Γιάννης Στεφανάκις, Ο λόγιος και οι σημαίες της επανάστασης, 2021, Μονοτυπία ξυλογραφία και μικτή τεχνική,50×70
[Στη δεξιά άκρη του σκηνικού ένα μπαούλο, ένας σοφράς με μια στοίβα βιβλία, λίγα μαξιλάρια στο ξύλινο πάτωμα ριγμένα σε ψάθα και μια μπατανία κρεμασμένη στον τοίχο. Στην άλλη άκρη, στ’ αριστερά της σκηνής, ένα τραπέζι καφενείου με μια μποτίλια κατοδραμίτικη, ένα ποτήρι και δυο καρέκλες. Στον κεντρικό τοίχο, ως φόντο, απέναντι απ’ τους θεατές, δύο σειρές με έργα εικαστικά: ελαιογραφίες, λιθογραφίες, ξυλογραφίες, χαλκογραφίες, χαρακτικά, υδατογραφίες. Μια γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας κάθεται σ’ ένα μαξιλάρι δίπλα στον σοφρά κρατώντας ένα βιβλίο.]
[Διαβάζει.] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος δεύτερος, γράμμα βήτα. Λήμμα «Βασιλική, κυρά-». «Επάγγελμα: Ευνοούμενη». [Βγάζει ένα γέλιο περίεργο, ειρωνικό, που κόβεται απότομα.] «Επώνυμο Κονταξή – Κίτζου ή Κίτσου. Πλησιβίτσα Φιλιατών, 1789 – Αιτωλικό, 1834. Ονομαστή για την ομορφιά της ευνοουμένη του Αλή πασά Τεπελενλή και πιθανόν σύζυγός του. Υπήρξε κόρη του προύχοντα της Πλησιβίτσας Φιλιατών Ηπείρου Κίτσου Κονταξή και αδερφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου…». Κι από δίπλα η φωτογραφία μιας χαλκογραφίας. «Κυρά-Βασιλική, Η ευνοουμένη του Αλή Πασά. Έργο αγνώστου, μεταξύ 1822 και 1825». Να, κείνη κει πίσω. [δείχνει προς μία χαλκογραφία που είναι κρεμασμένη στον τοίχο απέναντι από τους θεατές.] Στην κάτω σειρά, τρίτη από αριστερά.
[σηκώνει το βλέμμα της απ’ το βιβλίο και κοιτάζει προς το κοινό] Εγώ θ’ άρχιζα αλλιώς. Λίγο πιο δραματικά. «Με λένε Βασιλική». Ή κάπως έτσι. Θα άρχιζα. Αν μπορούσα. Εννοώ, αν μου επιτρεπόταν. Να με ονοματίσω. Να με περιγράψω. Να με διηγηθώ. Να μιλήσω, τέλος πάντων, εγώ για μένα. [Τονίζει το «εγώ».] Ίσως ξεκινούσα κάπου απ’ τη μέση, σε ώρες χαρούμενες, για να προβάλω την αντίθεση μ’ αυτά που ακολούθησαν. Να, όταν κρεμούσαν, για παράδειγμα, στην κάμαρά μου αντίς για μπερντέδες, το χρυσοΰφαντο ύφασμα απ’ την Ωραία Πύλη τ’ Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Δώρο κι αυτό του Αλή για το γάμο μας. Μαζί με τα διαμάντια που φέραν απ’ την Ιταλία, για να στολίσουν τα φορέματά μου.
Ίσως πάλι το ‘πιανα απ’ το τέλος. [Σηκώνει από τον σοφρά ένα κιτρινισμένο έγγραφο. Διαβάζει.] «Ληξιαρχική Πράξις Θανάτου». «Απέθανεν η κυρά Βασιλική Κίτζου από δυσεντερίαν, οπού ήταν η ασθένειά της, ετών σαράντα πέντε, μετασχούσα των αχράντων μυστηρίων της θείας μεταλήψεως και ετάφη κατά την συνήθη εκκλησιαστικήν τάξιν εν τη εκκλησία των Ταξιαρχών. Εν Αιτωλικώ, τη ενδεκάτη Δεκεμβρίου 1834. Μελέτιος ιερεύς». Τι άδοξος θάνατος κι αυτός! Απ’ το νερό που ήπια στα Γιάννενα, όταν έψαχνα, λέει, την κρύπτη με τους θησαυρούς του Αλή. Αυτό που τόσα χρόνια με πότιζε, με έπλενε, με έλουζε, αυτό μου ‘δωσε τη χαριστική βολή. Σα να ζητούσε εκδίκηση. Που δεν πέθανα μαζί με κείνον. Τότε που είχε διατάξει τον Θανάση τον Βάγια, τον μπιστικό του, να με απαλλάξει με το βόλι του κι εμένα απ’ τα βάσανα. Μπορεί να μην ήταν σκέψη φιλευσπλαχνίας στα στερνά του. Μπορεί απλά να ‘χε τον φόβο να πεθάνει μόνος. Ή και να ζήλευε. Κολλημένος κατάσαρκα πάνω μου στη ζωή, να ‘θελε να με σύρει και στο θάνατο κατόπι του. [Παίρνει ένα βιβλίο από τον σοφρά. Διαβάζει.] Σπυρίδωνος Π. Αραβαντινού, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού. «Εξηντλημένος και ψυχορραγών εκάλεσε τον Βάγιαν, τον μετά τινών άλλων πυροβολούντα έτι εκ των παραθύρων, και παρήγγειλεν αυτόν δια θνησκούσης φωνής να φονεύση την εις το παρακείμενον δωμάτιον καταφυγούσαν Βασιλικήν».
Ο Βάγιας όμως δεν το ‘κανε, τελικά. Με βρήκαν, λέει, σε μια σπηλιά εκεί κοντά, όπου είχα καταφύγει έντρομη. Αιχμαλωτίστηκα. Με έστειλε ο Χουρσίτ στην Πόλη, στον σουλτάνο. Μόνη όμως ο άντρας μου πάλι δεν μ’ άφησε. Ήρθε κι αυτός. Έστω ένα κομμάτι του. [Παίρνει από τον σοφρά άλλο βιβλίο. Μεταφράζει απ’ τα αγγλικά.] Robert Walsh, γραμματέας της Βρετανικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. «Στις 19 Μαρτίου, λίγο μετά την έκθεση του κεφαλιού του συζύγου της, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη σε έναν αραμπά, Τουρκική άμαξα, δηλαδή, που έσερναν βουβάλια, και την έστειλαν υπόκράτηση στην οικία του Πατριάρχη, που κατέστη υπεύθυνος για την ασφάλειά της. Εκεί την είδα κι εγώ, αμέσως μετά. Είναι μια ωραία γυναίκα, ηλικίας περίπου 35 ετών, εξαιρετικά ελκυστική και κομψή. Ποτέ δεν βγαίνει έξω από τα διαμερίσματά της, παρά μόνον για να διασχίσει την αυλή προς την πατριαρχική εκκλησία, όπου συνεχώς συμμετέχει στη λειτουργία. Και τότε φορά πάντα πυκνή καλύπτρα. Ως προς τον χαρακτήρα της, πάντοτε υπήρξε δίκαιος και προσηνής. Ήταν πιστή σύντροφος του Αλή, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, κι ασκούσε ισχυρή επίδραση, πάντα για την υπηρεσία και το όφελος άλλων ανθρώπων».
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η καλύτερη αρχή της ιστορίας μου. Σίγουρα όχι με το τίνος κόρη, ποιανού αδερφή, τίνος ερωμένη ήμουν. Μπορεί και ν’ άρχιζα με μιαν εικόνα: στο χωριό μου, την Πλεσιβίτσα, εγώ κοριτσόπουλο, να βαδίζω ανέμελα στα καλντερίμια. Γιατί πού να ‘ξερα τότε. Σάμπως ξέρει κανείς τα ντέρτια που του ‘χει γραμμένα η ζωή. [Παύση, ακούγεται χαμηλόφωνα παραδοσιακή μουσική που σταδιακά εξελίσσεται σε ανατολίτικο σκοπό. Φαίνεται να αφαιρείται για λίγο, συνέρχεται όμως γρήγορα.] Σάματις, τι σημασία έχει από πού θα άρχιζα εγώ. Άλλοι ανέλαβαν. Αυτόκλητοι. Τα δικά τους κιτάπια σώθηκαν. Πώς μ’ είδαν, πώς με φαντάστηκαν, πώς μ’ έπλασαν, αυτό έμεινε μόνο. Πώς τη ματιά τους και την πεθυμιά τα έκαναν εικόνες [δείχνει τους πίνακες που είναι κρεμασμένοι στον τοίχο] κι ιστορίες. [Σηκώνει ένα βιβλίο πάνω απ’ τον σοφρά, το ανοίγει, το φυλλομετρά μέχρι να βρει τη σελίδα που θέλει.]
O κυρ’ Θανάσης ο Λιδωρίκης, ο σφραγιδοφύλακας του Αλή, γράφει στα Απομνημονεύματά του ότι απ’ όλες τις γυναίκες στο χαρέμι, αγορασμένες οι πιο πολλές, [ξεκινά την ανάγνωση] «προπάντων ηγάπα και ελάτρευε την Βασιλικήν, χριστιανήν εκ Πλεσσοβίτσας της Τσαμουριάς, την οποίαν νέος ών είχεν αγαπήσει και έλαβε μεθ’ εαυτού κοράσιον μικρόν. Την είχε μαζί του και την ανέτρεφεν εις το Παλάτιον, τοσαύτην δε κλίσιν και αγάπην είχε προς αυτήν, ώστε άμα η Βασιλική έγινε δεκαοκταέτις περίπου την εστεφανώθη κατά το τουρκικόν έθιμον. Εθεωρείτο ως νόμιμος γυνή του. Την απέκρυπτεν από παντός όμματος, ώστε και εγώ ο τοσούτον εμπιστευμένος ουδέποτε ηξιώθην ίνα την ιδώ».
Κι όσο δε μ’ έβλεπαν, τόσο περίσσευαν οι φήμες κι οι διαδόσεις· τόσο συμπλήρωναν την άγνοιά τους με εικασίες, που μέρα με τη μέρα έπαιρνα σάρκα και οστά, τη δική μου σάρκα και τα δικά μου οστά σχημάτιζαν, πλάθοντάς τα όπως οι ίδιοι βούλονταν. Κι έχτιζαν κομμάτι κομμάτι, κόκκαλο κόκκαλο, την ιστορία μου, μπαουλάκι περίτεχνο μέσα στην ιστορία του Αλή. [Παίρνει άλλο βιβλίο. Διαβάζει αργά και με στόμφο] Σπυρίδωνος Π. Αραβαντινού, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή: «[…] εν μέσω των ηδονών του χαρεμίου και των διαβατικών αυτού ερώτων, ο Αλής ετρώθη υπό αληθούς έρωτος και, ως ο Ηρακλής εις τους πόδας της Ομφάλης, προσέπεσε και ούτος εις τους πόδας ωραίας και θελκτικής γυναικός, γέρων ήδη, και εμαλάχθη υπό των θελγήτρων αυτής ο σκληροτέραν και χάλυβος έχων καρδίαν. Η γυνή ήτις κατώρθωσε να καταστήση τον Αλήν υποχείριον, ήτο η Κυρά Βασιλική».
Αυτός Ηρακλής, εγώ Ομφάλη. Κείνος θηρίο, δαμάστρια εγώ. Ατσάλι πού ‘λιωνε στο δικό μου το καμίνι. Το πώς μ’ απέκτησε τ’ ασλάνι των Ιωαννίνων – ή πώς εγώ απέκτησα αυτόν – διαφέρει από διήγηση σε διήγηση. Είτε με άρπαξε μια μέρα που οι δικοί μου έλειπαν, με τη βοήθεια μιας θειας μου, είτε εγώ η ίδια γονατιστή τον παρακάλεσα να λυπηθεί τους χωριανούς μου, να σώσει τον πατέρα μου απ’ τη σφαγή. Πάντως όλοι τους συμφωνούν ότι [συνεχίζει την ανάγνωση] «αναπτυσσομένη εν χάριτι και καλλονή πεπροικισμένη δε υπό νοημοσύνης και συνέσεως, προσείλκυσε ταχέως την προσοχήν του Αλή και εγένετο εκούσα άκουσα η κατ’ εξοχήν ευνοουμένη αυτού». [τονίζει ιδιαίτερα τη μετοχή, ώστε να κάνει σαφή τη σύνδεση με το «Επάγγελμα: Ευνοουμένη» της αρχής]. «Κατώρθωσεν όμως δια της επ’ αυτού ισχύος της παρ’ όλας τας επιμόνους αυτού και των οικείων του παροτρύνσεις, ου μόνον το θρήσκευμα αυτής να τηρήση, αλλά και μικρόν οίκον ευκτήριον να εγκαταστήση εν τω γυναικωνίτη του Αλή, όπου και ιερεύς ήρχετο και ιερούργει». [Σταματά την ανάγνωση και συνεχίζει να αφηγείται, κοιτώντας προς τους θεατές με βλέμμα απλανές και λίγο απόκοσμο.]
Είναι ωραία αυτή η σκηνή. Ήταν τότε που ‘χε αποφασίσει ο Αλής να με παντρευτεί κι είχαν πέσει όλοι τους, σύμβουλοι, γιοι, γυναίκες, να μ’ αναγκάσει ν’ αλλαξοπιστήσω. Τότε εγώ μπαίνω μια μέρα, λέει, στα δώματά του, μαυροφορούσα, μ’ έναν μακρύ μαύρο σταυρό στο λαιμό μου να κρέμεται. Γονυπετής, «μόνο το σώμα μου είναι δικό σου», του λέω με θάρρος, «ολόκληρη η ψυχή μου ανήκει στον Θεό των πατεράδων μου, κι ούτε ανθρώπου δύναμη καμιά μπορεί να μ’ αποσπάσει. [Συνεχίζει την ανάγνωση.] «Ήτο δε τόσω θελκτικωτάτη εν τη μελανείμονι περιβολή η καλλονή αυτής, ώστε ο Αλής εν γοητεία διατελών ανήγειρεν αυτήν και θέσας επί των γονάτων του την ησπάσθη και διαβεβαίωσεν, ότι είναι ελευθέρα να λατρεύη τον Θεόν των πατέρων της».
[Αφήνει το βιβλίο στον σοφρά.] Η ισχύς που είχα πάνω του έμεινε παροιμιώδης. Μέχρι τραγούδι έγινε. [Ακούγεται το: «Βασιλική προστάζει, Βεζύρη Αλήπασα, /βάλε φωτιά στα τόπια, κάψε τα Γιάννενα».] Μπόρεσα έτσι να γλιτώσω απ’ το θάνατο ένα σωρό ψυχές. Για τις φιλανθρωπίες μιλούσε όλος ο ντουνιάς. Φάγαν ψωμί απ’ τα χέρια μου πολλοί. Μιλιούνια ολόκληρα ευεργέτησα. Όμως, τους τύπους πάντα τους κρατούσα. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα. Κυρά ήμουν, αλλά μαζί και σκλάβα. Το ’12, όταν ο ξακουστός γιατρός και συγγραφέας Sir Henry Holland είχε βρεθεί στα Γιάννενα και ήρθε στο σαράι, θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά μου. [Παίρνει άλλο βιβλίο, μεταφράζει απ’ τα αγγλικά.]: «Η ευνοούμενη του Αλή Πασά αυτή τη φορά ήταν ένα κορίτσι απ’ την Αλβανία, νέο και με μεγάλη ομορφιά. Σημάδι της υπεροχής της στο Χαρέμι ήταν το πιο πολυτελές φόρεμα που φορούσε. Όμως αυτό δεν της έδινε το δικαίωμα να αρνηθεί τους βαθείς τεμενάδες στις γυναίκες του Μουχτάρ ή του Βελή Πασά, όταν οι κυρίες αυτές επισκέπτονταν το Χαρέμι του πεθερού τους».
[Κρατώντας ακόμη ανοιχτό το βιβλίο, μονολογεί.] Μα μόνοι όταν ήμασταν, έκλινε, λέει, το γέρικο κεφάλι του, αυτό που αργότερα το εξέθεταν στην Πόλη επί πίνακι –θαρρείς πως τον ταπείνωναν, μα πιο πολύ απ’ το φόβο τους, να είναι σίγουροι πως πέθανε– αυτό το γέρικο κεφάλι στην αγκαλιά μου έγερνε στον χειμωνιάτικο οντά, κι ώρες ολόκληρες ακίνητος ξεχνούσε όλον τον άλλον κόσμο. [Φως προβολέα πέφτει πάνω στο χαρακτικό του Alexandre – Marie Colin «Ο Αλής στα γόνατα της Βασιλικής».] Μόνο εκεί μπορούσε λίγο ν’ αποκοιμηθεί. Μόνον εδώ [χαϊδεύει τους μηρούς της, ενώ σιγά σιγά το χέρι της κινείται προς την κοιλιά] κι ας μην κατόρθωσα ποτέ να του χαρίσω αυτό που τόσο θέλησε από μένα.
Φρόντισαν, όμως, κάποιοι και γι’ αυτό, παράπονο δεν έχω. [Αφήνει το βιβλίο που κρατά και παίρνει στα χέρια της ένα άλλο. Διαβάζει.] «Ο Κόμης του Μοντεχρίστου, μυθιστόρημα Αλεξάνδρου Δουμά». Γράψαν, λοιπόν, ότι ο Αλής απέκτησε από μένα μία κόρη, την όμορφη Χάιδω. Μετά την καταστροφή κατέληξε σκλάβα κι αγοράστηκε στα παζάρια της Πόλης. Προσέρχεται αυτή στο δικαστήριο, για να συντρέξει τον σωτήρα της. «Είμαι η Χαϊδή, η κόρη του Τεβελενλή Αλή Πασσά των Ιωαννίνων», βεβαιώνει θαρραλέα ενώπιον των δικαστών, «και της φιλτάτης του γυναικός Βασιλικής». Προσκομίζει μάλιστα και το συμφωνητικό της αγοράς της από τον δουλέμπορο: «Εγώ, Ελκομπίρ, δουλέμπορος και προμηθευτής του γυναικώνος της Α.Μ. του Σουλτάνου ομολογώ ότι έλαβα παρά του φράγκου άρχοντος κόμητος Μοντεχρίστου, μίαν σμάραγδον αξίας ενός εκατομμυρίου, δια να την παραδώσω εις τον υπέρτατον αυτοκράτορα, ως τιμήν συμφωνηθείσαν μιας νέας ένδεκα ετών χριστιανής δούλης, ονομαζομένης Χαϊδής, και αναγνωρισμένης κόρης του μακαρίτου Αλή Τεβελενλή, Πασσά των Ιωαννίνων, και της παλλακίδος του Βασιλικής». Μ’ αρέσει πολύ η ιστορία αυτή! Το τέλος της… [Χαϊδεύει ξανά με απαλές κινήσεις την κοιλιά της.]
[Αφήνει κι αυτό το βιβλίο, στο πάτωμα αυτή τη φορά. Σηκώνεται και βαδίζει αργά προς την άλλη άκρη της σκηνής. Όσο προχωρά τόσο μαζεύεται, μέχρι που φτάνει μπροστά στο τραπέζι που βρίσκεται στ’ αριστερά με ώμους κυρτούς. Με αργές κινήσεις βγάζει από την τσέπη ένα μαύρο φακιόλι και το φορά στο κεφάλι]. Το τέλος που μου γράψανε το ξέρω απ’ έξω. [Απαγγέλει από στήθους αργά.] «Μετά την καταστροφήν του Αλή, περί τα έσχατα του βίου της έτη, η Βασιλική είχεν υποπέσει εις την οινοποσίαν, ήλθε δε δις εις Ναύπλιον επί Κυβερνήτου, φέρουσα περιβολήν Οθωμανίδος και είχε καταστή αγνώριστος σχεδόν η έξοχος εκείνη καλλονή· το αγγελικόν αυτής πρόσωπον [αγγίζει απαλά το πρόσωπό της] είχεν απωλέσει την στιλπνότητα και διαφάνειαν της επιδερμίδος διαυλακωθείσης εκ των ρυτίδων προώρου γήρατος ένεκα του πάθους της οινοποσίας».
[Αποκαμωμένη αποθέτει το κορμί της σε μια καρέκλα κι αρχίζει να πίνει από τη φιάλη του τραπεζιού.] Ο Καραγάτσης, όμως, πιο παραστατικά αυτό μου το κατάντημα το έγραψε. [Ακούγεται ανδρική φωνή αφηγητή] «Στο νησάκι της Λίμνης πλέρωσε ο Αλής τα κρίματα της μάταιης ζωής του. Των ομματιών της πήρε η Βασιλική κι έφυγε, και χάθηκε, κρέας θηλυκό κατατρεγμένο, καταραμένο από το βασανισμό ενός ολάκαιρου λαού. Εδώ στον Έπαχτο κατάντησε, γριά κουρελιάρα, ξεδοντιάρα, μπαίγνιο των ανθρώπων, άγνωστη μεσ’ στους άγνωστους, πουλώντας τα στερνά χρυσαφικά – αυτά που πλέρωνε το γέρικο θεριό για να χαίρεται το νιο κορμί της – για ν’ αγοράση πενήντα δράμια ρακί. Να πιη, να μεθύση, να λησμονήση τι ήταν, να μη θυμάται τι είναι …».
[Η γυναίκα επαναλαμβάνει τις τελευταίες φράσεις του αφηγητή] «Να λησμονήση τι ήταν, να μη θυμάται τι είναι». [Μονολογεί.] Αλήθεια, τι ήταν; Τι είναι; [Σηκώνεται όρθια, βγάζει το φακιόλι, ρίχνει προς τα πίσω τα μαλλιά, με κίνηση λίγο επιτηδευμένη. Μιλάει αργά. Πίσω φωτίζονται με τη σειρά οι κρεμασμένοι πίνακες.] Με λένε Βασιλική. Με λένε παλλακίδα. Οδαλίσκη. Καλλονή. Κυρά. Σκλάβα. Ευνοούμενη. Αφηγημένη. Με λένε. Αυτοί. Μισή γυναίκα, μισή λέξεις αντρών. Και βλέμματα. Με λένε κρέας θηλυκό. Μαγειρεμένο κατά του άντρα τις ορέξεις. Εκούσα άκουσα. [Χαμηλώνουν τα φώτα. Η τελευταία φράση ακούγεται μέσα σε απόλυτο σκοτάδι.] Άκουσα, πιο πολύ.
* Ο Σπύρος Κιοσσές είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας