Γράφει η Γεωργία Τριανταφυλλίδου
Πρωτογνώρισα τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο στις 12 Νοεμβρίου 2008 όταν επισκέφτηκε την Καβάλα, καλεσμένος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, για την παρουσίαση του βιβλίου του Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΜΜΟΣ. Πρωτοδιάβασα Βαγγέλη Ραπτόπουλο τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς. Τη στιγμή που παραδέχθηκα ότι μέχρι τότε δεν είχα διαβάσει κανένα δικό του βιβλίο, μολονότι σε καμία περίπτωση δεν μου ήταν άγνωστος –ομολογία που φάνταζε σχεδόν θρασεία από το στόμα ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου, του φορέα ο οποίος είχε απευθύνει επισήμως την πρόσκληση στον συγγραφέα– ο Ραπτόπουλος με κοίταξε χαμογελώντας: «Δεν έχω λόγο να μη σας πιστέψω αλλά θα ήθελα να αναλογιστείτε λίγο τους λόγους που σας απέτρεψαν από την ανάγνωση». Έπρεπε να διαβάσω όλα τα βιβλία του για να δώσω μια ειλικρινή απάντηση στον εαυτό μου και σ’ εκείνον. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος έγινε γνωστός άμα τη εμφανίσει. Κι όπως λέει ο Rivarol στον παροιμιώδη αφορισμό του «ο φιλολογικός κόσμος διόλου δεν αγαπά τις εντελώς απότομες εμφανίσεις. Ακόμη και η λαμπρότερη φήμη χρειάζεται το λυκαυγές της». Και παρέμεινε γνωστός μέχρι τη στιγμή που μιλάμε. Συνέχισε να γράφει και να εκδίδει με μια συχνότητα που έκοβε την ανάσα. Καταπιάστηκε με κάθε μορφή λόγου: διήγημα, μυθιστόρημα, μετάφραση, δοκίμιο, θεατρική διασκευή. Ανακάτεψε τα είδη. Κείμενά του, επιφυλλίδες και κριτικές παρουσιάσεις, αλλά και συνεντεύξεις και σύντομες τοποθετήσεις του πάνω σε θέματα της επικαιρότητας δημοσιεύτηκαν σε πλήθος εφημερίδες και περιοδικά. «Μεταφέρθηκε» στην τηλεόραση και το σινεμά. Άρθρωσε και αρθρώνει δημόσιο λόγο. Γιατί, λοιπόν, δεν είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο του; Τελικά ο Ραπτόπουλος πλήρωνε ακριβώς το τίμημα της απήχησής του. Πουλούσε πάρα πολύ για να «μπει», ας πούμε, στα σχολικά εγχειρίδια λογοτεχνίας, απεναντίας, η φαινομενική αδιαφορία του στους κανόνες καλλιέπειας, η «ακατέργαστη» γλώσσα, η έλλειψη συγγραφικής λεπτότητας, αυτή η τρέλα να γράφει βιβλία όπου για 500 σελίδες η ηρωίδα πασχίζει να φτάσει σε οργασμό, ήταν καρφί στο μάτι της ακαδημαϊκής διανόησης και μιας μερίδας της κριτικής που όσο πιο τολμηρή έβρισκε τη θεματική του παλέτα, τόσο απομακρυνόταν από το ενδεχόμενο να διεισδύσει στις μύχιες περιοχές της συγγραφικής του επικράτειας. Δεν διάβασα Ραπτόπουλο γιατί όλοι γύρω μου μιλούσαν γι’ αυτόν, κυρίως εκείνοι που επέλεξαν εύγλωττα να τον αποσιωπήσουν.
Με αφορμή το συγκεκριμένο αφιέρωμα, θέλω να αναφερθώ στην επανέκδοση της θρυλικής Λούλας, ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1997 και πούλησε κοντά στα 16000 αντίτυπα. Αρκεί να «χτυπήσει» κανείς, όπως λέμε, το όνομά της σε κάποια ιντερνετική μηχανή αναζήτησης ή να επισκεφτεί το σάιτ του συγγραφέα και θα λάβει πληρέστατη ενημέρωση για το βιβλίο και την κριτική υποδοχή που του επιφυλάχθηκε. Εν τάχει: Mια νεαρή, πανέμορφη φοιτήτρια δυσκολεύεται να φτάσει, να τελειώσει, να ολοκληρώσει, να χύσει τέλος πάντων.
Οι συμβουλές της έμπειρης κολλητής της αποδεικνύονται ανεπαρκείς και ο ερωτικός της σύντροφος αν και χαρισματικός ως προς το «μέγεθος», αυτό που θα λέγαμε μονολεκτικά προσοντούχος, αδυνατεί να της προσφέρει τον πολυπόθητο οργασμό. Στη ζωή της εισβάλλει ένας άγνωστος. Έχοντας σαν προίκα το μυστηριώδες παρελθόν του και με βασικές αποσκευές την ακαταμάχητη σεξουαλικότητα και τη ζαλιστική του ευφράδεια, θα ξεναγήσει τη Λούλα σε μια εφιαλτική Αθήνα, όπου ο τρόμος και η ηδονή, η αλήθεια και το ψέμα, θα αποδοθούν στην ανικανοποίητη γυναίκα ασύστολα και εκτυφλωτικά. Ο συγγραφέας μέσα σ’ αυτό το φανταστικό σκηνικό κάνει επίδειξη μιας αφοπλίζουσας λαγνείας που μεταμορφώνει σταδιακά τον άγνωστο, από ερωτικό παρτενέρ με ανθρώπινη υπόσταση σε βρικόλακα κι άλλοτε σε ζωόμορφη οντότητα. Η Λούλα είναι καταδικασμένη να πληρώσει τη σεξουαλική της υπερθέρμανση με την ίδια τη φλογισμένη της σάρκα και το ίδιο το ξαναμμένο αίμα της.
Τι νόημα είχε η επανέκδοση αυτού του βιβλίου 15 χρόνια περίπου αφότου πρωτοκυκλοφόρησε; Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά. Η Λούλα εξακολουθεί να είναι επίκαιρη γιατί δείχνει ότι, αλίμονο, ο άνθρωπος αδυνατεί να ισορροπήσει αν δεν αντλεί ερωτική ευχαρίστηση. Από την άλλη, το κυνήγι, τόσο μονοκόμματο και απροκάλυπτο, της σαρκικής ηδονής, δικαίως υποψιάζει για την ύπαρξη μιας αβύσσου ανάμεσα στον εντατικό αυνανισμό και το ερωτικό αλισβερίσι, την ευτυχία του πάρε δώσε δύο σωμάτων. Ο βάκιλος της σεξουαλικής μοναξιάς κυκλοφορεί ακόμη στις φλέβες των ανθρώπων γύρω μας. Κάθε φορά που η Λούλα ανοίγει με προσδοκία τα πόδια στον ερωτικό της σύντροφο, την ίδια στιγμή κλείνει με σημασία το μάτι στους καινούργιους αναγνώστες. Την εποχή που ο Ραπτόπουλος γράφει το βιβλίο η κοινωνία είναι μεθυσμένη από τη γλύκα των επιδιώξεων της: χρήμα, σεξ, νυχτερινή διασκέδαση, εν ολίγοις μια ζωή αλαφρωμένη από πνευματικά φυλλώματα. Την ώρα που τα περιοδικά προτείνουν τους 1000 και έναν τρόπους για την επίτευξη της γυναικείας σεξουαλικής κορύφωσης, ο γνήσιος ερωτισμός έχει ήδη υπογράψει την παραίτησή του. Οι νέοι της εποχής της κρίσης ακόμη τον ψάχνουν… Τον ψάχνουν και οι νέοι της εποχής του covid.
Aυτό που θέλω να πω είναι ότι ο αναγνώστης ο οποίος θα πιάσει σήμερα στα χέρια του το βιβλίο, «εν μέρει θα εξακριβώσει μια εποχή» ως προς τη στάση των ηρώων απέναντι στα καθημερινά ερεθίσματα (μουσικές, μόδες, είδωλα, ψυχαγωγία, που σα λίπασμα ενίσχυσαν το έδαφος για να ευδοκιμήσουν τα σημερινά «άνθη του κακού»), εν μέρει θα διαπιστώσει σε τι βαθμό ο Ραπτόπουλος είναι ικανός να διοχετεύσει εκ νέου, ένα παλιό γλωσσικό υλικό.
Eπιλέγω τη Λούλα επειδή πιστεύω ότι ο λόγος της, ο λόγος του συγγραφέα, παρά το πέρασμα τριών περίπου δεκαετιών εξακολουθεί να διασώζεται ως αξιανάγνωστο λογοτεχνικό σήμα. Θα μου πείτε, ένα βιβλίο που διαθέτει άφθονο ρεαλισμό, στην αρχή μάλιστα θυμίζει καθαρό πορνογράφημα και καταλήγει θρίλερ κανονικό με τη φιγούρα ενός ψυχωσικού άνδρα να κυριαρχεί στις σελίδες του, είναι φυσικό να χρησιμοποιεί και τις ανάλογες εκφορές. Δεν μοιάζει λοιπόν απίθανο σε κάποια από αυτές να διαγνωστεί ας πούμε ριζοσπαστικό γλωσσικό ήθος που καταφέρνει να επιβιώσει μέσα στο χρόνο. Δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Για να παραφράσω μια διάσημη φράση του βιβλίου μπορεί στη γλώσσα του Ραπτόπουλου όταν μιλάει για σεξ, «πάτος να μη υπάρχει» αλλά η Λούλα ξαναδιαβάζεται με απόλαυση όχι μόνο επειδή διεγείρει εκείνο το συγκεκριμένο κέντρο της επιθυμίας. Μιλάω για τον ενιαίο προσωπικό λόγο του Β.Ρ που εμφανίζεται μεν διαβαθμισμένος ανάλογα με το τι καλείται να περιγράψει κάθε φορά αλλ’ όχι διχασμένος. Η γλώσσα της Λούλας στηρίζεται σε μια γραμματική κι ένα συντακτικό αψεγάδιαστης προφορικότητας. Αν ο συγγραφέας δεν διέθετε την ανάλογη δεξιοτεχνία, αυτή η προφορικότητα θα ξέπεφτε σε άνευρη πεζολογία.
Παλαιότερα και με διαφορετική αφορμή είχα εκφράσει εγγράφως τον θαυμασμό μου για τις ραπτοπουλικές παρομοιώσεις. Είναι εκείνο το σχήμα λόγου στο οποίο ο συγγραφέας ασκείται φανατικά σε κάθε του βιβλίο, δίνοντας εξαιρετικά δείγματα τόσο στην απλή όσο και στην εκτεταμένη εκδοχή τους παραπέμποντας όχι σπάνια στη διεξοδικότητα των ομηρικών. Είναι απίστευτη η έμπνευση, η ευρηματικότητα και η τεχνική του Ραπτόπουλου όταν αποφασίζει να συγκρίνει, κυρίως όταν εισάγει στοιχεία μιας καθημερινότητας που μόνο ένας οξυδερκής παρατητηρητής σαν του λόγου του θα φύλαγε σε κάποια γωνιά της μνήμης με την ένδειξη «να χρησιμοποιηθούν σαν». Τι εννοώ:
«Την έτριβε και τη χάιδευε (ενν. την κλειτορίδα της), ανασηκώνοντάς την και μπατσίζοντάς την ελαφρά με τις άκρες των δαχτύλων της, κάνοντάς την να κυματίζει μανιασμένα, όπως όταν χτυπάει ο άνεμος ένα κουρελάκι».
Στην περίπτωση του Ραπτόπουλου ταιριάζει απόλυτα νομίζω η φράση ότι δεν υπάρχει κανενός είδους συστολή που δεν θεώρησε ότι έπρεπε πρόθυμα να θυσιάσει για χάρη της παρομοιαστικής του εικονοποιίας.
Yπαινίχθηκα στην αρχή ότι ο Ραπτόπουλος έχει συχνά δεχθεί επικριτικά σχόλια για την απόφασή του να λέει τις ιστορίες του με όσο το δυνατόν πιο απλά λόγια. Εδώ η μομφή κρύβεται στην απουσία μιας καλλιτεχνικής, ας πούμε, επεξεργασίας που διασφαλίζει στη γλώσσα τη λογοτεχνική της απογείωση.
ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ένας αλλόκοτος δρόμος
και λέξεις γραμμένες στους τοίχους
στις βιτρίνες των μαγαζιών.
Ισπανικές λέξεις
Χυδαίες βρισιές
Ανταύγειες από φλόγες που τρέμουν
μες στη σπασμένη άσφαλτο.
Ένα σύνθημα γραμμένο με κόκκινο σπρέι.
Ισπανικές λέξεις
Χυδαίες βρισιές
Ένα μικροσκοπικό εκκλησάκι σφηνωμένο
ανάμεσα στα μάρμαρα, το χάλυβα.
Ισπανικές λέξεις-χρώμιο
Χυδαίες βρισιές-γυαλί
Το βαρετό παιχνίδι τους.
Προτιμούσε ασυζητητί το άλλο
αυτό που παιζόταν πάνω στο σώμα της.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ
Παρόλο που το πρόσωπό σου
βρισκόταν τώρα απέναντι
αντιμέτωπο μαζί μου
και τα μάτια σου ήταν ανοιχτά
ήταν ανοιχτά τα μάτια σου
εγώ ήμουν ανίκανη
να διακρίνω το βλέμμα.
Ώσπου
οι κόρες των ματιών σου
γυάλισαν φευγαλέα
και τα χείλια χώρισαν μεταξύ τους
μεταξύ τους χώρισαν τα χείλια σου
και το συνένοχο χαμόγελο
–το ίδιο εκείνο που είχα δει κάτω απ’ το νερό–
ζωγραφίστηκε πάνω τους.
ΠΡΙΝ ΧΩΡΙΣΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ
ΤΗ ΦΥΓΗ ΤΟΥΣ
Είναι το γεγονός που αδημονούσε να συμβεί.
Πρώτα τινάζεται προς τα εμπρός
το σώμα
με μιαν αδιανόητη ταχύτητα φυγής.
Κατόπιν
η βαρύτητα λαίμαργα το ρουφάει
όπως ένα πεινασμένο λαρύγγι.
(Έτσι γίνεται σχεδόν πάντα με τις συμφορές.)
ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΜΕΡΑ
Πόσες φορές
πάνω στην κουβέντα
έτυχε να της πει κάτι
που κι αυτός αγνοούσε
δυο στιγμές πριν.
Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν
μια ωραία μέρα
και λούζεται απ’ το φως
της λαμπρής σαφήνειας
το καταχωνιασμένο.
ΚΕΛΙ
Οριζοντιωμένοι
στο κρεβάτι.
Εκεί που βρίσκεται το κεφάλι του ενός
έχει τα πόδια της εκείνη.
Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν
άλλοι που ν’ αγαπάνε τόσο.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
Ήρθες
απ’ το ίδιο μέρος που είχα έρθει κι εγώ
μ’ ένα μαύρο κοντομάνικο
και βήμα διστακτικό και φοβισμένο.
Σε βλέπω
να προσπερνάς τα βουναλάκια με τις μαύρες πέτρες.
Σκέφτομαι
Αυτός ο άνδρας όλο μαύρα φοράει
Δεν θυμάμαι με ποιο βιβλίο του πρωτοξεκίνησα. Θυμάμαι όμως την ακατανίκητη επιθυμία να μεταφέρω σε στίχους φράσεις ολόκληρες, εκεί όπου νόμιζα ότι ακούω μουσική. Ναι, αυτό έκανα. Μετέφερα στιχηδόν, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση ή λεκτική αλλοίωση, αυτούσιες φράσεις από τα μυθιστορήματά του. Με αυτόν τον τρόπο έχουν γραφτεί πέντε ποιήματα. Το πρώτο ποίημα μάλιστα δημοσιεύτηκε σε παλαιότερο τεύχος του περιοδικού ΒΟΟΚ S JOURNAL με την υπογραφή μου. Ήταν ακριβώς τα λόγια του Βαγγέλη Ραπτόπουλου από τις σελίδες 340 και 345 της παλαιότερης έκδοσης της Λούλας. Το αποκαλύπτω σήμερα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο προέκυψαν και τα άλλα τέσσερα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά. Αλλωστε, όπως λέει ένας καλός φίλος, μια μικρή παχνιδιάρικη δόση λειτουργεί πάντοτε σαν άλμη. Συντηρεί το ενδιαφέρον μας. Τη μανία για τον Ραπτόπουλο.
* Με τον Μένη Κουμανταρέα στην Κω (1991;)