Scroll Top

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος | Αύγουστος 2025 | Ευάγγελος Αυδίκος

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος…

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Ο Αύγουστος δεν είναι απλώς  μήνας του καλοκαιριού.

Είναι μετέωρος χρόνος. Είναι κατώφλι – προς κάτι που τελειώνει και κάτι που ίσως αρχίζει. Είναι εκεί όπου το φως βαθαίνει και οι σκιές γίνονται πιο ειλικρινείς.

Είναι στιγμές αιώρησης – εκεί που το παρελθόν βαραίνει, το μέλλον σιωπά, και το παρόν μοιάζει εύθραυστο.

 Ένα τοπίο εξωτερικό και εσωτερικό, που η μνήμη επιστρέφει σαν παλίρροια.

Ο Δεκαπενταύγουστος, ακίνητο σημείο στο κέντρο του Αυγούστου, κουβαλά αντιφάσεις: πανηγύρι και σιωπή, συλλογικότητα και ερημιά, πίστη και απώλεια. Όσοι γράφουν για το καλοκαίρι, γράφουν για κάτι που ξεγλιστρά –  ένα ταξίδι που μπορεί να μην έγινε ποτέ, ένα βλέμμα που δεν επιστρέφει, μια ανάμνηση που έμεινε στο φως.

Τα διηγήματα αυτού του αφιερώματος, προσωπικά ή φανταστικά, συνθέτουν μια κινούμενη χαρτογραφία του καλοκαιριού. Ιστορίες που αναδύονται από το βάθος, σαν κομμάτια από ένα κοινό καλοκαίρι που συνεχώς ξαναγράφεται. Λόγος εσωτερικός, θραύσμα μνήμης, ίχνη που αφήνει το καλοκαίρι  – και η γραφή του.

Καλωσορίσατε στη διαδρομή…

μια διαδρομή λέξεων με αφετηρία το φως του Αυγούστου…

Η επιμελήτρια του αφιερώματος

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος

Γιορτάζοντας στο χοροστάσι

Προπαραμονή της Παναγίας. Mόνος του, σ’ ένα στενό δυαράκι, στο κέντρο της Αθήνας. Ό,τι έμεινε από την περιουσία της μάνας του. Που την έχασε νωρίς. Και που έζησε,  τι κέρδισε. Ο πόνος είχε κάνει δακτυλίδια στην ψυχή της. Έχασε την κόρη της, Μαρία τη λέγανε, την καθάρισε η παλιαρρώστια σ’ ένα καλοκαίρι. Καλπάζων καρκίνος. Τρέχα γύρευε. Σάλταρε από τότε. Με ένα τσιγάρο στο στόμα, πάλευε με τα δαιμόνια της. Μαρία…, το όνομα της μικρής στοίχειωνε τα βράδια του. Κοιμόταν με διακοπές. Ξύπναγε από λήθαργο, με το όνομα στο στόμα της,  ακουγόταν σαν λυγμός.

Η μάνα του είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της. Πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε, να τη σώσει. Της θύμιζε τη δική της αδελφή, Μαρία την έλεγαν κι αυτή, πέθανε από την ίδια αρρώστια, στην ίδια ηλικία, γινόταν νερό το αίμα. Ένα διάστημα δεν πλησίαζε το νερό, το είχε κακό, έτσι της είπε ένας παλιός , τον γνώρισε από μια γειτόνισσα.  Θα το σώσει το παιδί, της είπε, μη χάνεις καιρό, καλοί οι γιατροί, υπάρχουν όμως  πράματα που δεν τα νογάνε. Ξέρουν γράμματα καντάρια αυτοί, μα τι τα θες, γειτόνισσα, ξέρεις πόσο σε γνοιάζομαι, είναι κι άλλα,  τα ξέρουν εκείνοι  που βλέπουν  με τα μάτια της ψυχής.

