“Κάτι ετοιμάζουν οι γκιαούρηδες, ανάγκη να είστε όλες οι κεφαλές εδώ!”
Θυμάσαι που σου είπα, το βράδυ πριν να φύγω με το χάραμα, πως έλαβα επιστολή απ’ τον Χουρσίτ και με καλεί, μαζί με άλλους μπέηδες του Μοριά, να τρέξω στην Τριπολιτσά για μάζωξη έκτακτη, κι είναι μεγάλη ανάγκη; Μ’ αυτά τα λόγια έκλεινε το γράμμα του, και για να λέμε την αλήθεια, ταράχτηκα λιγάκι. Στα χώματά μου εγώ δεν είχα δει ως τότε καμιά ύποπτη κίνηση, ήταν, πιστεύω, ευχαριστημένοι οι υποταχτικοί μου, άπιστοι και πιστοί, ξέρεις πως φέρομαι σωστά σε όλους τους ανθρώπους μου, δεν κάνω διακρίσεις όπως πολλοί τοπάρχες. Το μόνο που με νοιάζει, και πάντα μ’ ένοιαζε, απ΄τη στιγμή που πήρα τα γκέμια του καζά απ’ τον πατέρα μου, ήταν να ευημερεί ο τόπος. Τι άραγε θα ωφελούσαν τα χρόνια των σπουδών μου, οι γλώσσες που έμαθα να μιλώ, η καλή ανατροφή μου, ακόμα και η εμφάνισή μου –όλοι με λέτε ωραίο και λεβέντη- τι να την κάνω εγώ τη λεβεντιά αν δεν την χαλαλίζω για τον τόπο μου, για τους ανθρώπους που δουλεύουν μέρα νύχτα για ν’ αυγατίζω το κεμέρι μου, να φτάσω να ‘χω τέτοιο πλούτο που όλοι μιλούν γι’ αυτόν και όλοι τον ζηλεύουν;
Μετά από λίγες μέρες που φτάσαμε στην έδρα του Μοριά, χρειάστηκε ο Χουρσίτ να φύγει γιατί είχαν ξεκινήσει γεγονότα στο βιλαέτι του πασά στα Γιάννενα κι έπρεπε να ‘μπει κεφαλή στο ασκέρι που μάζεψε από παντού ο πολυχρονεμένος Πατισάχ μας. “Τα μάτια ολονών σας, στο χαρέμι μου!” άφησε εντολή ο πασάς κι ακόμα, να καλέσουμε στην πόλη Ρωμιούς κοτζαμπασήδες απ’ όλο τον Μοριά, να τους κρατάμε ομήρους, για να εμποδίσει έτσι τους γκιαούρηδες από τις πονηρές ιδέες που είχανε στο μυαλό τους.
Δεν ήρθαν ούτε οι μισοί! Οι άλλοι επικαλέστηκαν προσκόμματα κι ούτε που φάνηκαν ποτέ.
Ώσπου όλα έδειξαν πως οι υποψίες του πασά ήταν σωστές και ήρθε είδηση ότι οι ρέμπελοι μαζέψανε στρατό και κίνησαν να ζώσουνε την πόλη. Δε σεβαστήκαν τη ζωή των ίδιων των προυχόντων τους, τέτοιο ναμκιόρικο* γένος αποδείχτηκαν, κι εγώ πολύ πικράθηκα αφού πάντα τους είχα σε υπόληψη, έτσι ζωηροί και ξύπνιοι που είναι.
Γι’ αυτό, καλή μου, έμεινα όλον ετούτο τον καιρό μακριά σου, από τον Μάρτη που έφυγα ως τον Γενάρη που με γύρισαν στον τόπο μας πιέζοντάς με να πείσω τη φρουρά να παραδώσει αμαχητί το κάστρο της Κορίνθου. Απ’ τον Σεπτέμβρη, που χάθηκε η Τριπολιτσά, χάθηκε και η τάξη στον Μοριά, που ξεκηκώθηκε ολόκληρος για λευτεριά, όπως λένε. Ξέρω καλά ότι δεν ήταν όλοι οι μπέηδες σωστοί, πολλοί φερόντουσαν σκληρά στον δύστυχο ραγιά, τι να σου κάνει και αυτός; Σήκωσε μπαϊράκι! Δεν τους δικιολογώ, όχι, αφού είδα όσα απαίσια έπραξαν με το που μπήκαν στην Τριπολιτσά. Γέρους, παιδιά, κανέναν δεν σεβάστηκαν, μπήκαν σε σπίτια, ατίμασαν γυναίκες, βρωμίσανε τζαμιά, κι όλους εμάς που πήραν αιχμαλώτους μας κράτησαν για να μας παζαρέψουν. Εμένα ειδικά, που ολόκληρος ο τόπος λέει πως είμαι πάμπλουτος –και δεν τους αδικώ, αλήθεια λένε- με κρατήσαν χώρια κι ανάθεσαν τη φύλαξή μου σ’ έναν καλό κι έντιμο άνθρωπο, Γιατράκος το όνομά του γιατί είναι και γιατρός, κι όπου με πήγε, απ’ το Άργος ως τα Εξαμίλια, μου φέρθηκε καλά. Θυμάμαι τώρα το τραπέζι που έδωσε ο πρίγκιπας* τη μέρα της γιορτής του, όπου ήμουν καλεσμένος. Ήταν μαζί μου περίσσια ευγενικός, παρότι επίμονα ζητούσε να του πω πού ακριβώς κρύβω το θησαυρό μου. Αστειευόμενος του είπα πως ο δικός μου θησαυρός είναι η γυναίκα μου, η Γκιουλ Χατούν, ο ήλιος των ματιών μου, και πως αυτή βρίσκεται εκείνη τη στιγμή μαζί με τη μητέρα μου στο απάνω μας κονάκι, αυτό του κάστρου, για προστασία από τα όπλα των Ρωμιών. Γέλασε ο Υψηλάντης κι είπε να μην γλιστρώ έτσι έξυπνα, μα να του πω το μέρος όπου έχω κρύψει τα αμύθητά μου πλούτη, “τα έχω ανάγκη για ν’ αγοράσω όπλα, μπέη μου, δε γίνεται επανάσταση χωρίς λεφτά”. Τότε του είπα μέσα απ’ την ψυχή μου αυτά που σκέφτομαι ετούτο τον καιρό για τους ξεσηκωμένους και την κατάστασή τους. “Σας συμβουλεύω όμως ως φίλος Τούρκος, να πάψτε τις διχόνοιες σας και να γνωρίσετε έναν αρχηγό για να σας κυβερνά. Πιστέψετέ με, όλοι έρχονται και με ρωτούν περί του πλούτου και χρυσίου μου. Δεν δύναμαι να αρνηθώ ότι έχω εις την Κόρινθο αρκετόν, μα εις ποιον να τον εμπιστευθώ, αφού εσείς οι ίδιοι δεν εμπιστεύεσθε ο ένας τον άλλο, και πώς δύναμαι να μαρτυρήσω εις τον έναν, ενώ δεν έχει την ισχύν να με προφυλάξει από τον άλλον;»
Δε μίλησε ο Υψηλάντης, μόνο έμεινε για λίγο σκεφτικός σαν να μασούσε στο μυαλό του όσα του είχα πει, ώσπου ξεχάστηκε μετά με τις ευχές που πέφτανε βροχή για τη γιορτή του ονόματός του.
Κι όταν με φέρανε στα Εξαμίλια και μου είπανε να στείλω μήνυμα στη φρουρά μας να παραδώσει τα όπλα και το κάστρο, απ’ τους δικούς μας κανένας δε με πίστεψε, όπως κι εσύ και η μάνα μου, που ξέρατε καλά πως όλα αυτά δεν τα ‘λεγα εγώ μα ήταν λόγια των Ρωμιών. Καλά έκανε η φρουρά και κράτησε το κάστρο, έλα όμως που ξεκίνησαν πιέσεις οι Ρωμιοί στον φρούραρχο και στους υπεύθυνους, και πες πες άρχισαν να τους πείθουν! Ώσπου κι εγώ συμφώνησα! Πώς να έπραττα αλλιώς στη θέση που βρισκόμουν; Ζητούσαν και τον θησαυρό μου όλοι τους και σκέφτηκα να φανερώσω πού είχα κάποια από τα γρόσια, όχι όμως τα κοσμήματα και τα πετράδια που φυλάμε, ξέρεις πού. Έτσι παρέδωσα το δυναμάρι μας και ο Γιατράκος παρέδωσε εμένα στη νέα, ρωμέικη διοίκηση που μ’ έκλεισε στο σπίτι και δεν επέτρεπαν τόσον καιρό να δω κανέναν, έξω από σένα, τα παιδιά μου, τη μητέρα μου.
Τουλάχιστον ξυπνούσα βλέποντάς σε, αγαπημένη μου κυρά, όμως, όταν αυτός ο γελοιότατος -σκέψου πως τον φωνάζουν Αχιλλέα,* ρεζίλι για το όνομα το ίδιο, ένας δειλός, που μόλις άκουσε πως ο Μαχμούτ πασά διάβηκε τον Ισθμό σίγουρα κατουρήθηκε- όταν αυτός έστειλε άντρες και με πήραν απ΄ το σπίτι, μ’ έδεσαν σαν κατάδικο και μ’ έκλεισαν στο φρούριο για μεγαλύτερη ασφάλεια, όπως είπαν.
Τώρα δεν ξέρω τι θα γίνει, πάντως νομίζω πως ο άχρηστος αυτός δε θα διστάσει να το σκάσει, άκουσε πως ο Δράμαλης έχει μεγάλο ασκέρι, σίγουρα θα δειλιάσει να κάτσει και να πολεμήσει. Αν ήταν άλλος φρούραρχος θα πίστευα πως πάλι θα γλυτώσω, μιας και δεν είπα καθαρά πού είναι ο θησαυρός, κι αυτοί ποτέ δεν πίστεψαν πως όλο μου το βιος ήτανε μόνο αυτά που τους μαρτύρησα. Αυτός όμως φοβάται κι ο φοβισμένος άνθρωπος που έχει εξουσία είναι χειρότερος απ΄ τον κακό. Σίγουρα θα πιστεύει πως, αν ζήσω, θα φανερώσω στον Μαχμούτ πού βρίσκονται τα πλούτη μου. Έτσι λοιπόν βλέπω να φτάνει η ώρα του θανάτου μου κι εσύ θέλω να είσαι δυνατή, κι όταν με το καλό πάρει το κάστρο ο πασάς, να πεις σ’ αυτόν πού είναι ο θησαυρός.
Τώρα πρέπει να φύγεις, ακούω βήματα, θαρρώ πως έρχονται για μένα, δε θέλω να με δεις να θανατώνομαι. Αυτός ο Δημητρός* που είχα κάποτε υπηρέτη έρχεται που και που και με κοιτάζει με μάτι μπλάβο από το μίσος. Μάλλον αυτόν έχουν ορίσει να με φάει.
Αντίο, αγαπημένη μου γυναίκα! Ο Αλλάχ ας ελεήσει την ψυχή μου!
Σημειώσεις
1) Χαρακτηρισμός του Κιαμήλ μπέη της Κορίνθου
2) (namkör) αγνώμων
3) Δημήτριος Υψηλάντης
4) Ιάκωβος Θεοδωρίδης, φρούραρχος Ακροκόρινθου
5) Δημήτριος Μπενάκης
Κιαμήλ Μπέη του Μοριά
Ο Κιαμήλ μπέη (1784-1822) παραμονές της Επανάστασης, ήταν ο πλουσιότερος Τούρκος ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Καταγόταν από επιφανέστατη οικογένεια της περιοχής, που πάππου προς πάππον διοίκησε, καθ’ όλη την Β’ τουρκοκρατία της Πελοποννήσου (1717-1821), όχι μόνο την Κορινθία, από Στυμφαλία και Φενεό έως και την Ισθμία, αλλά και την ευρύτερη περιοχή των Μεγάρων έως και τα Δερβενοχώρια, Επίσης ο Κιαμήλ είχε την φορολογική εποπτεία σε Αρκαδία και Μεσσηνία, ως αγιάνης (πρόεδρος και επόπτης όλων των προεστών) του Μοριά. Την εποχή εκείνη, όλοι μιλούσαν για τον αμύθητο θησαυρό του αλλά και αργότερα, επί πολλά χρόνια, πολλοί έψαχναν γι’ αυτόν.
Διοίκησε με ηπιότητα και σύνεση έναν τόπο με ευμάρεια και υπηκόους ικανοποιημένους από τον τοπάρχη τους.
Βρέθηκε στην Τρίπολη παραμονές του ξεσηκωμού και, μετά από την κατάληψη της πόλης, οι Έλληνες τον πήραν αιχμάλωτο μαζί με άλλους προεστούς που ήταν εκεί. Του φέρθηκαν καλά για να τους αποκαλύψει πού έχει κρυμμένο τον θησαυρό του πράγμα που δεν έκανε. Παραδόθηκε στην προσωρινή ελληνική διοίκηση υπό την ευθύνη του νέου διοικητή του Ακροκορίνθου Ιάκωβου Θεοδωρίδη («Αχιλλέα»). Εκείνος τον φυλάκισε στο φρούριο του κάστρου. Μετά από την είδηση πως φτάνει ο Μαχμούτ πασά Δράμαλης ο Αχιλλέας έφυγε κρυφά με όλη τη φρουρά του αφήνοντας το σπουδαιότερο κάστρο της Πελοποννήσου ακυβέρνητο. Είχε ήδη όμως διατάξει την εκτέλεση του Κιαμήλ που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ μέσα στη φυλακή του από τον παλιό υπηρέτη του, Δημήτριο Μπενάκη. (7 Ιουλίου 1822).
* Η Μαρία Σκιαδαρέση είναι συγγραφέας. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την προϊστορική αρχαιολογία και αργότερα με τη νεότερη ιστορία