Γιάννης Στεφανάκις, Διακόσια χρόνια μετά, 2021, Μονοτυπία ξυλογραφία και ξυλομπογιά 33×57
(I)
Εκείνο τον καιρό παίρναμε το τρένο. Κάθε χωριό και σταθμός. Κι ήταν πολλά τα χωριά στον κάμπο. Πηγαίναμε στον Αετό κάθε καλοκαίρι. Κεφαλοχώρι με πλούσια νερά και πλατάνια. Συνήθως ταξιδεύαμε αρχές Ιουλίου. Αποφεύγαμε τη μεγάλη ζέστη της Καλαμάτας. Αρχικά μέναμε στο παλιόσπιτο του παππού, ένα πέτρινο κτίσμα που ξέμεινε στ` ολοκαύτωμα του χωριού από τους ναζί. Μικρό παιδί χάζευα τ` άλογα και τους ζευγολάτες. Τρύπωνα στα ερειπωμένα σπίτια. Ο τόπος με γέμιζε απορίες. Λίγο πριν πέσει σκοτάδι η γιαγιά άναβε τη λάμπα. Ήταν την ώρα που ο γείτονας έπιανε τη φλογέρα και ο τυφλός παππούς, με κρασί κόκκινο, έλυνε τις απορίες μου. Θυμάμαι πως ζύγιζε πάντα τα λόγια του. Έβλεπα το χέρι του ν` ακολουθεί το ρυθμό της φλογέρας. Πίστευε πως οι καλές φλογέρες γίνονται από καλάμι. Βγαίνει, έλεγε, καλύτερα ο αέρας. Πολλά χρόνια αργότερα, παραμονές πριν πάω στο στρατό, συνάντησα μια Κυριακή μεσημέρι στην Δραπετσώνα τον Βάλλια. Είχε έρθει από το Κρασνοντάρ. Έζησε από κοντά τ` αντάρτικο, στη Βίνιανη και στ` Άγραφα. Παρατηρούσα επίμονα τη “φλογέρα του τσοπάνη”. Πριν φύγω με συμβούλεψε να πάρω χαρτί και μολύβι, να γράψω τις ιστορίες που μίλαγε ο παππούς.
17 του Μάρτη 1821
Έβρεχε όλη μέρα. Η γη μύριζε σχίνο, αγριελιά και σφενδάμι. Στη βαθιά, στενή χαράδρα του ποταμού κατέβαινε άγριο το νερό. Συναντούσε χείμαρρους και παραπόταμους, έφθανε στο Χάνι του Λαγού κι από εκεί στο Λιθωμένο Φίδι. Με την ίδια αγριάδα συνέχιζε, γλύφοντας τους πρόποδες του Κάστρου. Συνέχιζε μέχρι την παραλία. Άφριζε το ποτάμι, παρασύροντας όσα βρίσκονταν μπροστά του. Ακόμα και δέντρα ξερίζωνε. Ξυπνούσε τον κόσμο ο αχός. Λύγιζαν από τον
αέρα οι δάφνες στις όχθες του. Πνίγονταν απ` το νερό οι καλαμιές. Πριν χαθεί στη θάλασσα άφηνε μικρές λίμνες και βούρκους. Γιγάντωναν οι ψάθες, οι καλαμιές και τ` αγριοκάλαμα. Όταν έβγαινε ήλιος και το ποτάμι ημέρευε, οι βοσκοί έκοβαν καλάμι κι` έφτιαχναν φλογέρες. Άκουγε ο κάμπος το τραγούδι τους : “…Πείσμωσα, την έδιωξα, στα βουνά την έστειλα, στα βουνά τα πετρωτά, στα μολυβοσκεπαστά…”
(II)
Μικρό παιδί είχα ακούσει ιστορίες πολλές για την Μάλτα. Οργίαζε η φαντασία μου. Δεν είχα ποτέ σκοπό να γίνω ναυτικός, όμως ήθελα το κύμα να με βγάλει σε τούτο το βράχο. Πριν από κάτι χρόνια, στο δρόμο της επιστροφής από τη Σικελία, είπαμε με την Μαρία να μείνουμε στην Μάλτα. Ήταν πολλοί οι Έλληνες που, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, πήγαν στη Μάλτα. Στην Βαλέτα έχτισαν τον ναό του Αγίου Νικολάου. Έλληνες από την Ρόδο, έφτασαν με το τάγμα των Ιπποτών, κι έχτισαν το ναό. Δυο αιώνες αργότερα, παραμονές της επανάστασης, Έλληνες από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο ίδρυσαν το ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βαλέτα. Είχαμε ακούσει για τις πολύτιμες εικόνες και τα κειμήλια του ναού. Ήταν απόγεμα, μύριζε ο δρόμος υγρασία. Πλησιάζαμε το ναό εξαντλημένοι από τη ζέστη και από την κουβέντα μου για τον Αθανάσιο Κυριακό. Έμπορο από την Καλαμάτα, που λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση ρίζωσε στη Μάλτα. Εκεί συνάντησε τον Παπάφη. Είχε αφήσει το εμπορικό του θειού του στην Αλεξάνδρεια για ν` ασχοληθεί στη Βαλέτα με την τροφοδοσία του αγγλικού στόλου.
18 του Μάρτη 1821
Μαύρος ο ουρανός. Το βουνό πνιγμένο στην πάχνα. Φυσούσε στο τρομερό μπογάζι του χωριού. Πάγωνε το νερό στη ρεματιά, κρύωναν τ` αμπέλια. Τα φύλλα έγραφαν κύκλους πάνω από τα σπίτια. Κάτι τιτιβίσματα πουλιών ψηλά στον γερο-πλάτανο χάνονταν στον αέρα. Ψυχή στο δρόμο δεν υπήρχε. Μόνο τ` απόγεμα έσπασε η σιωπή. Πάνω στο πέτρινο γιοφύρι περνούσαν νοματαίοι απ` τα σαμπάζικα, άλλοι απ` τα βασιλικά γεράκια. Χωριά που δεν προσκυνούσαν τούρκο. Από κάτω θέριευε το νερό. Επήραν το δρόμο για το μοναστήρι. Το σύννεφο άφηνε μια σκιερή σκοτεινιά στο λόφο. Δεν πέρασε ώρα και οι καβαλάρηδες ξεπέζεψαν τ` άλογα. Άνοιξε η μεγάλη πόρτα, άπλωσε τα χέρια ο γούμενος. Δίπλα του ο Παγώνης, γραμματικός του Πετρόμπεη. Φαινόταν γίγαντας με
μαύρα μαλλιά. Είχε σπουδάσει στην ξακουστή Σχολή του Μελέ. Λένε πως έσωσε το κεφάλι του Νικηταρά. Τώρα τον είχε πάλι μπροστά, στον χωριό του. Σε τούτο το ξακουστό σταυροπηγιακό μοναστήρι με τα δυο σιγίλλια, στη Μεγάλη Αναστάσοβα. Ο γραμματικός έγνεψε με το χέρι κατά πως κοιτά το Μαρδάκι τη θάλασσα της Καλαμάτας. Ύστερα αγκάλιασε τον Νικηταρά. Και τους άλλους εταιρικούς, τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και τον Κεφάλα. Καθώς πήγαιναν στην τράπεζα, ο Νικηταράς έβγαλε απ` το στήθος του το βρεμένο πόσι. Από χθες φύσαγε γαρμπής, μουρμούρισε ο Παγώνης, έφερε βροχή στην Τσίμοβα την ώρα που υψώθηκε το λάβαρο. Ο παπάς του χωριού ευλόγησε τα όπλα. Ύστερα ρώτησε τον Νικηταρά για το φορτίο. Αν όλα πήγαν καλά κάτω από τη Σέλιτσα, στο λιμάνι του Αλμυρό, με τό καράβι του Μέξη απ` τ` Αϊβαλί. Ο Νικηταράς έλεγε πως το έκρυψε καλά και πως έρχεται στην Καλαμάτα από την Καρδαμύλη ο Κολοκοτρώνης μαζί με τους Τρουπάκηδες και τους Μούρτζινους. Και ο Πετρόμπεης, συμπλήρωσε ο Παγώνης, έφθασε χθες την Τσίμοβα στις Κιτριές.
(IΙΙ)
Μεγάλο το λιμάνι στο Λιβόρνο. Δίπλα απλώνεται το ποτάμι. Πόλη όμορφη με πύργους πολλούς, οχυρά και τείχη από την εποχή των Μεδίκων. Εδώ Έλληνες έμποροι φέρνουν λάδι, μετάξι, μπαχαρικά και αρώματα. Εισάγουν σιτάρι από τη Ρωσία. Όταν ιδρύθηκε το Εμπορικό Επιμελητήριο της πόλης, Έλληνες έγιναν πρόεδροι. Ανάμεσά τους ο Παναγιώτης Πάλλης, από τη Βέλλιανη της Ηπείρου. Η κόρη του η Αγγελική, ήταν λόγια και ποιήτρια. Στο σπίτι της γίνονταν φιλολογικές συναντήσεις. Είχε εκδώσει τον «Θυέστη», όταν την γνώρισε ο Κυριακός. Στο πρώτο του ταξίδι, από την Μάλτα στο Λιβόρνο, γνώρισε στο σπίτι της τον Ιωάννη Σταματάκη. Τότε τους πρωτομίλησε για τον Παγώνη. Πως μαθήτευσε κοντά στον σοφό Μάξιμο, μαθητή του Ευγένιου Βούλγαρη. Και ότι ήταν γραμματικός του Πετρόμπεη. Με την Αγγελική κράτησαν επαφή. Αρχές του Φλεβάρη του `21 έστειλε το γράμμα στην Αγγελική. Ο Παγώνης, της έλεγε, έγγραψε τον Γενάρη την επιστολή του Πετρόμπεη για τους ομογενείς που κρατά στα χέρια του ο Σταματάκης: «…να έχετε όσοι φιλογενείς διατρίβετε εις τα αυτόθι προσεκτικόν δια να συντρέξετε όλαις δυνάμεσι προς εκλπήρωσιν του ιερού σκοπού».
