το φτωχό ξεκώλωμά τους στα κέρδη και η δική μας πλούσια αφραγκία! Πάντα υπάρχουν νέες και ενδιαφέρουσες εναλλακτικές λύσεις και κοινωνικές και χρονικές!
Έχεις υπάρξει εκδότης του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού «Δυτικές Ινδίες», καθώς και μέλος της συντακτικής ομάδας των φανζίν «Σε τόνους μινόρε» και «Δην», και του περιοδικού της Υπερρεαλιστικής Ομάδας της Αθήνας «Κλήδονας», τα οποία δεν κυκλοφορούν πλέον. Στη σημερινή ψηφιακή εποχή, τι θεωρείς ότι προσφέρουν τα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά;
Τα έντυπα περιοδικά προσφέρουν τη μυρουδιά της μνήμης πλέον και της συνήθειας! Όπως το έντυπο βιβλίο. Όμως ακόμη και ένα έντυπο περιοδικό και βιβλίο υφίσταται κατ’ αρχάς ως ψηφιακό τοιούτο. Μετά πάει στο τυπογραφείο. Υπάρχουν ένα σωρό αξιόλογα και μη ηλεκτρονικά περιοδικά. Τον ίδιο ρόλο που έπαιζαν τα χάρτινα τον ίδιο ρόλο παίζουν και τα ψηφιακά περιοδικά. Το χάρτινο έχει και μια ενεργή εκπαιδευτική σημασία και ρόλο για τους νεότερους που πιθανόν να έχουν διαρρήξει τους δεσμούς τους με το χαρτί. Γνωρίζοντας τους παρελθόντες κόσμους μας, γνωρίζεις και τον σημερινό κόσμο όπου ζεις και σκέφτεσαι. Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο ψηφιακός, πολιτισμός είναι όλες οι δημιουργίες των ανθρώπων κατά τον ρουν της Ιστορίας. Πετάς το χαρτί, πετάς κι ένα κομμάτι της ιστορίας σου.
Κατά τη γνώμη σου, πρέπει να εργάζεται ο ποιητής σε άλλο αντικείμενο εκτός από τη λογοτεχνία; Η εργασία σε εντελώς διαφορετικούς τομείς ζημιώνει ή ωφελεί την τέχνη του;
Κατά πλειοψηφία,γυναίκες και άντρες ηθοποιοί, γλύπτες, ζωγράφοι, χορευτές, σκηνοθέτες, θεατρικοί συγγραφείς, πεζογράφοι, κριτικοί, μουσικοί, κ.ά. δημιουργοί συνήθως δεν βιοπορίζονται εργαζόμενοι στο αντικείμενο που επιθυμούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ποιητές. Δεν πιστεύω πως όλους αυτούς τους παραπάνω πρακτικά τους χρειάζονται οι κοινωνίες μας. Θα έπρεπε, όλοι μαζί, διότι δεν υπάρχει κατά μόνας σωτηρία, να χτίσουμε άλλες κοινωνίες όπου ο καθένας να ασχολείται σε αυτό που τον γεμίζει, τον κάνει δημιουργικό, και δεν αναφέρομαι προφανώς μόνο στους καλλιτέχνες. Να αλλάξουμε τον κόσμο, να αλλάξουμε τη ζωή μας, να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Άμα έχεις διάθεση και όρεξη, εσωτερική δύναμη και φλόγα, μπορείς να καταφέρεις να δημιουργήσεις παντού και πάντα τα πάντα και να μην ευτελίζεις τη δημιουργία σου. Δύσκολο βεβαίως, απίθανο άλλοτε, πολλές φορές αδύνατον όταν δεν έχεις ΧΡ-ΧΡ, δηλ. χρόνο και χρήμα.
