Γράφει ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Αύγουστος και τότε και τώρα
Ο εικοστός αιώνας προς το τέλος του. Η λογοτεχνία της Ελλάδας στα καλύτερά της. Στο προσκήνιο συγγραφείς που γεννήθηκαν στο πρώτο τέταρτο του αιώνα και τους συνάντησαν ιστορίες που η πατρίδα βίωσε άλλοτε ως συλλογικά τραύματα και άλλοτε ως παιάνες δόξας. Είχε αρχίσει να χαράζει. Εκείνο το βράδυ είχα μείνει και πάλι στην οδό Αναγνωστοπούλου στο διαμέρισμα του Αντώνη και της Ελένης Σαμαράκη.
Με ένα μικρό κασετόφωνο κατέγραφα τα του βίου του συγγραφέα, του ενεργού πολίτη, του κοινωνικού εταίρου. Μου μιλούσε για τα πρόσωπα που τον είχαν διαμορφώσει λογοτεχνικά, τον είχαν επηρεάσει. Μιλούσαμε πολύ για τα γεγονότα του πρώτου και του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Αρκετές φορές, μας επισκέπτονταν πρόσωπα της καθημερινότητάς του και άλλες φορές, πρόσωπα που του κράτησαν το χέρι λογοτεχνικά. Μιλούσε με συγκίνηση για το Νικηφόρο Βρεττάκο, για τον εξαιρετικό πεζογράφο και μέντορά του Δημοσθένη Βουτυρά και τόσους άλλους.
Από τη μεγάλη τζαμαρία στο καθιστικό, άλλαζε χρώμα το σκοτάδι, άρχισαν να αποκτούν σχήματα τα έπιπλα, χρώματα τα λουλούδια στον κρύσταλλο της τραπεζαρίας και ο μεγάλος αμφορέας δίπλα στο τζάκι, άλλαζε τη γεωμετρία του χώρου με τις καμπύλες του και το κυκλικό του στόμιο. Στο σκούρο μπλε του αττικού ουρανού φώτιζε στο βάθος το κάλλος του Παρθενώνα, κυρίαρχο το μαύρο που γίνεται βαθύ μπλε και μετά γαλάζιο, αλλά και το λευκό του Παρθενώνα που γινόταν από καφέ καρφωμένο το φως των προβολέων, σε λευκό στις ακτίνες του ήλιου.
Στην απόλυτη ησυχία φάνηκε η φιγούρα του Αντώνη, κάθισε δίπλα στον καναπέ σε μια χαμηλή βιεννέζικη πολυθρόνα και μου έδωσε να διαβάσω μερικές δακτυλόγραφες σελίδες. Ένα καλογραμμένο κείμενο με εξαιρετικές κοινωνικές προεκτάσεις για μια ανθρωπότητα του «εμείς». Ήταν το πρωτόκολλο που είχε υπογράψει λίγες μέρες πριν, με την ιατρική σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για τη δωρεά του σώματός του. Μετά το θάνατό του, οι οικείοι του (εν προκειμένω η σύντροφός του Ελένη), έπρεπε να παραδώσουν το σώμα του στην έδρα ανατομίας για ερευνητικούς λόγους. Τον ρώτησα γι’ αυτήν την επιλογή του. Εκείνος, με τον δικό του τρόπο που πάντα ήξερε να περιγράφει το «εμείς», μονολόγησε, δεν είναι πράξη αντίστασης στο θάνατο, είναι μια πράξη συνείδησης για τη συνέχεια της ύπαρξης. Δεν μπορώ να δωρίσω τα όργανά μου γιατί είναι σάπια και δεν είναι υγιή για να χρησιμοποιηθούν, έχω την ευκαιρία όμως να δωρίσω ένα σαρκίο που με το να το τεμαχίσουν εργαστηριακά οι φοιτητές, πιθανόν να τους μάθει κάτι που θα δώσει ζωή, έστω σε έναν άνθρωπο τα επόμενα χρόνια. Αναφώνησε με τη χαρά παιδιού που κερδίζει τους φίλους του στο παιχνίδι, αλλά «θα σε πολεμώ πάντα», βάζοντας τα γέλια.
Έτσι κι έγινε.
Το σώμα του παραδόθηκε για να το φροντίσουν τα χέρια φοιτητών και φοιτητριών της Ιατρικής Σχολής. Με αυτόν τον τρόπο, μου είπε, θα γλιστρήσω από τα χέρια αυτών που θα έσκαβαν το χώμα και με χοντρά σχοινιά, θα κατέβαζαν το φέρετρο στα βαθιά της γης. Αρκετά χρόνια μετά η είδηση του θανάτου του με βρήκε στο καράβι από τη Βενετία προς την Πάτρα. Είχε προηγηθεί ένα δεκαήμερο περιπλάνησης στο Αρσενάλε, στο Ζαρντίνι, καθώς η μπιενάλε της Βενετίας ήταν σε εξέλιξη. Είχα καιρό να τον ακούσω. Βρισκόταν στην Πύλο, στα πάτρια εδάφη της Ελένης, στο πατρικό της, που κάποτε ήτανε το ορμητήριο του στρατηγού Μαιζώνος, όταν έφτασε στην Πελοπόννησο με τη στρατιά του Μορέος. Με ρώτησαν οι δημοσιογράφοι, καθώς γνώριζαν τη σχέση που είχα μαζί του και την κοινή συμφωνία μας να γράψω τη βιογραφία του, πού και πότε θα γίνει η εξόδιος ακολουθία, καθώς δεν υπήρχε καμιά ανακοίνωση.
Η απάντηση ήταν ότι η επιθυμία του ήταν άλλη και μάλιστα τρανή υπέρ της επιστήμης. Να μην υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς ως μνήμα, να μη δέχεται επισκέψεις σε κήπους νεκροταφείων, αλλά το μόνο σημείο αναφοράς να είναι το έργο του και μάλιστα, αν είναι δυνατόν, να το διδάσκονται οι μαθητές και οι μαθήτριες στις σχολικές αίθουσες. Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης που γεννήθηκε την 16η Αυγούστου 1919 και αναχώρησε για το συμπαντικό τοπίο στις 8 Αυγούστου 2003, δεν έχει τελευταία κατοικία, από επιλογή, χωρίς ιδιοκτησίες και ιδιοτελή εγώ. Οδοιπόρησε στο εμείς και στα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα, Μικρασιατική καταστροφή, κίνημα του ΄35, δικτατορία του Μεταξά, αλβανικό έπος, εμφύλιος πόλεμος, περίοδος του 114, δικτατορία των συνταγματαρχών, πολυτεχνείο, μεταπολίτευση. Συνομίλησε με όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της Ελλάδος, όπως και με εξέχουσες προσωπικότητες σε διεθνές επίπεδο. Τιμήθηκε, βραβεύθηκε, αγαπήθηκε το έργο του από τους αναγνώστες της Ελλάδας και διεθνώς. Ο τόπος του είναι ένας τόπος γεμάτος χειρονομίες στις πατρίδες του εμείς. Βίωσε τις ήττες που όρισαν οι νικητές ως καθημερινότητα στη δική του καθημερινότητα. Ένας φανός είναι με άσβεστο το κοινωνικό φως που δίδαξε εν ζωή, κώδικες για το πως το ανθρώπινο γίνεται ανθρώπινο όταν το εμείς κυριαρχεί στο εγώ.
Σε ό,τι με αφορά είναι ο πνευματικός φάρος της βιωτής μου. Στα χρόνια που συνοδοιπόρησα και ήταν αρκετά, με έμαθε να κατανοώ «με ό,τι σημαίνει αυτό ως κώδικας ζωής», ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν ξημερώσει. Δάσκαλος και άνθρωπος με Δ και Α και μάλιστα το Α να είναι το ίδιο με αυτό που κυριαρχεί στο «Εν αρχή το φως».