Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Το υπαρξιακό στοιχείο στην ποίηση του Γιάννη Τζανετάκη – στο μεταίχμιο της γενιάς του 70’ και του 80’, του Γιώργου Δρίτσα

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Αρχίζουμε, λοιπόν, Ιούνιο μήνα, με μια εκτενή συνέντευξη για τη γενιά του’80 του  Ηλία Μέλιου (οργανικού της μέλους), και συνεχίζουμε με την παρουσίαση του ποιητή Γιάννη Τζανετάκη.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Πρόσφατα άρθρα
Advertising
single-post-1-banner.jpg

Το υπαρξιακό στοιχείο στην ποίηση του Γιάννη Τζανετάκη – στο μεταίχμιο της γενιάς του 70’ και του 80’, του Γιώργου Δρίτσα

Οι ποιητικές γενιές γίνονται πολλές φορές σημείο τριβής τόσο όσον αφορά την αυταξία των αντιπροσώπων τους όσο και λόγω της διάθεσης αυτών να διαφοροποιηθούν και να διαχωριστούν από εκπρόσωπους άλλων γενιών, προσδιοριζόμενοι, παρά ταύτα, στο τέλος με βάση τη δεκαετία τής έκδοσης του πρώτου έργου τους. Στην περίπτωση του Γιάννη Τζανετάκη, πρέπει όμως να ειπωθεί ότι αν και αυτός ξεκίνησε να γράφει στα τέλη της δεκαετίας του 70’, θεωρείται ξεκάθαρα ποιητής της γενιάς του 80’. Παρακάτω θα εξετάσουμε συνοπτικά, κυρίως τις συλλογές που επέλεξε ο ίδιος να δημοσιεύσει επίσημα, και όχι τις δύο ανεπίσημες, βλ. Μούμιες στην Πανσέληνο (1978), Απανθράκωση (1983), που δημοσίευσε σε μορφή αυτοέκδοσης.

Ξεκινώντας από την ποιητική συλλογή «Όσο ακούω σε χρώμα» (1985), αντικρίζουμε έναν ακόμη νέο ποιητή, που ζει στα σπάργανα των αποτελεσμάτων των επαναστατικών χρόνων που προηγήθηκαν. Αυτοπαρουσιαζόμενος μέσα από μια σχεδόν μπιτ εικόνα, όπου όλα γίνονται μπροστά του δρόμος, αλλά το ίδιο χώμα της γης (ποίημα: Κλειδί από χιόνι- «Τρέχω παντού με σκοτεινές μοτοσυκλέτες/ Όλα είναι δρόμος/ Κι όλα είναι χώμα»), όπως και ο ίδιος ο θάνατος (ποίημα: Με το βαθύ σου γέλιο – «θα πιάσει θάνατος») παραμονεύουν στη γωνία για να τον «τυλίξουν» στην αγκαλιά τους. Πάνω από την πόλη, όμως, πλανάται ακόμη «μια ψυχή από μπύρα» και όχι η απόλυτη σιωπή του αιώνιου τέλους, καθώς δεν έχει μετατραπεί ο ίδιος «ακόμη σε σκιά», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το ντεμπούτο του με τη δεκαετία του 80’ κλείνει με «Τα ζώα της Κυριακής» (1988). Στη συλλογή αυτή οι περιγραφές του αλλάζουν, γίνονται ακόμη πιο προσωπικές, νιώθοντας εντονότερα το κρύο τής μοναξιάς και την παγωνιά της πόλης (ποίημα: Γραμμές του τρένου – «έκανα εμετό την άδεια πλατεία/ κι έβγαινε παγωνιά από μέσα μου»), αναρωτώμενος για της «μοίρας τις γραμμές», ενώ η ψυχή του «χύνει τα υγρά της» πλημμυρίζοντας την πόλη από το μοναχικό του δωμάτιο (ποίημα: Καμπιονάτο).

Στις συλλογές του της δεκαετίας του 90’, αρχίζει να αχνοφαίνεται εντονότερα ο πατέρας του, ως γονεϊκή μορφή, (ποίημα: Με φώτα ερήμου – «Είδα στον ύπνο τον πατέρα μου») και ένας πάντα υπαρκτός προβληματισμός σχετικός με την απώλεια, που του επαναφέρει το ζήτημα της υλικής φθοράς στη σκέψη του. Έτσι, στην ποιητική συλλογή «Με φώτα ερήμου» (1992), νιώθει τον πόνο και τη μοναξιά, να τον διαπερνούν ξανά αλλά αυτή τη φορά κάπως «ηρωικά» (ποίημα: Γητειές – «εγώ πιο ξένος πιο μαρτυρικός κι από τον Μάρκο Μπότσαρη»), με τον πατέρα του να ξεπροβάλλει σαν δυσοίωνος προφήτης προαναγγέλλοντας τη σωματική απώλεια (ποίημα: Βροχή απ’ τα παλιά – «Πως γίνεται σκιά ο άνθρωπος προτού το καταλάβει/ είπε ο πατέρας μου»). Η ζωή δε παρουσιάζεται τόσο αφόρητη, που ούτε τα ίδια του τα μάτια δεν μπορούν να την αντικρίζουν (ποίημα: Έν’ άλλο πρόσωπο – «Εγώ πια σπάνια πιστεύω στα δικά μου/ έτσι καταφέρνω και επιζώ»).

Στο «Ονείρου έρως» (1995), ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής «Ανάσα του ύπνου», μπαίνουμε στη σκοτεινή διάθεση του ποιητή, ο οποίος θεωρεί την ανθρώπινη αναπνοή και την προσπάθειά της να αντεπεξέρθει στο κρύο, ως μια «επαφή» με τους νεκρούς – εξάλλου τα στόματα είναι «γεμάτα θανατίλα» κάθε πρωί, μετά από μια τέτοια προσπάθεια. Τέλος στο «νήπιο με στυλό» (1998), επανέρχονται σταδιακά με μελαγχολία οι υπαρξιακές του θύμησες από την παιδική του ηλικία, ανακατεμένες με αναμνήσεις από το πρόσφατο παρελθόν του, μαζί με τα παλιά δάκρυά του που όμως δεν αφορούν πλέον κανέναν στο παρόν (ποίημα: Ψαράκια – «ο βήχας μου έφερε τα δάκρυα τα/ παλιά για κανενός τη χάρη») και με τη μορφή του πατέρα πάντα παρούσα.

Στο «βίος βαθύς» (2004), ο ποιητής υπεισέρχεται στο πιο υπαρξιακό του πόνημα. Εκεί θέτει ξανά το ζήτημα του χρόνου, αυτή τη φορά υπό την τρυφερή ματιά του πατέρα. Παρατηρεί το χέρι του, που κάποτε υπήρξε ένα χέρι μωρού, τώρα «το γήρας να θηλάζει» (ποίημα: Λαίμαργα). Η ζωή υπό την οπτική του δεσπόζει ξανά ως κάτι εφήμερο, ως «μια δημοσιά για λίγο» (ποίημα: Για λίγο), κάτι που θα περάσει και θα σβήσει, ένα προσωρινό καταφύγιο.     

Στα μεταγενέστερα βιβλία του, όπως στο «Θαμπή πατίνα» (2017), ο ποιητής κινείται στις ίδιες θεματικές, επανατονίζοντας την προσωπική προέλευση της ποίησής του (ποίημα: Σαν ύστατη πνοή – «Μέσα σε κάθε ποίημα/ είμαι εγώ»). Η φθορά επανέρχεται (ποίημα: Αξύριστοι θλιμμένοι – «οι παλιοί μου ήρωες/ γερνάνε»), όπως και η υποψία του θανάτου (ποίημα: Εγώ σιγά σιγά – «εγώ σιγά σιγά θαμπώνω»). Με τους γονείς να επιστρέφουν (ποίημα:  Μέσα μας σκιές – «Οι πεθαμένοι μας γονείς/ μια μέρα επιστρέφουν»), και τον ποιητή να επιθυμεί διακαώς να σταματήσει επιτέλους το «φιλμ» της ζωής του (ποίημα: Δεν θέλω πια – «Αυτό το φιλμ δεν/ θέλω πια»). Στο δε πρόσφατο βιβλίο του «Μετά από μένα» (2023), φαίνεται να επιστρέφει το παρελθόν, ως κάτι «ηδύ μαζί κι επώδυνο» (ποίημα: Κάτι απ’ το παρελθόν), πλημμυρισμένο με εικόνες πάλι από την παιδική του ηλικία αλλά και την ενήλικη ζωή του. Ενώ ο θάνατος επιστρέφει ξανά, αυτή τη φορά όμως αντιμετωπίζεται με αποδοχή (ποίημα: Μελτεμάκι – «Αχ θάνατε/…/την ώρα που μας παίρνεις/ αδιόρατο στα χείλη μας/ ανθίζει ένα γελάκι»). Κλείνοντας, ο ποιητής Γιάννης Τζανετάκης αποτελεί μια πολύ σημαντική μορφή των γραμμάτων, εμφανίζοντας στην ποίησή του τόσο έντονα αλλά και τόσο πρωτότυπα το βαθύ υπαρξιακό ζήτημα της ζωής και του θανάτου, με τρόπο βιωματικό και ατομικό. Μια καθαρά ανθρώπινη γραφή που φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον φθαρτό εαυτό του.