Τελευταία διάβασα μια άποψη που εξέφρασαν κάποιοι δημοσιογράφοι-κριτικοί βιβλίου, που εργάζονται στην τηλεόραση και στον έντυπο τύπο, σχετικά με την ποιητική παραγωγή και την ποιητική γραφή στη χώρα. Η άποψη πρεσβεύει πως αυτό που συμβαίνει σήμερα με την πληρωμή των εκδοτών για την έκδοση των ποιητικών βιβλίων δεν έχει προηγούμενο και πως αυτό που επιτυγχάνεται εντέλει είναι να θολώνει το τοπίο ως προς το τι έχει ποιητική αξία και τι όχι, αλλά και να δημιουργείται ένα παράλληλο σύμπαν, το σύμπαν των ποιητών, μια εσωστρεφής στην ουσία συνθήκη όπου καταναλώνονται μεταξύ τους. Ποια είναι η γνώμη σου;
Μακάρι να γράφανε ένα εκατομμύριο γυναίκες και άντρες, νέοι, γέροι και παιδιά. Να βγαίνανε ένα εκατομμύριο βιβλία! Πνευματικώς, «καλύτερα στο τυπογραφείο παρά στο ψυχιατρείο», είχε πει ο Βασίλης Βασιλικός! Υλικώς θα βοηθούσε περισσότερο τον κύκλο της εκδοτικής οικονομίας, σε όλα τα στάδια της παραγωγής του βιβλίου και τους εργαζόμενους σε αυτόν. Δεν έχουν και πολύ ποιητική αξία οι συλλογές που εκδίδονται, ενώ έχει υψηλή πνευματική αξία η σειριακή παραγωγή τούβλων μυθιστορημάτων αισθηματικοαυτοβιογραφικού τύπου, με μεγάλα στοιχεία και μεγάλο διάστιχο για να κοστίζουν ακριβότερα; Ή έχει εξαιρετική αξία η σύγχρονη χαμηλή ζωγραφική παραγωγή όπως εμφανίζεται σε κυριακάτικη “βαρέος κύρους” εφημερίδα ή οι βραστές κι άλλοτε ψητές μπούρδες στο σύγχρονο θέατρο, στο τραγούδι, στην κριτική, στη δημοσιογραφία; Η κάθε μια από αυτές τις ενασχολήσεις παράγει κάθε είδους αξίας εμπορεύματα και θεάματα, κακά, μέτρια, καλά, εξαίρετα και κάποτε και αριστουργήματα. Στη σημερινή εποχή της ρευστής παρακμής επιπλέουν ίσως περισσότερα έργα ελάσσονος σημασίας διότι φαίνεται να ενδιαφέρει το event μόνο. Αλλά όποιος θέλει να βρει, βρίσκει. Η πληρωμή των εκδοτών δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Απλώς στα χρόνια μας αυξήθηκε ο αριθμός αυτών που γράφουν, αυτών που θεωρούν τον εαυτόν τους ποιήτρια και ποιητή, αυτών που νομίζουν πως είναι υποψήφιοι για το Νόμπελ, ενώ ως γνωστόν, ένας και γνωστός ήδη στα ποιητικά πέριξ θα το πάρει! Αυξήθηκε και ο αριθμός των αναγκαίων επιχειρήσεων εκδοτικών διεκπεραιώσεων. Διαβάστε την αλληλογραφία (από την κοντινή… δεκαετία του ’50) του Θ. Δ. Φραγκόπουλου με τον Ρόδη Ρούφο κι εκεί θα δείτε πως ο Φραγκόπουλος έψαχνε εκδοτικό οίκο, και καλά έκανε, που θα του πάρει λιγότερα για το υπό έκδοσιν βιβλίο του. Θα ενοχλείτο κανείς εάν είχαμε αύξηση του αριθμού των γλυπτών στη χώρα; Η υπερβολή ενοχλεί και ο φόβος μήπως κάποιος από τις ψευδοελίτ της λογοτεχνίας χάσει τον καναπέ του. Kι εδώ είναι ζήτημα lifestyle. Υπερβολή και κατάχρηση είναι και αυτή η επιχειρηματική άνθηση περί τη διδασκαλία της δημιουργικής γραφής. Τα κριτήρια είναι χρηματοοικονομικά και όχι τόσο δημιουργικά. Όλα διδάσκονται, αλλά υπάρχει και κάτι που θα έπρεπε να διδάσκεται πως δεν είναι όλα προς διδασκαλία. Μακάρι στο “σύμπαν των ποιητών” να καταναλώνονται αναμεταξύ τους οι ποιήτριες και οι ποιητές, να διάβαζε ο ένας τον άλλον, βρε αδελφή και βρε αδελφέ. Ας μη φοβούνται οι σύγχρονοι μείζονες ποιητές και ποιήτριες από τους ελάσσονες τοιούτους. Ας τολμήσουν να βρουν δρόμους και τρόπους εις τρόπον ώστε η μεγαλοσύνη του ποιήματος να βρίσκει στο δόξα πατρί περισσότερες αναγνώστριες και αναγνώστες, αγοράστριες και αγοραστές!
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τις απαντήσεις.
Σ’ ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου για τη συζήτηση αυτή, Μάνια. Ευχαριστώ, επίσης, για τη φιλοξενία το Culture Book και εύχομαι καλή δύναμη στις εργασίες του.