Να μην πίνεις νερό, μόνο κρασί. Τ΄ακούς; Συνέχισε ο γείτονας. Μπρούσκο. Αυτό μπορεί να ξαναφέρει καινούργιο αίμα στο παιδί. Έβγαλε κάτι χαρτιά και τα έδειξε στη μάνα του που τον κοίταζε στα μάτια, μέτραγε κάθε λέξη,  τα ρούφαγε σαν μεταλαβιά μιας αλήθειας που θα την έβγαζε από τα σκοτάδια της ψυχής της. Και πού να πάρει ο διάολος η Μαρία ένοιωσε καλύτερα τις μέρες μετά την επίσκεψη. Τα’ δες, η φράση αυτή τον  σημάδευε στην ψυχή, για όσα τόλμησε να ψιθυρίζει  την ώρα που άκουγε τα λόγια του Μανδραγόρα, ενός μπρατσωμένου εξηντάρη, με κάτασπρη , μακριά γενειάδα που έφτανε ως την αρχή του καρυδιού.  Το γέλιο που άχνισε στο χλεμπονιάρικο πρόσωπο της Μαρίας άνοιξε το πουγκί της, τα λόγια του  τα πλήρωνε ακριβά. Δεν  άκουγε πια το γιο της, άσε τις παλαβομάρες, του έλεγε. Κουράστηκα με τους γιατρούς.

Κι έτσι ένα σπίτι στο χωριό κι ένα διαμέρισμα στο Περιστέρι άλλαξαν ιδιοκτήτη. Απορούσε με τη μάνα του. Σε όλη της τη ζωή ήταν άνθρωπος που όλα τα μέτραγε με τη λογική και τους ειδικούς. Πώς μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος; Αυτό ήταν που τον πόναγε, δεν μπορούσε να την αναγνωρίσει. Όταν η Μαρία ξαναγύρισε στην ανημπόρια, η μάνα  ήταν κάθε μέρα  στο σπίτι του Μανδραγόρα. Μετά από λίγο καιρό έκοψε την επίσκεψη με το μαχαίρι. Χρειάστηκε να πάει τη Μαρία στο νοσοκομείο, την είχαν εγκαταλείψει οι δυνάμεις, λίγες είναι οι μέρες της, είπαν οι γιατροί, γιατί αργήσατε να τη φέρετε;

Γύρισαν στο σπίτι αμίλητοι, μαζί και η Μαρία, η μάνα του έβαλε την υπογραφή της,  θα γειάνει, έβαλε τις φωνές στον γιατρό που επέμενε να την κρατήσει για κούρα. Κούρνιασε μετά απ’ αυτό σε μια πολυθρόνα, την έσυρε δίπλα στο κρεβάτι και μαζεύτηκε, ένα κουβάρι έμοιαζε όλο το κορμί της, μαράζωνε μαζί με τη Μαρία. Σφράγισε το στόμα, δεν δεχόταν τροφή και νερό. Κι όταν την πίεζε να καταπιεί μια δυο κουταλιές σούπα, τον κοίταζε με  βλέμμα που δεν το αναγνώριζε. Πού ήταν η παλιά αδυναμία που του είχε; Ώσπου να βγάλει το Γυμνάσιο,  κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα, μαζί της, πήρε τη θέση του πατέρα. Κοιμόταν οι δυο τους αγκαλιασμένοι. Γραπώθηκε πάνω του, τις νύχτες έπλεκε τα δυο πόδια στα δικά του.

Με την αρρώστια της Μαρίας όλα άλλαξαν. Τα ΄βαλε μαζί του, χρειάζεται πίστη για να γειάνει ο άρρωστος, να βρει το πνεύμα μου καθαρές τις καρδιές σας, κυρά, της είπε ο Μανδραγόρας. Στην οικογένειά σας βρίσκω εμπόδια, συνέχισε, κοιτάζοντάς τον λοξά.

Είναι μόνος του στο μικρό σαλόνι. Όλο το βράδυ ξενύχτησε. Έγραφε και ξανάγραφε, τύπωνε και έσκιζε, δεν είχε καταλήξει κάπου. Από τον λογοτεχνικό ιστότοπο ήταν ξεκάθαροι. Του πρότειναν  να γράψει ένα διήγημα, γύρω στις οχτακόσιες λέξεις, θα αναρτηθεί ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, αρκεί μόνο να το στείλει πριν από τα μεσάνυχτα της παραμονής. Έστω και δευτερόλεπτα πιο μπροστά. Θέλουμε να προβάλουμε το κείμενο ενός ταλαντούχου συγγραφέα, ο οποίος δεν έχει συχνή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διευκρίνισαν. Δοκιμάζουμε κάτι, πρόσθεσαν, χωρίς κάποια άλλη διευκρίνιση. Εκτιμούμε το έργο σας, έγραφε το μήνυμα.

Τι λένε αυτοί, αναρωτήθηκε. Έχει χρόνια να ασχοληθεί με το γράψιμο. Διαβάσαμε το μυθιστόρημά σας, το βρήκαμε σε  γνωστό παλαιοπωλείο, συνέχιζε το μήνυμα. Σίγουρα, παλάβωσαν. Το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα πήγε στον κουβά. Δεν του δόθηκε καμιά σημασία. Το θεωρούμε μια αξιόλογη αφηγηματική κατάθεση, αναζητούμε αγνοημένα από την κριτική λογοτεχνικά βιβλία, φίλτατε.

Σηκώθηκε όρθιος, χρειαζόταν επειγόντως ένα κρύο ντους, δεν ήταν μόνο η ζέστη που έσφιγγε από πολύ πρωί. Μας εντυπωσίασε η σχέση της μάνας με τον γιο της στο μυθιστόρημα, η γραφή σας είναι ιδιαίτερα διεισδυτική στην ψυχολογία της ηρωίδας  που φαντασιώνεται αιμομικτική σχέση με τον γιο. Ξέρουμε ότι είστε ένας μετρημένος νέος- πήραμε πληροφορίες γι’ αυτό-,  διαφορετικά θα πιστεύαμε ότι τα έχετε ζήσει. Θύμωσε με τα υπονοούμενα, όμως τον κολάκευε η πρότασή τους.

Επιλέξαμε εσάς, να είστε το κεντρικό πρόσωπο την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου. Γνωρίζουμε πως η μητέρα σας καταγόταν από ορεινό χωριό και παλαιότερα πηγαίνατε στο πανηγύρι οικογενειακώς. Η μοναδική δέσμευση είναι να γράψετε για το πανηγύρι, ο τρόπος είναι δική σας επιλογή. Ζητάμε, ασφαλώς, κάτι που να ξεφεύγει από τα συνήθη.

Αποδέχτηκε την πρόταση, ήταν η πρώτη φορά που τον θυμήθηκαν. Παλαιότερα, έψαχνε για αφιερώματα, έγραφε κι έστελνε, ένα δύο δημοσιεύτηκαν. Το σταμάτησε, γρήγορα, τον παρέσυραν τα απόνερα της αρρώστιας της Μαρίας, τελευταία, πιο πολύ τον στενοχώρησε που δεν βρέθηκε κάποιος  να πιάσει το βιβλίο στα χέρια του, να πει δυο κουβέντες. Δεν βαριέσαι, σκεφτόταν, ένας ακόμη συγγραφέας στη λήθη, όλα θα ξεχαστούν, ζήσε τη ζωή σου, η μητέρα του τον παρηγορούσε την ώρα που έπλεκε τα πόδια της στα δικά του.

Το μήνυμα έφερε τούμπα τα σχέδιά του. Είχαν κλείσει από νωρίς δωμάτιο για τρεις ημέρες στο χωριό της μάνας. Επέμενε η Μαρία, η φίλη του, κόλλημα που είχε η τύχη με τη ζωή του. Τρίτη Μαρία, η φίλη του. Φιλόλογος, ζούσε με τα φροντιστήρια. Τρεις κι εξήντα έβγαζε, αλλά είναι δικά μου λεφτά, έλεγε. Βέβαια, έκανε οικονομίες να εκδώσει την ποιητική της συλλογή. Η μάνα του τσόνταρε όσα έλειπαν, της είχε αδυναμία. Ξαφνιάστηκε. Κέρδισε την εμπιστοσύνη της. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας της μάνας ζωήρευε μόνο όταν έμπαινε η Μαρία στο δωμάτιο. Να γυρίσεις στο σπίτι σου, της ψιθύρισε μια φορά, μια αχνή υγρασία πότισε την άκρη του ματιού της.

Έχει ανοίξει τον υπολογιστή, το βλέμμα του καρφωμένο στην ακτίνα που βρήκε δρόμο, μέσα από το μικρό άνοιγμα που άφηναν οι μπροστινές πολυκατοικίες. Ήταν επίμονη,  είχε καθίσει στο μεσόφρυδο, τον διαόλιζε. Κατέβασε τα  στόρια, γλύτωσε από την αχτίδα, επιμονή κι αυτή, αδελφέ μου, δεν του άρεσε ο ήλιος. Στη Μαρία άρεσαν οι μεσημεριανές περατζάδες στους δρόμους του κέντρου, της άρεσε το χάιδεμα του ήλιου, εσύ είσαι ακριβός σ’ αυτά. Τον κοίταζε με ένα μειδίαμα που δεν μπορούσε να το ξεκλειδώσει. Τον δούλευε; Ήταν έτοιμη να φύγει; Μπα, την βόλευε το σπίτι του. Δοκίμαζε τις αντιδράσεις του;

Ευτυχώς που την κατάφερε, να πάει μόνη της στο πανηγύρι, αν είχε μείνει μαζί του θα τον έσερνε στους δρόμους, άντε μετά να μαζέψει το μυαλό του, να γράψει κάτι. Δεν έφυγε μόνη της, σ’ αυτό δεν δεχόταν δεύτερη κουβέντα. Πήγε με τη φίλη της, από το νηπιαγωγείο μαζί, και μετά τον φίλο της, δεν του γέμιζε το μάτι, όμως η Μαρία του το ξέκοψε, έχω εμπιστοσύνη στη Βιβή.

Άκουσε το βογκητό του παλιού Λάντσια, την ώρα που ξεκίνησαν για το χωριό του. Η Μαρία του πιλάτεψε το μυαλό, ώσπου να κάνουν την κράτηση. Να  σεβαστείς την τελευταία επιθυμία της μάνας σου. Θυμάσαι που, λίγο πριν ξεψυχήσει, με κάλεσε κοντά της. Τι νομίζεις ότι μου είπε; Να σε πάω στο χωριό, να χορέψουμε μαζί, κι αν μπορούμε να πιάσω ένα παιδί εκεί πάνω.

Να χορέψει; Να τρέχει να προλάβει τους άλλους; Παλαβομάρα. Να κρατάς το ιδρωμένο χέρι ενός αγνώστου ώσπου να έρθει η δική σου σειρά για τρία λεπτά, να δείξει τις χορευτικές σου ικανότητες. Τι εγωισμός σ’ αυτά τα πανηγύρια! Με συγχωρείτε, δεν θα πάρω τη μεταλαβιά του πανηγυριού, θύμωνε με τις λέξεις της μάνας. Προτιμούσε τα κλεισμένα παντζούρια του μικρού του διαμερίσματος. Δεν  άντεχε τα βλέμματα  των φιλενάδων της μάνας του, καρφωμένα πάνω του. Δεν άντεχε το σταυρωτό φιλί της κουμπάρας της γιαγιάς του που τον γέμιζε σάλια. Δεν μπορούσε να δώσει τροφή στα κουτσομπολιά που κυκλοφόρησαν όταν πήγαν στο χωριό κι έκαναν το μνημόσυνο του πατέρα του. Κοιμήθηκαν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, η Μαρία είχε μείνει στο σπίτι της γιαγιάς από τον πατέρα. Στα καλντερίμια του χωριού τον κρατούσε από το χέρι, σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια μοιάζετε μάνα και γιος, πόσο σας ζηλεύω, το βλέμμα της φιλενάδας της μαχαίρι.

Ευτυχώς που ήρθε η πρόταση για το διήγημα. Ένιωθε πάντα άβολα τον καιρό που ανέβαιναν στο χωριό. Ο φυσικός του χώρος ήταν το διαμέρισμα. Και η απαλή μουσική. Νιώθει να βρίσκεται στο κενό μιας απροσδιόριστης τρύπας. Είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα κενό. Τι να γράψει; Τι ζητούν από αυτόν οι υπεύθυνοι;

Μπροστά του ο υπολογιστής και το κενό του ανοιγμένου εγγράφου, να ξεκινήσει το γράψιμο. Έγραφε και διέγραφε. Δοκίμαζε τρόπους. Τι περιμένουν απ’ αυτόν; Το μήνυμα ήταν θολό. Είχε συνηθίσει να προσαρμόζεται στις προσδοκίες των άλλων. Στο ραδιόφωνο ακούγεται το τραγούδι In the void της μουσικής μπάντας των Black Sabbath. Τραγουδούσε ο Όζι Όσμπορν, έζησε στα όρια ήταν το σχόλιο του δημοσιογράφου. Αυτό έλειπε από τον ίδιο. Η ζωή του ήταν σε κουτάκια. Όλοι ήξεραν τις συνήθειές του, τον φόβιζε το απρόβλεπτο.

Μπροστά του η λευκή σελίδα, το κενό του Όσμπορν. Που μπορούσε να τα αναποδογυρίσει όλα. Ο ίδιος στεκόταν άβουλος μπροστά στο κενό της λευκής σελίδας του υπολογιστή. Τι να γράψει; Δεν είχε κάποιο ίχνος για την επιθυμία των υπευθύνων του ιστοτόπου. Τι να γράψει για τον Δεκαπενταύγουστο; Να αναφερθεί στην Παναγία και τη θέση της στη γιορτή; Για τις πολλές Παναγιές; Ίσως να ήταν κάποια λύση να συσχετίσει τη μάνα του με τη Παναγία. Το βρήκε.

Η Παναγία είναι η μορφή που κυριαρχεί τον Δεκαπενταύγουστο. Η σεπτή μορφή της μάνας που υπέφερε για το παιδί της. Είναι το αιώνιο πρότυπο της αυτοθυσίας της μητέρας. Δίπλα της στέκει μια κοινή θνητή. Η μητέρα μου- και επιτρέψτε μου την ανίερη σύγκριση- ήταν μια εκδοχή της σύγχρονης Παναγίας……

Σταματάει το γράψιμο. Πανικοβάλλεται. Πιάνει το κεφάλι, ο ίλιγγος εμφανίζεται. Όχι, είναι απαράδεκτο το κείμενο. Προσβάλλω την Παναγία, πώς τόλμησα να κάνω αυτή τη σύγκριση. Θα ξεσηκωθεί η εκκλησία, οι θεοσεβούμενοι θα διαμαρτυρηθούν στις εφημερίδες και τα σάιτς, δεν μπορεί να αποκλείσει και μια επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή. Θα γίνει βούκινο, όχι δεν μπορεί αυτό να το αντέξει.

Το μαρκάρει με κόκκινο, δεν μπορεί να είναι αυτή η οπτική του. Αποκλείεται.

Ανοίγει τα παντζούρια, ο πολύβουος δρόμος έχει σιωπήσει. Ελάχιστοι στους δρόμους. Τον ενοχλεί η αντανάκλαση του ήλιου στην άσφαλτο. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά, τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά. Κλείνει τα παντζούρια.

Δεκαπενταύγουστος. Επιστροφή στη μήτρα της παράδοσης. Εκεί που άνθρωποι ζούσαν αρμονικά με τη φύση. Επιστροφή στη μνήμη, στο χωριό των προγόνων. Να συναντηθούμε  με τις ψυχές τους, να ξαναθυμηθούμε την παρθενικότητα του κόσμου που ξεχάσαμε  στην πόλη. Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου είναι η αφορμή να επιστρέψουμε σε άλλον χρόνο, να δοκιμάσουμε γεύσεις που ξεθάβουν παιδικές μνήμες, να χορέψουμε με τα αθάνατα τραγούδια μας…..

Το χέρι του σταματάει να χτυπάει το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Είναι κολλημένο. Αδύνατο να συνεχίσει. Σηκώνεται όρθιος. Ψήνει έναν καφέ στο μπρίκι, αυτή την εικόνα θυμάται από τον πατέρα του. Πώς ξεπετάχτηκε αυτή, τα είχε τοποθετήσει όλα αυτά στον κάδο της μνήμης.  Χάλασε η μηχανή για espresso, έμενε μόνο το γυάλινο κουτί με ελληνικό καφέ, ίσα που βγήκε μια κουταλιά, τον είχε αγοράσει η Μαρία για τις επισκέψεις της φίλης της Βιβής.

Κάθεται στο μικρό σαλόνι. Η ρουφηξιά του τον ξαφνιάζει.  Ακούγεται σαν μεγάλη πέτρα σε ακύμαντη θάλασσα. Όχι, είναι πολύ γελοίο το κείμενο, σκέφτεται, την ώρα που ανάβει ένα τσιγάρο, πού και πού έκλεβε κανένα από το πακέτο της Μαρίας, ευτυχώς που δεν τα  μέτραγε.

Δεν θα είναι ο εαυτός του στο κείμενο. Δεν τα πιστεύει όλα αυτά, ούτε συμφωνεί με τα νοσταλγικά. Και με την επίδειξη στα πανηγύρια. Θυμάται που το πανηγύρι είχε αρχίσει να χάνει την παλιά του αίγλη, τα καινούργια τραγούδια  ανούσια. Δεν ήθελε να ζει με ψευδαισθήσεις. Μαρκάρει κι αυτό το κείμενο με κόκκινο.

Νιώθει πολύ κουρασμένος. Θα ήταν προτιμότερο να γράψει κάτι πρωτότυπο για τον Δεκαπενταύγουστο. Τι είναι όμως αυτό; Και αν δεν αρέσει στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του ιστοτόπου; Αν δεν το διαβάσει κανείς; Θα  είναι η ταφόπλακά του.

Πώς μπορεί να αρέσει; Πώς μπορεί να το μάθει; Χασμουριέται. Κοιτάζει το ρολόι του, έχει δυο ώρες να στείλει το διήγημα.

Πετάγεται έντρομος. Είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι, το κεφάλι του πάνω στο πληκτρολόγιο. Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του, τα ’κανα σαλάτα, ψιθυρίζει. Έξι το πρωί, χαράζει. Το διήγημά του σκέψεις ανάκατες. Για μια ακόμη φορά τα έκανε σκατά.

Πλόιγκ! Ο ήχος του μέσσεντζερ.  Με μια διεύθυνση στον ιστότοπο. Το κείμενό του δημοσιευμένο, στην πρώτη σελίδα. Έτσι όπως υπήρχε στον υπολογιστή, χωρίς διορθώσεις. Μόνο ο  τίτλος προστέθηκε. Γράφοντας ή Γιορτάζοντας τον Δεκαπενταύγουστο;

Ήχος μηνύματος στο κινητό. Σας ευχαριστώ, αγαπητέ, για το καταπληκτικό σας κείμενο. Είναι αυτό που ζητούσαμε. Σαρώνουν οι επισκέψεις αναγνωστών.

Και τρίτος ήχος, αυτή τη φορά στο βάιμπερ. Ένα βίντεο. Με τη Μαρία, τη Βιβή και τον φίλο της να χορεύουν στο πανηγύρι, τις πρωινές ώρες.

Ξαναδιαβάζει το κείμενο. Δεν ξέρει πώς έφτασε στον ιστότοπο. Όμως, βρίσκει πετυχημένο τον τίτλο. Μόνο που για τη δική του περίπτωση θα τον άλλαζε. Γιορτάζοντας στο χοροστάσι.

Γεμίζει το σακίδιό του με προσωπικά είδη. Τηλεφωνεί στον ταξιτζή που ζει στην πολυκατοικία. Κανόνισε, θέλω να προλάβω το πανηγύρι. Σήμερα το βράδυ.

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς