Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Βαγγέλης Ραπτόπουλος | Γράφει η Ελένη Κοφτερού

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μετά την παρουσίαση του ποιητή Γιάννη Τζανετάκη, συνεχίζουμε τον μήνα ΙΟΥΛΙΟ με τον συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Είμαστε πάντα μετέωροι   

Γράφει η Ελένη Κοφτερού

«Η πιο κρυφή πληγή» είναι το πιο αγαπημένο μου από τα  μυθιστορήματα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου γιατί νομίζω πως διαφέρει μ’ έναν απροσδιόριστο αλλά   γοητευτικό  τρόπο από τα υπόλοιπα βιβλία του.

Το πρώτο στοιχείο που το κάνει ξεχωριστό είναι η μορφή της αφήγησης. Ολόκληρο το μυθιστόρημα  είναι ουσιαστικά  μια  μακροσκελής επιστολή  στην οποία εγκιβωτίζεται ένα τολμηρό θεατρικό έργο με ιστορικό και πολιτικό χαρακτήρα. Απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον αναγνώστη κι εκεί που νομίζει πως αυτός έχει την πρωτοκαθεδρία ο αφηγητής ξεκαθαρίζει με ειλικρίνεια: Για τη Νίκη  είναι γραμμένο αυτό το κείμενο. Την μοναδική,  την άφθαρτη, την αγιοποιημένη του αγάπη. Η Νίκη δεν αντιπροσωπεύει μόνον τον ενθουσιασμό και την  άβυσσο του πρώτου έρωτα.  Η Νίκη καθορίζει την ταυτότητα του ήρωα από τα εφηβικά του χρόνια  μέσω της εμμονής του πατέρα της για τα Δεκεμβριανά. Είναι μια ηρωίδα καθρέφτης του ήρωα και αυτό αποτελεί σημαντικό και ενδιαφέρον  στοιχείο του βιβλίου.

Όπως ο Αντριά,  ο ήρωας του Ζάουμε Καμπρέ στο εμβληματικό Confiteor  γράφει για να διασώσει τις προσωπικές του μνήμες  έτσι και στην πιο κρυφή πληγή  ο Μιχάλης  γίνεται συγγραφέας για να διασώσει  την μοναδική λάμψη του πρώτου έρωτα και μαζί με αυτόν όλες τις αντανακλάσεις της θλίψης, των τραυμάτων και της παθογένειας που άφησε ο εμφύλιος .

Άλλο χαρακτηριστικό  του μυθιστορήματος αυτού είναι η επιθυμία του αναγνώστη να προσεγγίσει παραπάνω τους ήρωες,  να συνομιλήσει μαζί τους, να τους οικειοποιηθεί και να τους σκέφτεται για καιρό  καθώς οι ήρωες της καλής λογοτεχνίας  αντιπροσωπεύουν κάτι ιδανικό που αντιστέκεται στην φθορά.   Τέτοια ήταν η συνάντηση με τους ήρωες της πιο «κρυφής πληγής». Προσεγγίζουν τον αναγνώστη με έναν μαγικό τρόπο, που τους κάνει ανεπανάληπτους και εντέλει αλησμόνητους.

Το πιο όμορφο, το πιο αξιομνημόνευτο  (για μένα και ελπίζω και για άλλους αναγνώστες)  στοιχείο   στον χαρακτήρα  του Μιχάλη είναι ότι διαβάζει από παιδί. Κι είναι τόσο σημαντικό αυτό! Μόνο διαβάζοντας κανείς, αποκτά τη συνήθεια ή την ικανότητα να κάνει  φτερωτά όνειρα! Κι ας  είναι μονοδιάστατη η ανάγνωσή του στην αρχή  (μόνο για τα Δεκεμβριανά)  κι ας γίνεται  μόνο για τον έρωτά του. Λίγο είναι αυτό; Ποιος συνάντησε άραγε στη ζωή του ένα αγόρι που αδιαμαρτύρητα θα μπορούσε να διαβάσει  όποια βιβλία κυκλοφορούσαν για ένα θέμα (στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι τα Δεκεμβριανά)  για να προσφέρει τη γνώση του ανιδιοτελώς στην αγαπημένη του; Δεν είναι καθόλου τυχαίο που μεγαλώνοντας, δε σταματά να διαβάζει αλλά ασχολείται με την τέχνη του θεάτρου και της γραφής.  Αναζητά διαρκώς το αυθεντικό και δεν  συμβιβάζεται με φθηνές απομιμήσεις ρόλων, αγάπης, ζωής.

