Σε σένα απευθύνομαι. Για σένα μου έστριψαν τ’ αρχίδια τα βαριά, ξημέρωμα του Ιούνη– ξέρω πως μόλις κέρδισα την προσοχή σου. Σου μιλώ σε γλώσσα μέλλουσα και μη ξαφνιάζεσαι, οι νεκροί μιλούν όλες τις γλώσσες (και όχι, δεν ανασταίνονται, όσοι το λεν, σκιτζήδες είναι της αιωνιότητας –μην τους ακούς). Μη με υποτιμάς, είμαι γραμματιζούμενος. Από τη νιότη μου μιλάω ιταλικά–So che sei bello– και ξέρω κάπως τους αρχαίους. Στο λέω, εξαρχής, για να με σεβαστείς∙το αίμα μου ίσως δεν φτάνει, στέγνωσε με τα χρόνια.
Λένε, γεννήθηκα στη θάλασσα, δεν τους πιστεύω, όμως. Η μοίρα μου είναι τα βουνά, το χώμα και η λάσπη∙ εξού και γίνομαι πηλός, πηλός συντετριμμένος. Μες στις κοιλάδες παραβγαίνω τα άλογα, παλεύω με τους λύκους. Κοιμάμαι με τα χιόνια των δασών, η ανάσα μου παγώνει, γίνεται σπάθα δίστομη και όποιον πάρει ο χάρος. Κοιμάμαι με τα ανθάκια των αγρών, μνήμη μιας τρυφερότητας γλυκειάς, γι’ αυτό κι αστοχισμένης.
Με τον famosoσυνονόματοδεν έχω κάποια σχέση. Βλέπεις, δεν ξέρω από επιστροφές. Μόνο κοινό μας, των όμορφων οι αγκαλιές και τα παιδιά που σπείραμε, πότε με το σπαθί, πότε με το φιλί.
Θέλω να είσαι του φιλιού.
Το ξέρεις, αγωνίστηκα πολύ. Ενάντια σ’ όλους κι όλα. Ακόμα και στον μικρό μου γιο, το “θάλος το πολυανθές”, που δεν το μύρισα ποτέ. Ένα πλίνθινο χάνι είν’ η δόξα μου και τ’ όνομά μου. Το όνομά σου. Θύμωσα, πρόδωσα και ρήμαξα ζωές. Όμως προχώρησα στον ίσκιο των βουνών, που ένα φου σού κάνει ο αέρας τους και χάνεσαι. Κανέναν δεν προσκύνησα, κανένας Τούρκος ή Αλβανός, μήτε ρωμιός με ορίζει. Γιατί ‘μαι του Ρήγα ψυχογιός, της λευτεριάς λεπίδι. Για αυτό με κυνηγούν, για αυτό με αφορίζουν. Δεν πίστεψα στον τούρκικο θεό, μήτε και τον δικό μας. Ομνύω στους δαίμονές μου, κι είναι πολλοί, ανάθεμα, μ’ ανάστημα και δύναμη μεγάλη. Πέρασα από παράδεισο και κόλαση καυτή, μα δεν φοβάμαι. Τους ξέρω τους μινίστρους, τις σαπιοκοιλιές. Όλους τους μεγαλόσταυρους. Μόνο η μπαμπεσιά τού ισάδερφου μ’ ανταριάζει. Τα πούστικα φερσίματα για τα χρυσά. Όμως, ο χρόνος ξέρει από δίκιο κι άδικο. Σιωπά και σε χαλάει.
Αυτόν προσμένω.
Με βρήκανε δεμένο με τριχιές, μέσα στο αίμα, δίπλα στον ναό. Με μάτια βυσσινιά βασιλεμένα, κοίταζα το ξημέρωμα. Με θάψανε πολλές φορές, τα κοκαλάκια μου, λινά, εαρινά, αντέξανε. Τώρα αναπαύομαι στα χώματα της μάνας. Όσο για τον θησαυρό, τίποτα δεν υπήρχε. Μόνο το δαχτυλίδι το χρυσό με τ’ όνομα, το δαφνοστολισμένο.
Θα σε φιλώ πάντα γλυκά
Οδυσσέας Ανδρούτσος
(Αυτό σ’ αφήνω μοναχά.
Νοιάξου, μη γίνει στάχτη).
* Η Αγγελική Πεχλιβάνη είναι φιλόλογος-ποιήτρια