Scroll Top

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος | Αύγουστος 2025 | Φανή Κεχαγιά

Όπου κι αν ταξιδέψω, Αύγουστος…

Ο Αύγουστος δεν είναι απλώς  μήνας του καλοκαιριού.

Είναι μετέωρος χρόνος. Είναι κατώφλι – προς κάτι που τελειώνει και κάτι που ίσως αρχίζει. Είναι εκεί όπου το φως βαθαίνει και οι σκιές γίνονται πιο ειλικρινείς.

Είναι στιγμές αιώρησης – εκεί που το παρελθόν βαραίνει, το μέλλον σιωπά, και το παρόν μοιάζει εύθραυστο.

 Ένα τοπίο εξωτερικό και εσωτερικό, που η μνήμη επιστρέφει σαν παλίρροια.

Ο Δεκαπενταύγουστος, ακίνητο σημείο στο κέντρο του Αυγούστου, κουβαλά αντιφάσεις: πανηγύρι και σιωπή, συλλογικότητα και ερημιά, πίστη και απώλεια. Όσοι γράφουν για το καλοκαίρι, γράφουν για κάτι που ξεγλιστρά –  ένα ταξίδι που μπορεί να μην έγινε ποτέ, ένα βλέμμα που δεν επιστρέφει, μια ανάμνηση που έμεινε στο φως.

Τα διηγήματα αυτού του αφιερώματος, προσωπικά ή φανταστικά, συνθέτουν μια κινούμενη χαρτογραφία του καλοκαιριού. Ιστορίες που αναδύονται από το βάθος, σαν κομμάτια από ένα κοινό καλοκαίρι που συνεχώς ξαναγράφεται. Λόγος εσωτερικός, θραύσμα μνήμης, ίχνη που αφήνει το καλοκαίρι  – και η γραφή του.

Καλωσορίσατε στη διαδρομή…

μια διαδρομή λέξεων με αφετηρία το φως του Αυγούστου…

Η επιμελήτρια του αφιερώματος

Μίνα Π. Πετροπούλου

Φανή Κεχαγιά

Ήμασταν τότε 

Τέσσερα νέα παντρεμένα ζευγάρια, στα τριάντα, πάνω κάτω συνομήλικοι. Δεκαπενταύγουστος στη Θάσο, τηλεφωνική κράτηση της τελευταίας στιγμής σε ενοικιαζόμενα δωμάτια στον Λιμένα. Δρομολόγιο από Κεραμωτή. Ο ένας βάφτισε το παιδί του αλλουνού, κουμπάρα, κουμπάρε, όλοι μεταξύ μας κυκλικά συν-κούμπαροι, τόσο φίλοι. Δεκαετία του ’90. Κινητά και ίντερνετ στην Ελλάδα ακόμη γιοκ. Φωτογραφίες με φωτογραφική μηχανή, φιλμ που εμφανίζονταν και άλμπουμ φουσκωμένα με λαχταριστές αναμνήσεις.

Αφήσαμε με πείσμα πίσω τα αγκομαχητά μιας καθημερινότητας πρησμένης, αναπόφευκτα φορτικής για τριαντάχρονους που παλεύουν να ισορροπήσουν φρέσκα αχόρταγα νοικοκυριά και αμφίβολης εξέλιξης ατομικές δουλειές στα ξεκινήματα. Πρώτα παιδιά –δίχρονα, τρίχρονα, μηνών–, το ένα ζευγάρι ακόμη άτεκνο, η Τ. έξι μηνών έγκυος στο δεύτερο, κοριτσάκι, χαρά στο κουράγιο της. Τα πρώτα παιδιά, και τα τρία αγόρια, έμειναν πίσω στους παππούδες, να πάμε χωρίς παιδιά και κυνηγητά και κουβαδάκια, να είναι δίκαιο και για τον Ζ. και τη Γ. που ακόμη δεν έχουν, ναι, να ξέρουν τι τους περιμένει, αλλά δεν φταίνε να ζαλίζονται με φωνές και ταΐσματα και να κοιμούνται από τις εννιά, να πάμε χωρίς παιδιά, ένα διάλειμμα το χρειαζόμαστε όλοι.

