Eπίμετρο: Γιώργος Χριστοδουλίδης
Η Αμμόχωστος επανέρχεται ως θλιβερή υπόμνηση επικαιρότητας. Οι μεθοδεύσεις της κατοχικής Τουρκίας, μέσω των εγκάθετών της στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, να οδηγήσουν την πόλη σε έναν οριστικό εποικισμό με δέλεαρ το άνοιγμά της με κατοχικούς όρους, κακοφορμίζουν πιότερο την χρονολογούμενη επί δεκαετίες χαίνουσα πληγή.
Η Αμμόχωστος στη συλλογική συνείδηση ιδιαίτερα των Αμμοχωστιανών, πέραν από βάναυσα κακοποιημένο θύμα της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του 1974, ήταν ένα πραγματικό στολίδι των μεσογειακών ακροθαλασσιών, που διαχρονικά τροφοδοτούσε με νέκταρ ποιητικό την κυπριακή λογοτεχνία. Έσπειρε σοδειές και σοδειές σπουδαίων και σημαντικών ποιητών η λεηλατημένη πόλη, η πόλη – φάντασμα όπως αποκαλείται από το 74, που έδωσαν καρπούς ώριμους και θεσπέσιους στη λογοτεχνία μας.
Το Culturebook, που από ιδρύσεώς του ήταν πάντα κοντά στην Κύπρο μας, επιλέγει να παρουσιάσει 8 Βαρωσιώτες ποιητές και ποιήτριες – η Λαρνακιώτισσα Α. Γαλανού, σύζυγος του αείμνηστου τέως δημάρχου της Αμμοχώστου, έχει συνδέσει αδιάρρηκτα τη ζωή και την ποίησή της με την πόλη – σε ένα ποιητικό αφιέρωμα διανθισμένο με τον διακεκομμένο λυγμό της οδύνης και της αγάπης. Μια στάση στη μνήμη, μια κίνηση διάρρηξης της λήθης, και μια κραυγή διακριτικής και διακριτής οργής στην ατελεύτητη αδικία.
Κώστας Μόντης (1914-2004)
Τουρκική εισβολή ΙΙ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ‘κοψαν;*
Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.
Κ’ έγυρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.*
Έκλεισα τα παράθυρα και πόρτες
να μη διαχύνεται η πόλη στην αυλή.
Και τη μαζεύω κάτω απ’το κρεβάτι,
μέσα στο ερμάρι, πίσω από τα κάδρα,
στην κατσαρόλα του ατμού, στις δίπλες των βιβλίων.*
Νίκη Μαραγκού (1948-2013)
Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.*
Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα
και μπαίνει
αγκάλες ήλιου
και κλωνάρια φεγγαριού
μεσ’ στα σεντόνια τα σκορπάει
κι ευωδιάζουν σαν άστρα
σε λειβάδια τ’ ουρανού.
Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα
και μένει
μελτέμι μέντας
που ξεστράτισε γι’ αλλού
κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει
μοιάζει σα’ θάλασσα, σαν μύθος
του βυθού,
που κρύβονταν μεσ’ σ’ όστρακο αρχαίο
και δεν γινότανε να ειπωθεί
παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο
κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.
Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
νάμα σα’ νόημα που κάπου με καλεί
άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη
κιούλι μυρίζει και γιασεμί.
Με μια στρατιωτική επιχείρηση εκτόπισαν τις ωοθήκες της.
Τώρα, οι συνουσίες μας
ένας ασυννέφιαστος ουρανός
Για να κρύψει τους μώλωπες της από τα βασανιστήρια
της Ιστορίας
τυλίγει γύρω απ’ το λαιμό της σαν οχυρό
το μαντήλι της.
Θρεμμένη με τα περιττώματα της προδοσίας
εξαντλημένη, ταπεινωμένη, δεν αντιστέκεται πια στους βιασμούς.Σμήνη από πρασινωπές μύγες
βυθίζουν τις κάμπιες στο λιμάνι
που το σκεπάζουν πλεούμενα πολέμου.
*Τουρκοκύπριος Αμμοχωστιανός ποιητής
Μετάφραση: Γιώργος Χριστοδουλίδης
*
Ήτανε μια παρέα γέροντες σώματα γκρεμισμένα.
Μιλούσανε για την Ανόρθωση
και για τις παραστάσεις στο θέατρο της Σαλαμίνας,
γελούσαν τραγουδούσαν και διασκέδαζαν.
Ήτανε μια παρέα γέροντες φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων.
Δεν ήθελαν να λένε ιστορίες του πολέμου στα εγγόνια τους
γι αυτό τις ξέχασαν.
Τις Κυριακές περνούν σκυφτοί τα οδοφράγματα
βυθίζονται στη θάλασσα και κρυφοκλαίνε.
*
Τούτη είναι μια άλλη Έγκωμη
που από δικό μας χέρι καταστράφηκε
σε εποχές που βιαστικά
μας έχουν προσπεράσει.
Στους δρόμους της έχουν χαθεί
αποτυπώματα από χλιμίντρισμα
στον καλπασμό αλόγων.
Σπασμένα σπίτια οι άνθρωποι στοιβάζουν.
Πέτρες και πλανταγμούς,
τσιμέντο κι αναστεναγμούς,
ξύλα, σιδερικά, κραυγές, γέλια, φωνές.
Χωρίς καρποφορία, η μοναχική ελιά
σε χρώμα άρρωστο πράσινο
δεν ασημίζει πια.
Κάποια πουλιά του έρωτα
σε κήπους αφιλόξενους
ακόμη επιμένουν
με φάλτσα τη φωνή να τραγουδούν.
΄Ανυδρο το πηγάδι
κι ο ανεμόμυλος που κάτω από τη σκουριά του
γράφει όνομα πόλης,
με τα φτερά να αγκομαχούν
ματαιοπονεί…
Κάποτε
πέρασε από εδώ η θάλασσα
στο δρόμο για τη Σαλαμίνα.