20 του Μάρτη 1821
Άφησε ο Νικηταράς τη Μεγάλη Αναστάσοβα, τραβώντας για το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Τον περίμενε ο Παπαφλέσσας που είχε φέρει συγγενείς και χωριανούς του. Πάνω, γαλάζιος ο ουρανός. Ούτε ένα σύννεφο. Κοίταζαν και οι δύο από ψηλά την Καλαμάτα, το ποτάμι που ήσυχα έγλυφε τη γη. Και ο κάμπος, απέραντο πράσινο της ελιάς. Απομεσήμερο έφθασαν με τ` άλογα ο γερο-Μητροπέτροβας, ο Κεφάλας και οι Μπουραίοι. Πήραν χαμπάρι οι Τούρκοι της πόλης τη σύναξη. Έπιασαν τον βοεβόδα, τον Αρναούτογλου. Έβαλαν ψύλλους στ` αυτιά του. Πάνω στον τρόμο του φυλάκισε τους πρόκριτους. Είναι “κλέφτες”, του είπαν. Την άλλη μέρα ο βοεβόδας ζήτησε από τον Πετρόμπεη βοήθεια. Να τον προστατέψει από τους “κλέφτες” που συνάχτηκαν στο μοναστήρι και φοβέριζαν την πόλη. Ο Πετρόμπεης τον κοίμισε. Έστειλε τον γιο του, τον Ηλία με 150 Μανιάτες πολεμιστές.
22 του Μάρτη 1821
Όλη μέρα γυρόφερνε έξω από την πόλη ανάμεσα στα λιόδεντρα ο Πετρόμπεης με τους Μανιάτες. Και από κοντά, ο Κολοκοτρώνης με τον Αναγνωσταρά και τους Μούρτζινους. Από τον Αρμυρό έφθασαν οι Καπετανάκηδες, από τον Κάμπο ο Κουμουνδουράκης. Έστειλαν πεσκέσι στον βοεβόδα, τον καθησύχασαν. Ήρθαν πιο πολλοί να βοηθήσουν τους Τούρκους, ν` απαλλαγεί η Καλαμάτα από τους “κλέφτες”. Κάποιοι έπιασαν τα σπίτια του Ζάρκου, του Τζάνε και του Κυριακού. Ὁ Ηλίας έστειλε μήνυμα στον πατέρα του να ειδοποιήσει ὅλα τά καπετανάτα νά πλακώσουν στήν Καλαμάτα. Όλοι περίμεναν τη μεγάλη ώρα. Στα τελευταία σπίτια της πόλης, χτισμένα κολλητά, άναψαν κεριά. Έξω μύριζε νύχτα της Άνοιξης
23 του Μάρτη 1821
Νωρίς το πρωί τρέχουν οι πολεμιστές όσο βαστάνε τα πνεμόνια τους. Μπαίνουν στην Καλαμάτα. Περνώντας από μπαξέδες, θάμνους και κήπους σπιτιών, πιάνουν τη φρουρά των Τούρκων στον ύπνο. Η καρδιά τους σπάει από χαρά. Κυκλώνουν το σπίτι του Αρναούτογλου. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης τον πλησιάζει. Του ζητά να παραδοθεί. Κατάλαβε την παγίδα που στήθηκε. Τη μια στρίγγλιζε, την άλλη φλυαρούσε. Ανταριασμένος σήκωσε το άδειο ποτήρι, με δύναμη το πέταξε στα μαύρα σανίδια. Κάποια κομμάτια σφηνώθηκαν στον τοίχο. Μετά σιωπή. Είχε έρθει το τέλος. Ανήμπορος ν` αντισταθεί, παράδοσε την Καλαμάτα με πρωτόκολλο στους επαναστάτες. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε. Όλη η πόλη γύρω από τους Αγίους Αποστόλους. Μονολογούσε ο Κολοκοτρώνης κοιτώντας το πλήθος «…είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες οπού όλοι με τας εικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις· – Μου ήρχετο να κλαύσω… από την προθυμίαν ̕που έβλεπα. – Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε…».Πέρασαν κάτι ώρες όταν συναχτήκαν οι οπλαρχηγοί στο σπίτι του Κυριακού. Άρχισαν τις κουβέντες. Άναψαν φωτιά. Έφεγγε το μεγάλο δώμα. Έφταναν στ’ αυτιά τους λαούτα, νταούλια, ζουρνάδες ταμπουράδες και φλογέρες. Τα τραγούδια και οι χοροί του κόσμου. Αποφάσισαν την ίδρυση επαναστατικής επιτροπής. Την ονόμασαν Μεσσηνιακή Γερουσία. Άλλοι την είπαν Μεσσηνιακή Σύγκλητο. Ανάθεσαν την ηγεσία στον Πετρόμπεη. Ο οπλαρχηγός φώναξε τον Παγώνη. Του ζήτησε να φέρει τις σημειώσεις του Ηπίτη. Να τις μελετήσεις καλά, του είπε, πριν στείλουμε την προειδοποίηση στις ευρωπαϊκές αυλές.
(IV)
Ο παππούς ήξερε καλά την ιστορία. Ζήτησε κι` άλλο κρασί, στρίβοντας αργά τσιγάρο. Έφτανε στο πέτρινο σπίτι η βοή του νερού από το μύλο και η γλυκιά λαλιά της φλογέρας. Ο Πετρόμπεης, μου είπε ο παππούς, δεν είχε στο μυαλό του μόνο τις αυλές. Ήθελε στον αγώνα και τους ξενιτεμένους. Γνώριζε πως ο Παγώνης είχε σχέσεις μαζί τους. Ήταν ο άνθρωπος που εμπιστευόταν. Το σκέφθηκε καλά. Και το πρωί, μετά τη δοξολογία, τον κάλεσε να συντάξει άλλη μια προκήρυξη. Σαν εκκρεμές πηγαινοερχόταν ο Παγώνης στο μικρό δωμάτιο. Το βράδι άρχισε να σκαλίζει το χαρτί. Μόλις έπιασε την πένα σκέφθηκε τον Κυριακό. Τον είχε γνωρίσει πριν εκείνος φύγει για την Μάλτα. Τους έδενε βαθιά εμπιστοσύνη. Σε αυτόν θα πήγαινε η επιστολή. Από τη Μάλτα θα ταξίδευε για το Λιβόρνο. Κατευθείαν στο σπίτι της Αγγελικής Πάλλη. Νωρίς το πρωί είπε τη σκέψη του στον Πετρόμπεη. Συμφώνησε να στείλουν την προκήρυξη στη Βαλέτα. Να κάνουν τον Κυριακό «επιστάτη πληρεξούσιο». Εκείνος μετά θα κανόνιζε την πορεία για το Λιβόρνο. Μαζί με μια φλογέρα, δώρο του Πετρόμπεη για την Αγγελική.
31 Μαρτίου του 1821
«Προς τους φιλογενείς Έλληνας τους εν τη Λιβόρνω και Πίζα κατοικούντας….προσκτησάμενοι και ημείς οι την Μεσσηνίαν και Σπάρτην κατοικούντες ηγεμόνα και αρχιστράτηγον των στρατευμάτων μας τον αξιοπρεπέστατον άνδρα Μπέην της Σπάρτης Πετρόμπεγην Μαυρομιχάλην…. Οι εκ της νεοσυσταθείσης Συγκλήτου της Μεσσηνίας αδελφοί Αναστάσιος Κορνήλιος, Αθανάσιος Δ. Κυριακός, Πανάγος Αλεξίου Λογοθέτης, Ιωάννης Κ. Κυριακός, Γιαννάκης Ψάλτης, Πανάγος Πικουλάκης, Πανάγος Ψάλτης, Πανάγος Ζαρκόπουλος, Σπύρος Αντωνόπουλος, Γεώργιος Παγωνόπουλος, Ιωάννης Ηλιού Τζάνε, Γιαννάκης Π. Κυριακός και Δημήτριος Ρεμπούς…»
(V)
6 του Μάρτη του 1875
Το Δημοτικό Συμβούλιο του Λιβόρνο εξέδωσε ψήφισμα για την « πλέον ένδοξο γυναίκα που είχε το Λιβόρνο που θαυμάστηκε από τους εξοχότερους άνδρες, Ιταλούς και ξένους, για τις αρετές, τη μεγαλοφυΐα και την ευγενική της ψυχή». Η πόλη την τίμησε με εκδηλώσεις γενικού πένθους. Ο παππούς πίστευε πως την έθαψαν μαζί την φλογέρα του Πετρόμπεη.
* Ο Κώστας Γουλιάμος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος. Τέως Πρύτανης Ευρωπαικού Πανεπιστημίου Κύρπου. Τακτικό Μέλος της Ευρωπαικής Ακαδημίας Επιστημών & Τεχνών