Γιάννης Τόλιας
Ο άνθρωπος που νόμιζε ότι είναι ένας άλλος
Κάθε πρωί ξυπνούσε με το όνομα κάποιου άλλου.
Όταν κοίταζε τον καθρέφτη το πρόσωπό του άλλαζε συνεχώς μορφές.
Είχε – συνεχώς – την επίμονη αίσθηση πως ήταν κάποιος άλλος. Έμοιαζε σαν να κατοικεί σε ένα μυστηριώδες σπίτι με άγνωστους σύνοικους.
Είναι αβάσταχτο πια αυτό το μαρτύριο να ψάχνει – συνεχώς – τον πραγματικό του εαυτό. Δοκίμαζε όλους τους πιθανούς τρόπους για να βρει κάποια λύση αλλά δεν κατέληγε πουθενά.
Έτσι ένα μεσημέρι πήρε τη μεγάλη απόφαση, περπάτησε αργά μέχρι τη μεγάλη γέφυρα του Ρίου – εκεί που οι κολόνες της δεν άγγιζαν γη, ούτε όμως και τον ουρανό.
Ήταν Αύγουστος και ο ήλιος πυρπολούσε τη θάλασσα. Τα καλώδια της έτρεμαν από τον άνεμο χορδές σαγηνευτικού οργάνου. Κοίταξε κάτω, και τότε άκουσε το θαλασσινό νερό να τον καλεί επίμονα σε μια γλώσσα που δεν είχε μάθει ποτέ, αλλά κατά κάποιο παράξενο τρόπο απλώς την καταλάβαινε. Αποφασιστικά στάθηκε όρθιος στο κιγκλίδωμα.
Το μελτέμι του Πατραϊκού κόλπου του χάιδευε το μάγουλο, σαν χέρι μητέρας παρηγορητικό. Εκείνη την παγωμένη στιγμή το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν το πλήθος με τα διαφορετικά πρόσωπα που τον κατοικούσαν χρόνια τώρα.
Και τότε πήδηξε Όχι για να πεθάνει αλλά για να φτάσει στη λύτρωση.
Λίγο πριν φτάσει στην επιφάνεια της θάλασσας εκεί στο όριο ανάμεσα στον αέρα και το νερό, το πρόσωπό του ξαφνικά καθρεφτίστηκε στην επιφάνεια της θάλασσας.
Κι ήταν αυτός – επιτέλους – αληθινός. Μέσα σε εκείνο το τελευταίο βλέμμα, μια ανταύγεια γνώσης τρόμου και γαλήνης τού αποκαλύφθηκε σαν επιλογικός ψίθυρος:
«Δεν είσαι κάποιος άλλος, αλλά εσύ. Ο ένας και μοναδικός».
Κι ύστερα, η θάλασσα τον κατάπιε απαλά…
…σαν μήτρα που ξαναδέχεται πίσω το παιδί της.