Γράφει ο Κώστας Αρκουδέας
Ταξιδευτή, μη λησμονάς *
Η Χώρα είναι έρμη, σιωπηλή. Από τα χαγιάτια δεν ξεφεύγει μήτε ψίθυρος. Μονάχα οι σκύλοι αλυχτούν. Όλα έχουν χωνευτεί στην ομίχλη∙ συνήθεια παλιά στην Πάτμο. Σαν πέφτει η ομίχλη, οι πάντες σιγούν και αφουγκράζονται. Πίσω από βαριές κουρτίνες με πλουμιστά κεντίδια, βλέμματα γιομάτα περιέργεια ακολουθούν τα βήματα του ξενόφερτου επισκέπτη. Μα εκείνος δε νοιάζεται για αυτά. Στέκεται στα Αλλοτινά, έξω από ένα αρχοντικό ανωκάτωγο, απλό, λιθόχτιστο, χωρίς φιοριτούρες. Η μόστρα του είναι σαρακοφαγωμένη από τον χρόνο. Δυο κυπαρίσσια ρίχνουν βαριά τη σκιά τους. Η ξεφλουδισμένη εξώπορτα δεν είναι σφαλισμένη. Παρατημένη στον αυλόγυρο, μια πρασινωπή γλιτσιασμένη στέρνα. Η θέα της του ξυπνάει μνήμες άλλων εποχών, τότε που τα παιδιά πλατσούριζαν ακόμα στα λασπόνερα.
Μια φωνή από την πάνω αυλή τον συνεφέρνει:
«Έι, ξένε! Κόπιασε να σε φιλέψω κάνα πουγκί».
Ο καπετάν Σταυρής είναι αυτός που τον καλάει. Όλοι ξέρουν τον βίο και την πολιτεία του. Η φαμέλια του ήταν σπουδαία· οι παππούδες του έμποροι απ’ το Αϊβαλί. Κάποτε όλο το νησί δούλευε στα πετροκοπιά για λογαριασμό τους. Τώρα μονάχα τούτος έχει ξεμείνει. Δεν έχει απογόνους, ούτε έχει σπείρει αποπαίδια εδώ κι εκεί.
«Κείνοι οι καιροί περάσαν», συνηθάει να λέει. «Σειρά έχουν άλλοι να ζήσουνε τη γης».
Χωρίς δισταγμό, ο ξενόφερτος περνάει την εξώπορτα και μπαίνει στο αυλιδάκι. Βλέπει απλωμένη τη λάτρα του σπιτιού. Μια Βόρεια γυναίκα, ξανθιά, φτυαρίζει ψωμί από τον χτιστό φούρνο. Ούτε ματιά δεν του ρίχνει. Η φωνή του καπετάνιου, βροντερή, ανασαλεύει τη σιωπή.
«Άιντε, βλογημένε! Πρόκαμε στο καλόσπιτο».
Ο ξενόφερτος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια μέχρι το ανώι. Στα μαντώματα των παραθύρων είναι χαραγμένα τρικυμισμένα κύματα∙ μάτι για τη βασκανία. Από την ξυσμένη μεσημβρινή πορτοφυλλάδα ξεπροβάλλει καλοσυγυρισμένη η σάλα. Αστράφτουν στα ερμάρια τα μικρασιατικά χειροτεχνήματα, τα μαυριτάνικα μπακίρια. Πλάι στη σάλα είναι το δώμα του ύπνου. Ξακρίζει η γωνιά από ένα ανάκλιντρο με ουρανό, σκεπασμένο ολόγυρα με πορφυρή αιγυπτιακή νταντέλα.
Στρωμένος στο καρεκλίνι του, στην πάνω αυλή, είναι ο καπετάν Σταυρής ο σμιχτοφρύδης. Μουρμουράει αλλά δεν λέει τίποτε από τις τζαναμπετιές που συνηθάνε οι γέροι.
«Περπάτα, μωρέ, με το κεφάλι αψηλά. Να ’σαι και να φέρνεσαι σερέτης. Δείχνε πως οι Γραικοί δεν έχουνε σκαρτέψει ακόμα. Στάκα και θα ιδείς πολλά».
Το μαύρο πουκάμισό του είναι ξεκούμπωτο. Οι τρίχες στο στέρνο του, χιόνι. Ένα φαρδύ ζωνάρι κρατάει από τη μέση του μια βράκα κρητικιά. Ο σβέρκος του είναι ολόμαυρος, ταυτότητα του παλιού θαλασσινού. Το γένι του μακρύ και γκρίζο. Στο τραχύ του μούτρο είναι γραμμένη ολάκερη η ιστορία του νησιού – κάθε ζάρα κι ένα γύρισμα του χρόνου. Τότε που βυθισμένο ακόμα το φώταγε η Σελήνη και παρακαλούσε την Άρτεμη να το ανασύρει. Ύστερα ήρθαν Κάρες, Λέλεγες, Ίωνες. Ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες. Κατόπιν ο Ιωάννης της Αποκάλυψης. Μακεδόνες και Κομνηνοί αυτοκράτορες, Νορμανδοί πειρατές, Σαρακηνοί και σταυροφόροι, Ιωαννίτες ιππότες, κόνσολοι και καπουτσίνοι μοναχοί. Ο Φραντζέσκος Μοροζίνης, ανάθεμά τον! Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, η Φιλική Εταιρεία και η Πατμιάδα Σχολή. Η απελευθέρωση. Όλα χαρτί και καλαμάρι πάνω του.
Στον ώμο του καπετάνιου είναι γαντζωμένο ένα καστανόγκριζο πουλί. Ένας μικρός ψαραετός. Γαμψά νύχια, γερά φτερά. Η ματιά του χιμάει πέρα μακριά, στη θάλασσα. Έπειτα επιστρέφει και ενώνεται με του αφεντικού του. Πρέπει να είναι χρόνια μαζί.
Ο ξενόφερτος δεν έχει τι να πει. Καλύτερα να σωπαίνεις εκεί όπου η ομορφιά σμίγει με τη σπανιότητα.
Ο γέροντας καταγίνεται μ’ έναν ναργιλέ βολεμένο ανάμεσα στα σκέλια του. Είναι κοκκάλινος με στιλβωμένο πώμα, φερμένος από ταξίδι μακρινό. Τα ροζιασμένα του δάχτυλα αδράχνουν τον λουλά. Ρωτάει με το μέσα των χειλιών του καθώς ρουφάει:
«Αναρωτάσαι ποιος είμαι του λόγου μου…»
Ο ξενόφερτος κάθεται αντίκρυ του στο ασβεστωμένο πεζούλι.
«Ποιος είσαι;»
Το ράμφος μισανοίγει. Αποκρίνεται ο αετός αντί για δαύτον.
«Είμαι ο αλαφροΐσκιωτος, ο ονειροκρίτης, ο δωρητής. Είμαι ο ταξιδευτής, ο ανεμοδαρμένος, ο θαλασσοπνιγμένος. Ο πραματευτής, ο θαυματουργός, ο γιομάτος μπόλι».
Η κατάπληξη του ξένου δεν έχει όρια.
«Ποιος;…»
«Είμαι το φάντασμα, εκείνος που ζει για πάντα. Το φίδι το σοφό π’ οδηγάει μπρος».
Ο γέροντας είναι εγγαστρίμυθος. Το όρνιο πάνω του ημερωμένο. Οι δυο τους γίνονται ένα. Ένα κορμί με δυο κεφάλια. Ένας αετός με δυο κεφάλια. Ένας δικέφαλος αετός.
Η στυφή μυρωδιά του καπνού πασπατεύει τα ρουθούνια του ξένου. Μπουμπουκιάζει και απλώνεται μέσα του. Η ομίχλη αποτραβιέται και φανερώνει την ξανθομαλλούσα γυναίκα να κόβει φραγκόσυκα στην πλαγιά. Χαμηλά, οι όρμοι του Γροίκου. Να κι ο Κάμπος, η Τρυπητή, η Χαχλακιά. Οι Φούρνοι και η Ικαριά στα βόρεια. Η Κάλυμνος και η Λέρος νότια. Η Σάμος κατά τη μικρασιατική μεριά. Όλα τα πελάγη αγναντεύεις από εδώ. Τον κόσμο όλο.
Το αλαφρό πλεούμενο έχει ξελύσει τους κάβους του και έχει σηκώσει παντιέρα. Βίρα! Πότες πρόκαμε και πήγε τέτοια ώρα; Ο αϊτός μιλάει και μολογάει. Ο καιρός γερνάει, δεν είναι πλια ο ίδιος.
Τώρα δα είμαστε πεντέμισι οργιές μακριά του παραδείσου. Είμαστε στην Ελλάδα με τα χιλιάδες νησιά. Καραβοκύρης μας είναι ο καπετάν Σταυρής. Βάνει αντήλιο το ζερβό του χέρι κι αγναντεύει το πέλαος. Γεια σου, καπετάν Σταυρή! Ο νήλιος τρέχει κάτω στον βυθό με τα δελφίνια. Η θάλασσα αναριγάει στο διάβα μας. Ο αγέρας είναι αψύς. Γλαρόνια πετούν αγάλι πάνωθέ μας. Κάποιο απ’ αυτά μας ακολουθεί από την αρχή του ταξιδιού. Το ’χουμε βαφτίσει Θεολόγο. Απ’ όξω η πρώρη δρασκελάει το νερό με θρύλους πιότερο παλιούς κι απ’ τον χρόνο. Κατάπολα είν’ ένα ’ρημονήσι, ένα αμμουδερό περιγιάλι με θαμμένους θησαυρούς. Ίσαμε δυο ανθρώπους χωρεί, άιντε τρεις. Άμα θες, μπορείς να ψαρέψεις μουστακωτούς αστακούς με την απαλάμη, να αφήκεις τα χταπόδια να κολλούν στη φτέρνα σου και να τα βγάνεις όξω. Εμείς προχωράμε, φεύγουμε απ’ το ’ρημονήσι. Το σκαρί σειέται και λυγιέται πά’ στον αφρό. Το γιόμα τούτο είναι ζεστό. Ο θόλος αστρόφωτος. Το φίδι το σοφό μάς οδηγάει. Το φίδι κι ο αϊτός.
Να κι η στεριά! Ένα σαμιαμίθι στέρφα γης. Μικρό σαν φάτνη, όλο καμάρες, πυργίζεται ένα ολόλευκο χωριουδάκι, ένα ’ναποδογυριστό τσαμπί μοσχάτο σταφύλι. Έχει κάστρο στην κορφή, με τον Σείριο να στραφταλίζει απάνωθέ του σαν χάντρα. Το σκαρί μας βρίσκει απάγκιο στη Σκάλα. Πλεούμενα σφυρίζουν και φουντάρουν για ’ραξοβόλια αλαργινά. Σφουγγαράδες και ναυτάκια έχουν συναχτεί στην προβλήτα. Γυρολόγοι μικροπωλητάδες διαλαλούν την πραμάτεια τους. Άλλος πουλάει κρασοβάρελα, άλλος γαλβανωματιές. Κουδουνίζουν καρότσια με καλαθούνες γιομάτες αγριοπέπονα και γινωμένα αχλάδια.
«Ποιο νησί είν’ τούτο, καπετάνιε;»
«Άμε στο καλό σου, καημένε! Τι διάτανο, δε γλέπεις; Η Πάτνος είναι».
Μόν’ είναι γιορτή∙ μεγάλη γιορτή, όλο χαρά: Δεκαπενταύγουστος. Λαλούνε ταμπουράδες και σαντούρια και κανονάκια γαλιάντρικα. Ταξίμια γενόνται στον πάνω μαχαλά. Ζυγιά βιολί με λαγούτο, τσαμπούνα με τουμπάκι. Τάβλες με λογής φιλέματα έχουν στρωθεί απ’ όξω στους καφενέδες. Λαγήνες με σαντορινιό κρασί παγαίνουν κι ερχόνται. Μπρούσκα γέλια και χουγιάσματα.
Ένα λεφούσι πεντάμορφες ψαροπούλες ξαμολιούνται απ’ τα κονάκια τους. Πρωτάρες, αστεφάνωτες. Μαθές νησαίοι αγγέλοι στήνουν χορό στην πιάτσα.
«Τι ’ν’ τούτες, καπετάνιε;»
«Τίποτις δεν ξες, μωρέ; Είναι τ’ αλάτι της ζωής».
Τηράω τις λυγερόκορμες νυφάδες της πανήγυρης. Καλοβλέπω αναμεταξύ τους μια λιγνή μαυρομάτα. Μήτε τσαλίμια κάνει, μήτε σκέρτσα. Πώς λέγεται αυτό που με μαγεύει στον χορό της, που βάνει ντέρτι στην καρδιά μου, που θεριεύει μέσα μου σαν το φουσκοθαλάσσι; Πιότερο πετάει παρά χορεύει. Τα χέρια της γυροφέρνουν τον ταμπουρά, τον κάνουν να σωπάσει. Ύστερις περιδίνεται, συστρέβεται, βεργολυγάται, φιδολυγάται καταπώς τα ξωτικά στα ρουμάνια, καταπώς οι φυσαλίδες στην ακροποταμιά.
Ζυγώνει και πετάει ίσαμε το σκαρί μας ένα μαντίλι με βιολέτες νοτισμένος. Σκύβω και το σηκώνω. Το μυρίζω. Βοτάνι της αγάπης. Τρισάγιο.
Ο ταμπουράς ματαρχινάει. Σιμά μας, ο αϊτός θωρεί πέρα μακριά. Κι ο γέροντας καπνίζει τον ναργιλέ του.
*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο μυθιστόρημα με εγκιβωτισμένα διηγήματα Το τραγούδι των τροπικών το 1988 από τις εκδόσεις Οδυσσέας. Λησμονήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά από μια στιγμιαία παρόρμηση, ο συγγραφέας το συμπεριέλαβε στη συλλογή διηγημάτων Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες, που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το ξανακοίταξε και το προσάρμοσε στις απαιτήσεις του Culture Book, τονίζοντας πως είναι από τα αγαπημένα του.