Γράφει η Ελευθερία Παπασημάκη
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Δύσκολο καλοκαίρι! Κάθομαι πίσω από τις διάφανες κουρτίνες και κοιτάζω τα δέντρα απέναντι στο μικρό πάρκο. Ικέτες κι αυτά μαζί με μένα σ’ ένα πυρακτωμένο περιβάλλον. Κάποιες φορές όταν ακούω τις σειρήνες των πυροσβεστικών, νιώθω την ανάγκη μιας προσευχής σε ένα θεό. Στο θεό ήλιο. Έναν ήλιο που έχει γίνει τιμωρός.
Τα καλοκαίρια τελειώνουν πάντα με τα πανηγύρια, εκεί στον δεκαπενταύγουστο. Μαζεύεται ο κόσμος χαρούμενος, χορεύει, τραγουδάει και μοιάζει ξεχασμένος μακριά από της ρουτίνας το μετερίζι του στην πόλη. Ίσως και νάναι. Ποιος ξέρει; Γιορτές αποχαιρετισμού μιας εύθυμης εποχής είναι τα πανηγύρια, που πια δεν είναι και τόσο εύθυμη.
Κλείνω τα μάτια μου και αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να ακουμπήσω το κορμί μου στην άμμο ξανά.
Όλα έχουν την ίδια γεύση, γεύση φαρμάκου. Πικρό καλοκαίρι!
Τα όνειρά μου έρχονται ζαλισμένα σαν από ξαφνικό ξύπνημα και με συντροφεύουν. Χορεύουν στις ηλιαχτίδες που παραβιάζουν τις πτυχώσεις των διάφανων κουρτινών μου. Με παρασέρνουν στον ίδιο χορό.
Όταν τελειώσουν τα πανηγύρια, κι ο κόσμος γυρίσει πίσω στην πόλη, ένα ταξίδι με περιμένει. Το έχω κρεμάσει στο λαιμό μου φυλακτό. Μπορεί να είναι μακρινό, μπορεί και όχι. Θα ξεχαστώ για λίγο κι εγώ και θα είναι όμορφα έτσι καθώς θα πλέω μέσα στο γαλάζιο της. Λίγο πριν το φθινόπωρο.