Γράφει  ένα  ολόκληρο θεατρικό έργο (που συμπεριλαμβάνεται σαν συμπίλημα στο μυθιστόρημα)   για να ξορκίσει  τους δαίμονες της βαρβαρότητας του  εμφυλίου, να μη βουλιάξει στη λήθη,  να διαφυλάξει με κάθε τρόπο τη λίμνη  του έρωτά του από την αποξήρανση.

Απ’ την άλλη είναι η  Νίκη, αυτή η καταπληκτική γυναίκα που δεν υποτάσσεται  στη θλίψη της τραυματικής παιδικής  ηλικίας της,  δε χρησιμοποιεί  αναισθητικά για τις πληγές της, τις αγαπά, όπως αγαπά τον έρωτα  και τη ζωή. Ακόμη και οι δευτερεύοντες ήρωες, ή οι απόντες (όπως ο πατέρας του Μιχάλη ) έχουν φωτιστεί απ’ την ακτινοβολία του Μιχάλη και της Νίκης, ο συγγραφέας τους δίνει μια ουσιαστική διάσταση  στη φαντασία του Μιχάλη, μέσα από το λογοτεχνικό εύρημα  να είναι οι «δικοί του άνθρωποι» πρωταγωνιστές στον «Σκελετό» 

Η Νίκη και ο Μιχάλης  θα είναι πάντα μετέωροι ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση, ανάμεσα στον ιδανικό έρωτα και την απομυθοποίησή του, ανάμεσα στο άπιαστο όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο και τη ματαίωσή του, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο παρακάτω απόσπασμα:   “Αυτή η παλιά σκηνή, αυτή η στοιχειώδης εικόνα, δεν εκπέμπει μέσα μου μόνο φετιχισμό και λαγνεία , αλλά έχει και μια σημασία μεταφορική. Α, ναι είμαστε μετέωροι κι εμείς, όπως το πόδι της Νίκης, σ’ εκείνη την εικόνα που κράτησα από τότε στη μνήμη μου. Είμαστε ακόμα μετέωροι και ισορροπούμε πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Είμαστε πάντα μετέωροι μωρό μου”

Οι ήρωες δεν μπορούν να ενταχθούν σε κόμματα και οργανώσεις κι ας  είναι πιο αριστεροί απ’ αυτούς που  κάνουν σημαία την αριστεροσύνη τους. Συμμετέχουν  ενεργά, με πάθος και ορμή  έως και αυταπάρνηση στο τελευταίο κίνημα που ανθίζει σ’ αυτόν τον τόπο της απίστευτης διαφθοράς και του μαζικού βολέματος.

Στο  στερεοτυπικό αν και αναμενόμενο ερώτημα “Ποια είναι η πιο κρυφή πληγή” ο αναγνώστης δεν βρίσκει σαφή απάντηση κι αυτό κάνει το βιβλίο ακόμη πιο ενδιαφέρον καθώς η αντήχηση της ανάγνωσης διαφέρει σε κάθε αναγνώστη. Υποψιάζομαι πως όλοι  ξέρουμε την απάντηση, ότι η ύπαρξη, η ίδια η ζωή  που σέρνει πίσω της το μακρύ πέπλο του θανάτου είναι η πιο βαθιά πληγή, το ανεκπλήρωτο και η φθορά που κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει.  

Η λογοτεχνία είναι το μόνο σύμπαν όπου οι γράφοντες και οι αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να αγαπήσουν τις πληγές τους και ν’ αποδεχτούν πως είναι σημαντικό στοιχείο   της συλλογικής και προσωπικής μας ταυτότητας.  

* Καρτ ποστάλ του Ηλία Πετρόπουλου από το Παρίσι.