Δύο αυτοκίνητα τιγκαρισμένα, δυο ζευγάρια στο καθένα, μουσική, παράφωνο τραγούδι, γέλια και πειράγματα στη διαπασών. Ανεμελιά. Είπαμε θα τα αφήσουμε όλα πίσω και τα αφήσαμε, ευκολάκι άμα είσαι τριάντα, κοιτάς μπροστά ευθυτενής με βλέμμα διαυγές, όλα θα γίνουν, όλα θα τα φτιάξουμε. Ο Λιμένας γεμάτος, Έλληνες οριακά περισσότεροι από τους Σέρβους και τους Ρουμάνους, καμία σχέση με σήμερα που το νησί βουλιάζει υπερτουριστικά από κάθε καρυδιάς καρύδι της Βαλκανικής – τελευταία αυξήθηκαν και οι καλοζωισμένοι Τούρκοι, μαθαίνω.

Γεμίσαμε τα ψυγεία των δωματίων με νερά και πρωινά από το σούπερ μάρκετ, νες καφέ, ατομικά νουνού στο διχτάκι, βούτυρο, σαλαμοκάσερα, μαρμελάδες, συσκευασμένα κρουασάν. Για ψωμί και καμιά τυρόπιτα θα έβγαιναν οι άντρες το πρωί, πρώτα θα τρώγαμε όλοι μαζί στο δωμάτιο με το φαρδύτερο μπαλκόνι, μετά θα εκδράμαμε, έτσι ήταν το πλάνο.

Πρώτο μπάνιο στο Πευκάρι, παραλία ανομπρέλιαστη κι αμπιτσόμπαρη –ελεύθερη–, είχαμε κουβαλήσει δυο δικές μας ομπρέλες κι ένα καρεκλάκι για την Τ., να μη ζορίζεται κάτσε σήκω κατάσαρκα στην άμμο με την εξάμηνη κοιλιά της. Οι άλλοι πετσετάτα, οι άντρες στριμώχτηκαν στη σκιά των ομπρελών, εγώ, η Γ. και η Χ. θέλαμε ήλιο κι ένα τελευταίο μαύρισμα πριν από την επιστροφή στα ανήλιαγα γραφεία, νωχελικά ξεροψηθήκαμε πάνω κάτω λαδωμένες άψογα σαν αργοψημένες στη σχάρα μπριζόλες, τότε ο ήλιος ήταν ακόμη σχετικά φιλικός, ανεκτός. Το μεσημεροαπόγευμα, έπειτα από κάμποσο κολύμπι, έπεσε πείνα, τσακίσαμε γαύρο μαρινάτο, χωριάτικη, τζατζίκι, καλαμαράκια και κολοκυθάκια τηγανητά σε ταβερνάκι πάνω από την παραλία, συνοδεία νέφους μελισσών και μαστουριάζοντας με το βαρύ ντουμάνι ελληνικού καφέ που τα γκαρσόνια έβαλαν να καίγεται σε αυτοσχέδια μπολάκια από τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο για να διώχνει –δήθεν– τις μέλισσες. Αυτές αχαμπάριαστες και θρασύτατες μας πολιόρκησαν ανηλεώς – αφού δεν φάγαμε καμιά σε κάποια μπουκιά, πάλι καλά. Το άγχος ήταν η αλλεργική σε τσιμπήματα μελισσών Χ., τη βάλαμε στη μέση αραδιάζοντας όλους τους καιόμενους καφέδες μπροστά της, αυτή τσιμπολογούσε ανόρεχτα προσπαθώντας την περισσότερη ώρα να αποκρούει τις επιθέσεις των μελισσών και τον κάζο των αντρών που δεν την άφησαν σε χλωρό κλαρί, ρε, τι στενοχωριέσαι, το πολύ πολύ να πεθάνεις χαρούμενη πλάι στο κύμα, κι εξάλλου έχουμε γιατρό μαζί μας, θα σε σώσει – μόλις είχε ανοίξει το κτηνιατρείο του ο Ζ.

Το βράδυ ποτά στα Λιμενάρια, οδικό δίκτυο Λιμένας-Λιμενάρια φιδογυριστό, μιλούνια κόσμος εκεί, καλύτερα που κλείσαμε στον Λιμένα, τελικά, ε; Πιο παρεΐστικα, πιο ήσυχα, πιο φθηνά, πιο, ρε παιδί μου, πιο.

Την επόμενη, πρωινό και καφέδες στο δικό μας μπαλκόνι, με πρώτη κουβέντα το σεξ, ποιος έκανε χθες βράδυ, εμείς ξεραθήκαμε, είπε ο Ζ., εγώ ήθελα, αλλά ο Β. γκούρλωσε με τόσα ποτά, γκρίνιαξε η Τ., έγκυος είσαι, εγώ το παιδί μου νοιάζομαι, σήκωσε τα χέρια ο Β., εγώ κι ο Π. γελούσαμε, ο Μ. με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, φως φανάρι δεν γάμησες, μαλάκα, τον πρόγκηξε ο Β., αν έπρεπε να έχει κάποιος μούτρα, αυτή είμαι εγώ, συμπλήρωσε η Χ. ανάβοντας τσιγάρο με ύφος καρδιναλίου, όπα, τι έγινε, παιχταρά μου, δεν μπόρεσες να σκοράρεις; Γέλια όλοι, ο παιχταράς μούγκα. Τσιγάρα πέντ’ έξι –όσα πάρει– απαραιτήτως με τον καφέ, διότι οχτώ νοματαίοι που σκόπευαν να περάσουν τη μέρα όλη έξω ήταν μεγάλη χρεία να ξεφορτώσουν πρώτα το χθεσινό εντερικό φορτίο τους με εναλλάξ επισκέψεις στην τουαλέτα, αλλά έλα που το ρολόι του καθενός δούλευε με διαφορετική ώρα. Μας πήρε πάνω από δυο ώρες μέχρι να πει ο τελευταίος το οκέι, παιδιά, φεύγουμε.

Παραλία Ψιλή Άμμος. Ο «παιχταράς» –ο Μ. της Χ.–, ο μόνος άβγαλτος και άμαθος από θάλασσα, κουντούρντισε από την ώρα που μπήκαμε στο φεριμπότ, θέλω να πάρω μάσκα και αναπνευστήρα, εγώ οπωσδήποτε θέλω μάσκα και αναπνευστήρα, αλλά πανάκριβες οι μάσκες-αναπνευστήρας στον Λιμένα και στα Λιμενάρια. Οι άλλοι να τον πειράζουν, τι τη θες τη μάσκα, ρε μαλάκα, αφού δεν ξέρεις κολύμπι, εντέλει σταματήσαμε σε ένα ψιλικατζίδικο στην Καλλιράχη και ο Μ. βγήκε κραδαίνοντας τη μάσκα και τον αναπνευστήρα του τρισευτυχισμένος σαν πεντάχρονο, έλαμψε η φάτσα του, τόσο χαρούμενο παίζει να μην το ξαναείδα στα τριάντα τόσα χρόνια που τον ξέρω. Κοίτα να μας κάνεις ρεζίλι σε όλη την παραλία, μαλάκα, μ’ αυτό το μαραφέτι, σε έχω ικανό, του πέταξε ο Β. της Τ., μεγάλο πειραχτήρι, τέρμα αθυρόστομος.

Και μας έκανε – τρόπος του λέγειν. Φόρεσε την πολυπόθητη μάσκα του ακόμη από την άμμο, δάγκωσε τον αναπνευστήρα του και τσαλαβουτούσε στα ρηχά κανένα τρίωρο. Το γελοίο της υπόθεσης: ο Μ. ήταν και εξακολουθεί να είναι ψηλός, 1,90, μπορεί και περισσότερο. Μαγεμένος από τον πρωτόφαντο γι’ αυτόν βυθό –αστερίες, μικρά προεξέχοντα στον βυθό βραχάκια, κοπάδια αθερίνες και λοιπά αφρόψαρα–, κάθε τρεις και λίγο ορθωνόταν σε όλο το μπόι του, με το νερό στα γόνατα, και μοιραζόταν φωναχτά τον πεντάχρονο ενθουσιασμό του με μας που ξαπλαρώναμε στην παραλία πίνοντας μπίρες. Κάπου τη δέκατη φορά, ο Β. δεν άντεξε:

«Βγάζε τουλάχιστον τον αναπνευστήρα, ρε μαλάκα, να καταλαβαίνουμε τι λες».

Ξεροί από τα γέλια εμείς. Η Τ., με τη συμπιεσμένη από την εξαμηνίτικη κοιλιά κύστη, κατουρήθηκε επάνω της. Ο Μ. ή που δεν άκουσε τον Β. ή που τον έγραψε κανονικά, συνέχισε απτόητος για κανένα μισάωρο ακόμη τις ίδιες πνιχτές στον αναπνευστήρα ιαχές, μέχρι που η Χ. βούτηξε και τον μάζεψε, άντε, φτάνει, αρκετά, λέπια θα βγάλεις. Συνάμα, η Χ. οριακά 1,50 άνθρωπος, άλλο γέλιο να βλέπεις τον Μ. να ακολουθεί τη Χ. έξω σαν παιδί που το έπιασαν με το χέρι στο βάζο με τις καραμέλες. Βγήκε παπαριασμένος και με τα χείλη μελανά, αλλά πανευτυχής. Όταν θέλω να προσωποποιήσω την ανόθευτη ευτυχία, τον Μ. εκείνη τη ημέρα στην Ψιλή Άμμο σκέφτομαι.

Μας είχαν μιλήσει για τη Μονή Αρχαγγέλου, κρέμεται πάνω από τη θάλασσα σκαλωμένη σε βράχο ψηλό, όνειρο, να πάτε. Πήγαμε μετά το μπάνιο, με τα στεγνωμένα επάνω μας μαγιό και την αλμύρα χνούδι στο δέρμα. Δεν μας είπαν, όμως –που δεν θα έπρεπε, οφείλαμε να το γνωρίζουμε–, ότι για να μπούμε έπρεπε πάνω από τα μαγιό μας, άντρες γυναίκες, να φορέσουμε τα παρδαλά –κατεξοχήν φλόραλ της λαϊκής– τσισίτια που μας έδωσαν οι μοναχές – ή οι μοναχοί, μου διαφεύγει πλέον. Έγινε το σώσε. Ειδικά τα αγόρια, ντυμένα πατόκορφα με παράταιρα «κοστούμια» φούστα-μπέρτα, ο γάμος του Καραγκιόζη. Αφού δεν μας πέταξαν με τις κλοτσιές από το μοναστήρι, πάλι καλά. Από κάποια στιγμή κι έπειτα, εξακτινωθήκαμε στους χώρους της μονής κατά μόνας αποφεύγοντας ο ένας τον άλλο, γιατί μας έπιανε νευρικό γέλιο μόλις το βλέμμα του ενός έπεφτε στον άλλο. Η Μονή Αρχαγγέλου πράγματι μαγική και ως τοποθεσία –η απεραντοσύνη του Βόρειου Αιγαίου κεντούσε αστραφτερές τρίλιες αποκάτω– και ως αρχιτεκτονική –κάτασπρη, πετρόστρωτη, με αυλή πνιγμένη στις μπουκαμβίλιες. Μόλις βγήκαμε, το πρώτο που κάναμε ήταν να βγάλουμε από το αυτοκίνητο στεγνά μαγιό και να αλλάξουμε τα κατουρημένα, τόσο γέλιο. Να δείτε πώς είναι, γελούσε η Τ., που πήρε την εκδίκησή της για τις πλάκες που της κάναμε για την ακράτεια.

Για φαγητό ανεβήκαμε στον Θεολόγο, ορεινό χωριό στην καρδιά του νησιού, γνωστό για το ψητό κατσίκι του. Το κατσίκι εγώ ούτε να το μυρίσω, οι άλλοι το τσάκισαν γλείφοντας τα δάχτυλα, απορώ πώς το κατόρθωσαν με τέτοια ζέστη κολασμένη και τη μύγα σύννεφο. Υποθέτω πως, άμα είσαι τριάντα, όλα γίνονται. Την επομένη, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, από τη μεθεπόμενη κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, δουλειά, παιδιά και τα λοιπά δέοντα.

Διακοπές όλοι μαζί δεν ξαναπήγαμε. Εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συνυπάρξαμε στο κύμα. Την παρέα την κρατήσαμε, την κρατάμε ακόμη, είναι και η συν-κουμπαροσύνη, εξάλλου. Από τα τέσσερα ζευγάρια, μόνο δύο έμειναν παντρεμένα, τα άλλα δύο διαλύθηκαν. Ο Μ. της Χ. ζει πια με άλλη γυναίκα, ο μικρός γιος τους –ούτε ως υπόνοια υπαρκτός εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο– σε λίγο θα γίνει πατέρας. Ο Ζ. έχει πια τρία κτηνιατρεία στην Αθήνα, το ένα το κρατάει η Γ. Εγώ μετά το διαζύγιο μετακόμισα στη Σεβίλλη, κάνω μαθήματα ελληνικών σε Έλληνες της Ισπανίας και λοιπών εθνικοτήτων λάτρεις της ελληνικής γλώσσας. Ο Β. και η Τ. πέρασαν κάμποσες φουρτούνες, αλλά παρέμειναν μαζί, ξεπαίδιασαν, ταξιδεύουν και χαίρονται ο ένας τον άλλο. Τα παιδιά μας κοντεύουν τριαντάρηδες, μας τσιγκλάνε σκόπιμα με το εκνευριστικό «οκέι, μπούμερ», εμείς φωνάζουμε «Δεν είμαι μπούμερ, είμαι Gen X και θα σέβεσαι», αυτά γελάνε και μας τρολάρουν.

Πολλά άλλαξαν. Βασικά, τα πάντα –κινητά, διαδίκτυο, εμμηνόπαυση, μετοικίσεις, πόλεμοι, πρεσβυωπία, διαζύγια, πτυχία και ξενιτεμοί παιδιών, σε λίγο γάμοι, προσφάτως η Τεχνητή Νοημοσύνη–, αλλά είμαστε ακόμη εδώ. Πέρα από προσωπικές και οικογενειακές απώλειες, οι αρρώστιες οι βαριές και ο θάνατος μας έκαναν τη χάρη να μείνουν για την ώρα μακριά μας. Συχνά, όταν πλησιάζει Δεκαπενταύγουστος, θυμάμαι τον Μ. με τον αναπνευστήρα, τις γελοίες λουλουδιαστές φορεσιές στον Αρχάγγελο, τον καμένο καφέ στο Πευκάρι, τα πρωινά στο μπαλκόνι μας, τις ολοήμερες πλάκες και χαμογελάω. Τι εύκολο το είχαμε το γέλιο τότε. Ήταν κι άλλες εποχές, η αθωότητα χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας, αλλά κι εμείς τι ήμασταν τότε; Παιδιά ήμασταν.

Τώρα είναι παιδιά τα παιδιά μας, η αθωότητα πυρπολήθηκε σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, τίποτε δεν έμεινε όρθιο, καθαρό, υγιές. Παρ’ όλα αυτά, κόντρα σε όλα, θα έχουμε πάντα εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο. Αυτόν όχι. Κανένας δεν μπορεί να μας τον πάρει.  

Βιογραφικό Φανή Κεχαγιά

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου