ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΜΠΟΛΙΤΗ – ΣΤΟΝ ΜΗΤΣΟ ΦΥΣΣΑ
Έχω διαβάσει ό,τι γράφτηκε για σένα
όμως δικά μου λόγια δεν μπορώ να γράψω
Αφού σου άρεσαν τα γλέντια, θα το κάψω
αντί για θάνατο γιορτάζουμε τη γέννα
Στην Κυπριάδου περπατώ, στη γειτονιά μας
ήταν το σπίτι σου εθνική βιβλιοθήκη
Τώρα πετάς σε άλλα πλάτη κι άλλα μήκη
και παίζεις πρέφα στο κορμί μιας μαύρης ντάμας
Στη συνοικία ποιητών και συγγραφέων
κι εσύ θα έχεις μια οδό με τ’ όνομά σου
Στο «Πανελλήνιον» για σκάκι ετοιμάσου
ο λαογράφος κηπουρός των Αθηναίων
Και στις «Μουριές» θα είναι «ο Σπύρος κι ο Αντώνης»
κι όλοι οι φίλοι που χωρούσαν στην καρδιά σου
Ο αδελφός σου, τα εγγόνια, τα παιδιά σου
Με το ποδήλατο την πόλη να στοιχειώνεις
Του Ετερόκλητου θα είσαι πάντα η Δόξα
ήδη μου λείπουν τα καινούργια που δε γράφεις
Ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης κι ο Καβάφης
έτσι ξεκίνησε η έλξη και η λόξα
Ο Φύσσας έφυγε στο φύσημα της αύρας
σ’ ένα στενό στην Πολυλά και Γαβριηλίδου
Μπορεί να πήγε και στη Βίλα Κλωναρίδου
ο αθεόφοβος απ’ την Αγίας Λαύρας
ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ – Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ
Εσένα – κάπως – όλοι σ’ αγαπούσαν.
Όλοι σχεδόν. Κι αν διαφωνούσαν για πολιτική,
να μην χαλάσουν τις καρδιές τους – να! – σιωπούσαν
και σε κερνούσαν μεζεδάκια και ρακί.
Στη βίλα πια της Κλωναρίδου, τώρα εκεί
με μι’ανοιχτή γαλάζια πουκαμίσα
θα τριγυρνάς κάθε Σαββάτο, Κυριακή.
Φίλε, καλέ μας φίλε, Μήτσο Φύσσα.
Εσένα – κάπως– και αυτοί που σε μισούσαν
σωπάσαν όλοι, απ’ το πρωί συντετριμμένοι.
Όλοι σχεδόν. Μα κι όσοι κάποτε μιλούσαν,
αναλογίζονται κι αυτοί την Ειμαρμένη.
Και «τι ’ναι ο άνθρωπος; » και «τίποτα δεν μένει».
Η νύχτ’ αλλόκοσμη τον παίρνει πια, με λύσσα –
κι αν δεν πιστεύει σε άλλους κόσμους, πού πηγαίνει;
Φίλε, καλέ μας φίλε, Μήτσο Φύσσα.
Εσένα – κάπως – πάντα σου ’πρεπε μπαλάντα –
αυτή που θα ’χαμε ωραία να τραγουδούμε,
σαν τους καφέδες που αναβάλλαμε για πάντα
κι «έχουμε χρόνο» και «την Άνοιξη θα δούμε».
Μ’ αυτά τα λόγια πια ποτέ μας δεν θα πούμε
γιατί τα τύλιξε μαύρο σκοτάδι-πίσσα.
Και τώρα τι, τι μένει πια να υποσχεθούμε;
Φίλε, καλέ μας φίλε, Μήτσο Φύσσα.
Όλη τη μέρα πάσχιζα στον υπολογιστή –
δυο λόγια πρόφτασα να γράψω ίσα-ίσα.
Ψύχραιμα, όπως θα τα ’θελες, γεμάτα λογική.
Φίλε, καλέ μας φίλε, Μήτσο Φύσσα.